Μια κυβέρνηση εκλέγεται με βάση το πρόγραμμά της. Θεωρητικά, γιατί κανένας δεν διαβάζει προγράμματα, με άλλα κριτήρια ψηφίζουμε. Το έθιμο όμως απαιτεί να εκδίδονται προγράμματα διακυβέρνησης. Αυτά τα προγράμματα δεν γίνεται να προβλέπουν τα έκτακτα, άρα δεν μπορεί να περιέχουν τις αντιδράσεις και τη θέση που θα πάρει η κυβέρνηση απέναντι σε μεγάλα διεθνή γεγονότα και προκλήσεις. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που πράττει αντίθετα από το κοινό αίσθημα των πολιτών; Εχει λευκή επιταγή να κάνει ό,τι θέλει στην εξωτερική πολιτική επειδή εκλέχθηκε με μεγάλο ποσοστό για άλλες, εντελώς διαφορετικές «υποσχέσεις»;

Θα αυθαιρετήσω, θέτοντας ως υπόθεση εργασίας την παραδοχή πως το 70% των Ελλήνων είναι ενάντια στην πολιτική του Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Δεν μπορεί να αποδειχθεί κάτι τέτοιο και η αλήθεια είναι πως, ακόμα κι αν μετρηθούμε ένας προς έναν, δεν είμαι καθόλου σίγουρος για κανένα από τα δύο αποτελέσματα. Ας το δεχθούμε όμως για τις ανάγκες του κειμένου. Σε αυτή την περίπτωση, με ποια νομιμοποίηση μια κυβέρνηση πηγαίνει αντίθετα;

Η απάντηση είναι γνωστή και υπό προϋποθέσεις είναι σωστή. «Δεν γίνεται να κάνουμε δημοψηφίσματα για το καθετί, μια κυβέρνηση πρέπει να έχει το δικαίωμα να παίρνει γρήγορες αποφάσεις και την ευθύνη αυτών των αποφάσεων με γνώμονα το πολυτραγουδισμένο εθνικό συμφέρον, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνεται η ίδια». Ακόμα κι αν αυτό έρχεται σε κόντρα με τη θέληση της πλειονότητας του λαού της;

«Ναι, γιατί εμείς γνωρίζουμε πράγματα που εσείς δεν ξέρετε, και δεν γίνεται να παίζουμε στα ζάρια τη χώρα για να ικανοποιήσουμε τα αισθήματα των πολλών που είναι και άσχετοι με το θέμα».

Μάλιστα, τώρα αρχίζει η κουβέντα. Κατ’ αρχάς, όπως έγραψα και την προηγούμενη Κυριακή, το κατασυκοφαντημένο συναίσθημα δεν είναι κάποιο ταπεινό ένστικτο, είναι απότοκο ιδεολογίας, είναι κερδισμένη και πληρωμένη από τον καθένα μας θέση στα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας και στη ζωή γενικότερα.

Δεύτερον, η Ελλάδα εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν έχει επιδείξει ιδιαίτερη δεξιότητα στο πλασάρισμά της στην παγκόσμια σκακιέρα, οι σφαλιάρες είναι απανωτές.

Τρίτον – αυτό πονάει περισσότερο και νομίζω θα συμφωνήσουμε –, τα καλύτερα μυαλά, οι πλέον ικανοί και θα τολμήσω να πω και οι πλέον ακέραιοι, ανιδιοτελείς και ηθικοί βρίσκονται εκτός κεντρικής πολιτικής. Κανένας δεν θέλει να μπλέξει με αυτό το καρναβάλι ανικανότητας, κυνισμού και ρεμούλας.

Και, τέταρτον, αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και το γεγονός πως τουλάχιστον τρεις πρωτοκλασάτοι υπουργοί της παρούσας κυβέρνησης έχουν αμφισβητήσει στο παρελθόν το Ολοκαύτωμα και σήμερα παρουσιάζονται βασιλικότεροι του Νετανιάχου, φτάνουμε στο συμπέρασμα πως η εξωτερική μας πολιτική είναι ένα τρελό ράλι καιροσκοπισμού. Είναι ένα «πάμε κι όπου βγει».

Σε έναν κόσμο τόσο «συνδεδεμένο» πια με όλους τους τρόπους, αυτό το «εμείς ξέρουμε πράγματα που εσείς δεν ξέρετε» δεν ισχύει, τίποτα περισσότερο δεν ξέρετε. Αυτό προκύπτει και εκ του αποτελέσματος.

Και καταλήγουμε στο αρχικό ερώτημα για το οποίο δεν έχω απάντηση. Σε μια Δημοκρατία, μέχρι πού φτάνουν τα όρια δικαιοδοσίας ενός Υπουργικού Συμβουλίου;