Ενα κεντρικό ερώτημα στην πολιτική δράση της χώρας είναι αν η κυβέρνηση καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει τις θεαματικές συμφωνίες για το φυσικό αέριο, που υπεγράφησαν προ 15ημέρου με τις ΗΠΑ, και εν συνεχεία με τον πρόεδρο Ζελένσκι. Εάν δηλαδή, οι συμφωνίες αυτές είναι ικανές να αποτελέσουν το όχημα του κ. Μητσοτάκη για μία 3η θητεία, και ειδικότερα για τη νέα αυτοδυναμία στις προσεχείς εθνικές εκλογές, όποτε και αν αυτές πραγματοποιηθούν.
Η απάντηση είναι όχι, ένα μεγαλοπρεπές όχι. Για πολλούς και διαφόρους λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο πολίτης δεν πρόκειται να δει τίποτα στην τσέπη του από τις συμφωνίες αυτές, πλην της θεωρητικής προσέγγισης ότι οι συμφωνίες συνεπάγονται τη στήριξη της υπερδύναμης στη χώρα, και διασταλτικά την πολιτική σταθερότητά της. Πράγμα που, θεωρητικά επίσης, θα φέρει καινούργιες επενδύσεις, και οι καινούργιες επενδύσεις θέσεις εργασίας, και οι θέσεις εργασίας αύξηση του βιοτικού επιπέδου κ.λπ. κ.λπ.
Που σημαίνει σε απλά ελληνικά, ότι ακόμη κι αν τα σχετικά έργα που απαιτούνται για τη μετατροπή της Ελλάδας σε διαμετακομιστικό κέντρο φυσικού αερίου προς την Ουκρανία και χώρες της Κεντρικής Ευρώπης μέσω του κάθετου άξονα ξεκινήσουν σήμερα Δευτέρα που ο μήνας έχει 24, οι θετικές συνέπειες από όλο αυτό θα αρχίσουν να διαφαίνονται σε βάθος 10ετίας, τουλάχιστον. Οταν ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του, φυσιολογικά, θα έχουν δώσει τη θέση τους σε άλλες κυβερνήσεις.
Ο δεύτερος σοβαρός επίσης λόγος, είναι ότι το αμερικανικό φυσικό αέριο είναι πολύ ακριβότερο του ρωσικού, και ως εκ τούτου όποιος πιστεύει ότι η χρήση του από την ελληνική βιομηχανία θα συντείνει στη μείωση του κόστους της βιομηχανικής παραγωγής, προφανώς κινείται στη σφαίρα του ιδεατού, όχι της πραγματικότητας.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι παραμένει υπό διερεύνηση, και προφανώς προς απόδειξη, ότι η υπογραφή των συμφωνιών αλλάζει τις γεωστρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης Τραμπ στην περιοχή μας. Προσωπικά θεωρώ πως όχι! Η Τουρκία για την κυβέρνηση Τραμπ είναι η περιφερειακή δύναμη της περιοχής, με αυξημένο ρόλο, και η Ελλάδα παραμένει αυτό που ήταν πάντοτε: ο σταθερός εταίρος των ΗΠΑ, που δεν δημιουργεί προβλήματα, δεν αμφισβητεί επιλογές, δεν προξενεί ρήξεις στη συμμαχία. Την τελευταία φορά που συνέβη αυτό, ήταν πριν ακριβώς μισό αιώνα που η χώρα αποχώρησε προσωρινά από το ΝΑΤΟ. Υπ’ αυτή την έννοια, οι συμφωνίες όντως αν δεν ενίσχυσαν τη διεθνή θέση της χώρας, σίγουρα επαναβεβαίωσαν αυτό που πάντοτε ήταν για τη Δύση: παράγοντας σταθερότητας στην ταραγμένη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Η κυβέρνηση γνωρίζει λοιπόν ότι οι συμφωνίες αποκλείεται να αλλάξουν, άμεσα τουλάχιστον, το κλίμα για εκείνη στο εσωτερικό της χώρας. Αντιλαμβάνεται πως το μόνο κέρδος που μπορεί να έχει είναι από την επικοινωνιακή εκμετάλλευση των συμφωνιών. Το αναβαθμισμένο κυβερνητικό κλιμάκιο της αμερικανικής κυβέρνησης, η δραστήρια νέα πρέσβειρα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα, η αναμενόμενη άφιξη στην Ελλάδα του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, όλα αυτά είναι μια σαφής ένδειξη της ομαλοποίησης των σχέσεων με τον Λευκό Οίκο, που ποιος ξέρει, μπορεί να φέρει και μια – την πολυπόθητη! – πρόσκληση του προέδρου Τραμπ προς τον κ. Μητσοτάκη να επισκεφθεί την Ουάσιγκτον.
Οταν όλα στην πολιτική είναι εικόνα ή για να είμαι ακριβής ΚΑΙ εικόνα, όλα όσα προαναφέρονται όντως βελτιώνουν σημαντικά την εικόνα και του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του. Μπορεί να μην του λύνουν του κ. Μητσοτάκη προβλήματα εσωτερικής κατανάλωσης, να μην αφαιρούν αγκάθια που είναι καρφωμένα στα πλευρά της κυβέρνησής του, αλλά το ότι «έξω πάμε καλά» το συντηρούν και ίσως και να το επαυξάνουν.
Φυσικά, η εικόνα είναι άυλη. Ούτε τρώγεται ούτε πίνεται. Αυτή η παραδοχή λογικά θα πρέπει να επαναφέρει στην πραγματικότητα όσους στο Μέγαρο Μαξίμου αεροβατούν, πιστεύοντας ότι οι συμφωνίες για το φυσικό αέριο ή για τις γεωτρήσεις στο Ιόνιο θα απαλείψουν την ακρίβεια, τη διάχυτη αίσθηση της διαφθοράς με τα σκάνδαλα τύπου ΟΠΕΚΕΠΕ, την έλλειψη εμπιστοσύνης στο Κράτος Δικαίου, την κοινωνική ανασφάλεια, τα άλυτα και πολλαπλής φύσεως προβλήματα της καθημερινότητας.
Τα προβλήματα είναι εκεί, και απαιτούν διαχείριση και λύσεις. Αλλωστε κατά βάση αυτά είναι που θα λειτουργήσουν επιδραστικά, και ίσως και να καθορίσουν αποφασιστικά την ψήφο των πολιτών στις εθνικές εκλογές. Επειδή είναι κοινή παραδοχή ότι για την κοινωνία αυτό που έχει σημασία, εκείνο που μετράει, είναι η βελτίωση των συνθηκών και του επιπέδου διαβίωσης. Το αν η κυβέρνηση μπορεί να της εξασφαλίσει ότι έχει τις πολιτικές και τη βούληση να της κάνει τη ζωή καλύτερη. Και ειλικρινά, ποσώς την ενδιαφέρει αν ο πρόεδρος Τραμπ επιτέλους θα άρει το άτυπο εμπάργκο που έχει επιβάλει στον έλληνα πρωθυπουργό. Μόνο ως παραπολιτική μπορεί να της προκαλέσει ένα κάποιο ενδιαφέρον. Τίποτε περισσότερο…





