Σε συμφωνίες, όπως η πρόσφατη εμπορική μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οικονομική αποτίμηση διαφέρει από τη γεωπολιτική. Από οικονομική άποψη θεωρείται σώφρων η αποφυγή πολιτικής αντιποίνων με δασμούς προς τις ΗΠΑ, η οποία θα αποτελούσε αυτοτραυματισμό της ΕΕ. Υποστηρικτές της συμφωνίας τονίζουν ότι μια κακή συμφωνία είναι καλύτερη από την έλλειψη συμφωνίας ή τον οικονομικό πόλεμο. «Από τη στιγμή που ήταν σαφές ότι θα ακολουθηθεί πολιτική δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ», λέει στο «Βήμα» η Τσίντσια Αλτσίντι, διευθύντρια Ερευνών του Κέντρου Μελέτης Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS), «η ΕΕ προσπάθησε να έχει τους ίδιους δασμούς με το Ηνωμένο Βασίλειο (10%). Ομως, η συμφωνία με την Ιαπωνία για το 15% αποτέλεσε πρότυπο, χειρότερο από ό,τι είχαμε πριν, αλλά καλύτερο από το επαπειλούμενο 30%. Εξάλλου, η ΕΕ βρισκόταν σε αρνητική διαπραγματευτική θέση λόγω ενός ευρύτερου δυσμενούς διεθνούς περιβάλλοντος, που περιλαμβάνει τον πόλεμο στην Ουκρανία».
Μεταξύ των επιτευγμάτων της συμφωνίας εκτιμάται η αποφυγή ραγδαίας αύξησης των τιμών που θα έπληττε τους ευρωπαίους καταναλωτές, καθώς και η μετάβαση προς ένα περιβάλλον σχετικής προβλεψιμότητας που ανακουφίζει τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες. Εξάλλου, οι ευρωπαϊκές υποσχέσεις για επενδύσεις στις ΗΠΑ, ακόμη και στην άμυνα, στην πράξη δεν είναι απολύτως δεσμευτικές. H επικοινωνιακή θεαματικότητα της συμφωνίας συνδυάζεται (προς το παρόν) με έλλειμμα μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης.
Εικόνα ήττας
Ωστόσο, στο γεωπολιτικό επίπεδο, η εμπορική συμφωνία σε συνδυασμό με την προηγούμενη αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ δίνουν μια εικόνα συνολικής υποχώρησης ως προς τις ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή μάλιστα που η Κίνα ακολούθησε λογική αντιποίνων, κάνοντας την αμερικανική κυβέρνηση αρχικά να υποχωρήσει λόγω εξάρτησης από τα κινεζικά ορυκτά και πολύτιμες γαίες. Η αποφυγή αντιποίνων στους δασμούς είναι μια πολιτική οικονομικώς φρόνιμη, αλλά εκπέμπει εικόνα πολιτικής ήττας, εγκατάλειψης ενός διεθνούς συστήματος βασισμένου σε κανόνες και διαφοράς από τη δυναμική Κίνα.
Η Αλτσίντι εξηγεί στο «Βήμα» τη διαφορά μεταξύ πολιτικών και οικονομικών συνεπειών: «Η πολιτική διάσταση έγκειται στον τρόπο που επικοινωνήθηκε η εμπορική συμφωνία ως μεγάλη πολιτική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ και ταπείνωση της ΕΕ. Αν, όμως, δούμε τη συμφωνία υπό πραγματιστική οικονομική οπτική, δεν είναι σαφές ότι ο Τραμπ εξέρχεται νικητής. Οι αμερικανοί καταναλωτές θα καταβάλλουν υψηλότερες τιμές, γεγονός που αποτελεί μια προδοσία του εκλογικού κοινού του τραμπισμού. Η ΕΕ έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε μια περισσότερο πολιτική επιλογή τού να προβεί σε αντίποινα και σε μια περισσότερο οικονομική επιλογή τού να αποφύγει εκτίναξη των τιμών για τους Ευρωπαίους. Προτίμησε το δεύτερο. Είναι, λοιπόν, παραπλανητική η εικόνα του Τραμπ ως απόλυτου νικητή, καθώς αυτό που έκανε μοιάζει με επιβολή φόρου προς τους πολίτες του».
Γενικότερα, ενώ η εντύπωση μιας ηττημένης Ευρώπης προσφέρει στον Τραμπ βραχυπρόθεσμους επικοινωνιακούς πόντους, ταυτοχρόνως στην ΕΕ καθίσταται συνειδητό ότι με τον ίδιο τρόπο που επιδιώκει τη στρατιωτική της αυτονόμηση, χρειάζεται και μια μεγαλύτερη ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς με σκοπό την μακροπρόθεσμη ανεξαρτητοποίηση. Η συμφωνία μοιάζει με τακτικό κατευνασμό των ανησυχιών των αγορών, που είχαν οξυνθεί κατά τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Τραμπ, προκειμένου η ΕΕ να λάβει τον χρόνο της για επεξεργασία συνολικής στρατηγικής.
