Απόδειξη ότι στην Ελλάδα, των μεγάλων διαρθρωτικών αδυναμιών, υπάρχει η δυνατότητα να γίνουν αλλαγές που κάνουν τη διαφορά στην καθημερινή ζωή των πολιτών και αρκούν απλές έξυπνες λύσεις αποτελεί το μέτρο με τη φορολόγηση των συνταξιούχων εργαζομένων. Ως γνωστόν, μέχρι να έρθει η ρύθμιση με την οποία επιβαρύνεται με το 10% επί της αμοιβής της εργασίας ο συνταξιούχος, ίσχυε η παρακράτηση του 30% της σύνταξης. Με αυτό το προηγούμενο καθεστώς σε ισχύ, οι δηλωμένοι εργαζόμενοι ήταν μόλις 26.000 συνταξιούχοι. Με το νέο καθεστώς αυτόματα αυτοί που δήλωσαν ότι δούλευαν αυξήθηκαν σε 64.000 συνταξιούχους και με τον ρυθμό που γίνονται οι δηλώσεις εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τους 100.000.

Αν δεν έχει γίνει κάποιο εργασιακό «θαύμα» και έχουν ανοίξει απότομα δουλειές για μεγάλης ηλικίας εργαζομένους, προφανώς οι περισσότεροι από τους συγκεκριμένους συνταξιούχους δούλευαν και με το προηγούμενο καθεστώς. Απλά δεν το δήλωναν. Το έκαναν με «μαύρη» αδήλωτη εργασία. Το Δημόσιο έχανε τεράστια ποσά από εισφορές και φόρους. «Κέρδιζε» με το τιμωρητικό 30% από τους λίγους που δήλωναν ότι εργάζονταν και έχανε πολλά άλλα από αυτούς που δεν τους συνέφερε να δηλώσουν τίποτα.

Ο «έξυπνος» αυτός νόμος δίνει και ένα επιπλέον κίνητρο στους συνταξιούχους που θέλουν να εργάζονται. Τους αναγνωρίζει την εργασία τους, βελτιώνοντας τη σύνταξή τους. Μέχρι τώρα αυτά τα χρήματα κατευθύνονταν στο κενό. Τώρα θα πιάνουν τόπο και μάλιστα με συντελεστή 0,77%. Γενικώς ξεχνάμε πόσο λιγότερο άδικο έχει γίνει τα τελευταία χρόνια το συνταξιοδοτικό μας σύστημα και πόσο πιο ασφαλές, με τίμημα τις χαμηλές συντάξεις, έχει γίνει για την ελληνική οικονομία.

Το παράδειγμα της προσωπικής διαφοράς ήταν σίγουρα σκληρό στην εφαρμογή, ειδικά γιατί ερχόταν να περιορίσει μια αδικία με επιβάρυνση όταν ήδη πλέον ο προγραμματισμός ζωής δεν μπορούσε να αλλάξει. