Η Γερμανία ετοιμάζεται να υποδεχθεί μία ακόμη συγκυβέρνηση CDU/CSU και SPD, που θα αποτελέσει τον πέμπτο «Μεγάλο Συνασπισμό» στη μεταπολεμική ιστορία της. Η πρώτη «Große Koalition» είχε σχηματιστεί το 1966 και προέκυψε ως λύση ανάγκης προκειμένου να βρεθεί διέξοδος στη διακυβέρνηση της χώρας μετά την αποχώρηση των Φιλελευθέρων από την τότε κυβέρνηση συνεργασίας CDU/CSU και FDP.

Ο Βίλι Μπραντ, που ανέλαβε εκ μέρους του SPD τη θέση του αναπληρωτή καγκελάριου και υπουργού των Εξωτερικών, είχε χαρακτηρίσει «αφύσικο» ένα τέτοιο κυβερνητικό σχήμα με εταίρους τα δύο μεγάλα κόμματα που εξέφραζαν τα δύο διαμετρικά αντίθετα ιδεολογικά στρατόπεδα. Επρόκειτο, ενδεχομένως, για μία από τις δυσκολότερες κυβερνητικές συνεργασίες ανάμεσα στις – σχεδόν 370 – συμμαχικές κυβερνήσεις που έχουν σχηματιστεί στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης μετά το 1945. Παράλληλα, αποτέλεσε μια απόφαση-σταθμό για το SPD και μια πολιτικά διορατική κίνηση του Βίλι Μπραντ.

Με αυτήν επικυρώθηκε η στροφή του SPD σε πιο ρεαλιστικές θέσεις μετά το Συνέδριο του Bad Godesberg που είχε προηγηθεί (1959) και επιβεβαιώθηκε η μετατροπή του από ένα κόμμα της αντιπολίτευσης σε ένα κυβερνητικό κόμμα. Η συμμετοχή του SPD στον πρώτο «Μεγάλο Συνασπισμό» άνοιξε τον δρόμο για την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Βίλι Μπραντ στις αμέσως επόμενες εκλογές (1969).

Με την πάροδο του χρόνου, οι ιδεολογικο-πολιτικές αντιπαραθέσεις κατευνάστηκαν, τα κόμματα πολυσυλλεκτικοποιήθηκαν και η σύγκλιση προς το πολιτικό κέντρο έγινε η κυρίαρχη τάση στα κομματικά συστήματα του δυτικού κόσμου. Παρότι σε χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο εντοπίζονται αρκετά παραδείγματα κυβερνήσεων «Μεγάλου Συνασπισμού», αυτό το μοντέλο κυβερνητικής συνεργασίας δεν συνιστά τον κανόνα στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Ομως, ούτε οι μονοκομματικές κυβερνήσεις αποτελούν τον κανόνα: μετρήθηκαν 63 μονοκομματικές κυβερνήσεις πλειοψηφίας στις 16 χώρες της Δυτικής Ευρώπης μεταπολεμικά, που αποτελούν μόλις το 12% όλων των κυβερνήσεων που έχουν σχηματιστεί.

Τα συστήματα διακυβέρνησης χαρακτηρίζονται από κυβερνητικές συνεργασίες ποικίλων μορφών. Οι πιο συνηθισμένες – σχεδόν οι μισές – κυβερνήσεις συνεργασίας στη Δυτική Ευρώπη μεταπολεμικά είναι οι λεγόμενες «ελάχιστα νικηφόρες» (minimal winning), στις οποίες μετέχουν τόσα μόνο κόμματα όσα απαιτούνται για τη συγκρότηση κυβερνητικής πλειοψηφίας. Σχεδόν το ένα τρίτο όλων των συμμαχικών κυβερνητικών σχημάτων ανήκει στην κατηγορία των «υπερμεγεθών» (oversized) κυβερνήσεων, οι οποίες αποτελούνται από περισσότερα κόμματα από όσα είναι θεσμικά αναγκαία για την εξασφάλιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο συναίνεσης στο επίπεδο της διακυβέρνησης.

Η τάση που ενισχύεται διαρκώς στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης είναι αυτή των συμμαχικών κυβερνήσεων: πάνω από τα δύο τρίτα των κυβερνήσεων που σχηματίστηκαν από το 2000 και μετά είναι κυβερνήσεις συνεργασίας (Τ. Bergman, H. Bäck & J. Hellström, Coalition Governance in Western Europe, Oxford University Press 2021). Αυτό δεν οφείλεται στο ότι αποτελούν την προτιμώμενη επιλογή των κομματικών ελίτ, αλλά κυρίως αποδίδεται στην έντονη και ραγδαία αυξανόμενη εκλογική ρευστότητα που εκτοξεύθηκε πανευρωπαϊκά κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, καθώς και στον υψηλό βαθμό κατακερματισμού των κομματικών συστημάτων. Σε συνδυασμό με τη μετεωρική άνοδο του δείκτη πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης (Leonardo Morlino & Daniela Piana, 2014), τα προαναφερθέντα φαινόμενα συχνά δεν αφήνουν άλλο περιθώριο σχηματισμού κυβέρνησης – ούτε καν κυβέρνησης μειοψηφίας σε ένα πλήθος ευρωπαϊκών χωρών – πέρα από αυτό ενός σχήματος συνεργασίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρότι οι ευρωπαίοι εκλογείς δεν εκφράζουν ενιαία προτίμηση για το τι είδους κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας προτιμούν, εκείνοι που εκφράζουν προτίμηση σε μονοκομματική κυβέρνηση παραμένουν σταθερά μειοψηφία σχεδόν σε όλες τις χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα την τελευταία 15ετία.