Ενώ η Ευρώπη απέφυγε την πρώτη δυνατότητα που είχε, δηλαδή την ανταπόδοση, ενδέχεται να επιζητήσει τη δεύτερη δυνατή ανταπόκριση, δηλαδή την (συγκριτική) απεξάρτηση. Στις ΗΠΑ η πολιτική δασμών θα πλήξει κυρίως τις τάξεις με χαμηλά εισοδήματα που κατευθύνουν μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους προς εμπορεύσιμα προϊόντα, τα οποία αναμένεται να ανατιμηθούν. Εντείνεται έτσι η πολιτική απονομιμοποίηση της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία είχε στηριχθεί σε επαγγελίες προς την εργατική τάξη. Το ίδιο ισχύει και με τις μικρές επιχειρήσεις που αναμένεται να πληγούν από την πολιτική δασμών περισσότερο από τις πολυεθνικές με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Τραμπ να φαίνεται ασυνεπής ως προς τις προεκλογικές της υποσχέσεις.
Πολυδιάσπαση
Μεταξύ πάντως των αρνητικών πολιτικών συνεπειών συμπεριλαμβάνεται η έξαρση της πολυδιάσπασης των ευρωπαϊκών χωρών. Το γεγονός ότι επιμέρους κράτη-μέλη είχαν ως προτεραιότητα την προστασία κρίσιμων βιομηχανιών κατέστησε εκ προοιμίου δύσκολη μια δυναμική απάντηση. Διαφορά τόνου υπήρξε και στις αντιδράσεις. Ιδιαιτέρως επικριτική ήταν η Γαλλία, με τον πρωθυπουργό Φρανσουά Μπαϊρού να κάνει λόγο για υποταγή μιας συμμαχίας ελεύθερων λαών και τον υπουργό Εξωτερικού Εμπορίου Λοράν Σεν Μαρτέν να επιζητεί αντίποινα της ΕΕ στον τομέα των υπηρεσιών.
Η Γερμανία διά του καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς τόνισε ότι διασώθηκαν στον πυρήνα τους τα γερμανικά συμφέροντα μέσω της αποφυγής κλιμάκωσης, ακόμη και αν το 15% συνιστά ένα επαχθές φορτίο. Ο συντελεστής 15% είναι καλύτερος από το 25% που επαπειλείτο για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Εκτιμάται, ωστόσο, ότι πολλοί παραγωγοί αυτοκινήτων θα μεταφέρουν την παραγωγή στις ΗΠΑ με αποτέλεσμα την απώλεια δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Περισσότερο θετική ήταν η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι που υπογράμμισε την αποφυγή ενός καταστροφικού εμπορικού πολέμου, ενώ ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν θεώρησε τη συμφωνία ως αποτυχημένη με το επιχείρημα ότι είναι χειρότερη από το 10% που πέτυχε το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι διαιρέσεις εντός της ΕΕ διευκολύνουν την απομάκρυνση από ένα σύστημα βασισμένο σε κανόνες.
Νέοι δασμοί από Τραμπ
Μετά το deal με την ΕΕ, ο αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε νέους δασμούς που θα τεθούν σε εφαρμογή από την ερχόμενη Πέμπτη. Οι υψηλότεροι δασμοί θα επιβληθούν στη Βραζιλία (50%) και ακολουθούν η Συρία (41%), το Λάος και η Μιανμάρ (από 40%) και την πρώτη πεντάδα συμπληρώνει η Ελβετία (39%). Οι καθολικοί δασμοί 10%, που ο Τραμπ επέβαλε σε όλες τις χώρες, θα παραμείνουν αλλά για περίπου 40 από αυτές θα αυξηθούν στο 15%.
Οι αγορές αντέδρασαν αρνητικά αμέσως μετά την ανακοίνωση των δασμών, την περασμένη Πέμπτη, και μία εβδομάδα προτού αυτοί επιβληθούν στην πράξη καθώς σηματοδοτούν το τέλος της εποχής του ελεύθερου εμπορίου και την απαρχή μιας νέας εποχής προστατευτισμού. Η Ουάσιγκτον συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις με την Κίνα και το Μεξικό για τους δασμούς ενώ στον στενότερο σύμμαχό της, τον Καναδά, επέβαλε δασμούς 35%. Ο αμερικανός πρόεδρος υποστηρίζει ότι οι δασμοί στις εισαγωγές προϊόντων θα ενισχύσουν την αμερικανική παραγωγή και θα προστατεύσουν τις θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι όμως θεωρούν ότι η ασταθής διεθνής εμπορική πολιτική του Τραμπ θα πλήξει την παγκόσμια οικονομία και θα αυξήσει τις τιμές για τους αμερικανούς καταναλωτές.






