Οδεύουμε προς τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, που σε μεγάλο βαθμό ήταν αναμενόμενη, αφού το σύστημα της απλής αναλογικής δεν μπόρεσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις κυβερνητικών συγκλίσεων και για πρώτη φορά στον μεταπολιτευτικό κύκλο βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή συνθήκη: να έχει προεξοφληθεί με μεγάλη πιθανότητα το ποιος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας την επόμενη ημέρα.
Το δίλημμα που… απαντήθηκε
Πηγαίνουμε λοιπόν σε μια εκλογή στην οποία το κυρίαρχο εκλογικό δίλημμα κάθε αναμέτρησης αυτού του τύπου, το δίλημμα δηλαδή της διακυβέρνησης, μοιάζει να έχει ήδη απαντηθεί από το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης και τη διαφορά των 21 μονάδων που κατέγραψε η Νέα Δημοκρατία από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και πράγματι τα στοιχεία της πρώτης μετεκλογικής μας έρευνας στην πορεία προς τις 25 Ιουνίου δείχνουν ότι η Νέα Δημοκρατία:
- Διατηρεί στην εκτίμηση ψήφου ποσοστό ανάλογο αυτού που πέτυχε στις 21 Μαΐου (41%).
- Με αυτό το ποσοστό σημειώνει (με τη βοήθεια και του νέου κλιμακωτού εκλογικού νόμου) άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με εκτίμηση εδρών γύρω στις 160.
- Ο κ. Μητσοτάκης συγκεντρώνει στις αυθόρμητες αναφορές ως καταλληλότερος για επόμενος πρωθυπουργός 40% ενώ ο δεύτερος κ. Τσίπρας κινείται στο 16%.
- Επτά στους δέκα ψηφοφόρους (70%) πιστεύουν ότι θα προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση από τις κάλπες (προφανώς της ΝΔ).
Με αυτά τα δεδομένα το ενδιαφέρον μοιάζει να μετατοπίζεται στις ανακατατάξεις που συντελούνται στον χώρο των δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Δεν θα ήταν υπερβολή – υπό τις σημερινές συνθήκες – να πούμε ότι ο πάλαι ποτέ κραταιός δικομματισμός, ο οποίος μετεξελίχθηκε στον κουτσουρεμένο δικομματισμό της αντιμνημονιακής περιόδου, έχει πλέον εκπνεύσει. Μια απόσταση 21 μονάδων που είναι μεγαλύτερη και από το ποσοστό του δεύτερου κόμματος δεν μπορεί να ονομαστεί δικομματισμός.
Υπό αυτή την έννοια, ό,τι βλέπουμε σήμερα δεν είναι παρά ένα ρευστοποιημένο τοπίο εν αναμονή των τελικών συσχετισμών που θα προκύψουν από τις κάλπες στις 2 Ιουνίου.
Η σύγκρουση στην αντιπολίτευση
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξει να πείσει το εκλογικό σώμα ότι πήρε το μήνυμα και ότι θα αξιοποιήσει αυτή την τελευταία ευκαιρία που του δίνεται ώστε να ανακάμψει και να συνεχίσει να είναι έστω και προοπτικά εκείνος το αντίπαλον δέος της Νέας Δημοκρατίας. Βέβαια, για να το πετύχει αυτό, χρειάζεται μια γενναία αύξηση των ποσοστών του, κάτι που ακριβώς μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει αν κινηθεί εύστοχα και γρήγορα και κυρίως αυτοκριτικά.
Το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ βρίσκεται για πρώτη φορά ύστερα από καιρό σε διψήφια ποσοστά και θέλει να ενισχυθεί περισσότερο φιλοδοξώντας να διεκδικήσει βαρύνοντα λόγο στην αντιπολίτευση και, γιατί όχι, να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ, που επίσης αποκόμισε εκλογικά κέρδη, θα επιδιώξει να τα διαφυλάξει και να έχει αυξημένο ρόλο και λόγο στις διεργασίες της Αριστεράς την επόμενη ημέρα.
Η μάχη για το κατώφλι του 3%
Η Ελληνική Λύση θέτει ανάλογους στόχους με το ΚΚΕ αλλά στον χώρο της Δεξιάς πέραν της ΝΔ. Θα αντιμετωπίσει όμως το αγκάθι της «Νίκης», η οποία δείχνει να έχει ενθαρρυνθεί από την πρώτη επίδοσή της και διεκδικεί, από ό,τι δείχνουν τα στοιχεία της σημερινής μας έρευνας, την είσοδό της στη Βουλή με αξιώσεις (εκτίμηση ψήφου 3,3%).
Αφήσαμε για το τέλος την Πλεύση Ελευθερίας, η οποία μέσα σε λίγες ημέρες παρουσιάζει σημαντική άνοδο, σχεδόν διπλασιασμό του ποσοστού που κατέγραψε στις 21 Μαϊου και αυτή τη στιγμή ακόμη και με βάση τα διαστήματα εμπιστοσύνης μέσα στα οποία κινείται η εκτίμηση ψήφου της (4,8%) τη φέρνουν μέσα στην επόμενη Βουλή. Αλλά και το ΜέΡΑ25 δεν βρίσκεται μακριά από το κατώφλι του 3% και σίγουρα θα δώσει τη δική του μάχη.
Οι ικανοποιημένοι και οι δυσαρεστημένοι
Μιλώντας με κοινωνικούς όρους, το εκλογικό αποτέλεσμα αποτύπωσε την πλήρη κυριαρχία στους εκλογικούς συσχετισμούς των μεγαλύτερων γενεών (55 και άνω) οι οποίες και δηλώνουν κατά πλειοψηφία ικανοποιημένες από αυτό. Αντίθετα, οι νεότερες γενιές (μέχρι 44 ετών) δηλώνουν κατά πλειοψηφία δυσαρεστημένες από το εκλογικό αποτέλεσμα και μένει να δούμε ποιες πολιτικές δυνάμεις θα πριμοδοτήσουν μέχρι τις κάλπες και αν μπορούν με κάποιον τρόπο να έρθουν στο πολιτικό προσκήνιο.
Κλείνοντας σημειώνουμε ότι όλες οι παραπάνω εκτιμήσεις υπόκεινται στη δοκιμασία της συγκυρίας. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια μας δίδαξαν με σκληρό τρόπο να μην προεξοφλούμε το μέλλον. Και δεν μπορώ να μη σημειώσω ότι η περίοδος από το Πάσχα και μετά μέχρι σήμερα είναι ίσως η μόνη περίοδος «κανονικότητας» που ζήσαμε τα τελευταία αυτά τα χρόνια. Λες και ο χρόνος σεβάστηκε την εκλογική διαδικασία που ανέδειξε σε κυρίαρχο το αίτημα της πολιτικής σταθερότητας.
Ειρωνεία της Ιστορίας; Οι επόμενες εβδομάδες θα το δείξουν.
Ο κ. Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis SA.