Επιπλέον, η εμπειρία από την εφαρμογή διαφορετικών τύπων κυβερνητικών σχημάτων και η συγκριτική τους ανάλυση έχουν καταδείξει ότι, παρά τις εντεινόμενες προκλήσεις, όπως η άνοδος των λαϊκιστικών κομμάτων και η αυξανόμενη πολιτική πόλωση, οι εταίροι σε κυβερνήσεις συνεργασίας καταφέρνουν να συνυπάρχουν και να λειτουργούν αρκετά αποτελεσματικά.

Μάλιστα, τα σχήματα αυτά εμφανίζουν αξιόλογες επιδόσεις τόσο σε ό,τι αφορά τη διάρκεια της θητείας τους – κατά μέσο όρο ο κύκλος ζωής των κυβερνήσεων συνεργασίας δεν είναι μικρότερος εκείνων των μονοκομματικών κυβερνήσεων – όσο και σε σχέση με την αποτελεσματικότητα στη λήψη πολιτικών αποφάσεων.

Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων, κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως o «Μεγάλος Συνασπισμός» στη Γερμανία εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 ή η συγκυβέρνηση Fine Gael και Fianna Fáil στην Ιρλανδία στη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, έχουν επιδείξει ανθεκτικότητα, διαχειριστική επάρκεια και συνεκτικότητα.

Τα χαρακτηριστικά αυτά ενισχύονται όταν έχουν προηγηθεί σαφείς συμφωνίες και διακριτός καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ των εταίρων, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα άσκησης βέτο και ενισχύει τη διαθεσιμότητά τους για πολιτικούς συμβιβασμούς.

Ενα ποιοτικό στοιχείο που έχει σημασία να επισημανθεί αφορά τον βαθμό εμπιστοσύνης που απολαμβάνουν οι κυβερνήσεις στις διάφορες χώρες. Εμπειρικά δεδομένα του 7ου γύρου από την Παγκόσμια Ερευνα Αξιών (WVS, 2017-2022) καταδεικνύουν υψηλότερα επίπεδα (μεγάλης και σχετικής) εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση σε χώρες που συνήθως επικρατούν οι κυβερνήσεις συνεργασίας σε σύγκριση με χώρες που διαθέτουν μονοκομματικές κυβερνήσεις.

Η διαφορά αυτή γίνεται ακόμη εντονότερη όταν εξετάζονται τα επίπεδα δυσπιστίας, με την Ελλάδα να καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά απόλυτης δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση, ακολουθούμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο, τις δύο χώρες δηλαδή που κρατούν τα σκήπτρα στον σχηματισμό μονοκομματικών κυβερνήσεων μεταξύ του συνόλου των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.

Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται με βάση και τα ευρήματα του 10ου γύρου της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Ερευνας (ESS), σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκονται στην κορυφή των χωρών με το μεγαλύτερο έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην εθνική τους κυβέρνηση – ποσοστό που είναι σημαντικά χαμηλότερο στις χώρες με κυβερνήσεις συνεργασίας.

Στην Ελλάδα, οι μονοκομματικές κυβερνήσεις αποτελούν διαχρονικά τον κανόνα, αν και πλέον όχι τόσο λόγω πολιτισμικών παραμέτρων όσο κυρίως εξαιτίας θεσμικών περιορισμών. Η πολιτική αντιπαράθεση εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από ισχυρό βαθμό ρητορικής όξυνσης, ωστόσο τα συγκρουσιακά και διχαστικά στοιχεία της πολιτικής κουλτούρας φαίνεται να έχουν απομειωθεί.

Παρά την ισχυρή παράδοση μονοκομματικής διακυβέρνησης και το θεσμικό της πρόκριμα μέσα από διαδοχικά εκλογικά συστήματα ενισχυμένης αναλογικής, οι πολίτες σε επανειλημμένες μετρήσεις κοινής γνώμης (π.χ. από τις εταιρείες ερευνών MARC, GPO, ALCO) εκφράζουν ανοικτή προτίμηση προς διαφορετικά σχήματα κυβερνήσεων συνεργασίας, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν τίθεται το σχετικό ερώτημα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει σχετικό εύρημα της GPO (Δεκέμβριος 2024) σύμφωνα με το οποίο η πλειοψηφία των πολιτών (55,9%) θεωρεί ότι οποτεδήποτε κι αν διεξαχθούν εκλογές το πιθανότερο αποτέλεσμα θα είναι μια κυβέρνηση συνεργασίας – αντίληψη που βρίσκει μεγάλη υποστήριξη και στη βάση των ψηφοφόρων της ΝΔ.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ευρωπαϊκή εμπειρία μέσα από το μοντέλο των κυβερνήσεων συνεργασίας φαίνεται να προβάλλει ως ένα πρότυπο που υποστηρίζεται από τις στάσεις των πολιτών. Παρότι η διαδικασία δεν έχει αποκρυσταλλωθεί, η αποδυνάμωση του δικομματισμού, χωρίς την παράλληλη ανάδυση ενός σταθερά κυρίαρχου κόμματος, δεν λειτούργησε εξισορροπητικά, αλλά μάλλον ανέδειξε την ανάγκη μετάβασης σε μορφές συναινετικής διακυβέρνησης, που θα είναι περισσότερο συμβατές με τις συνθήκες και την πολιτική πολυμορφία της εποχής.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).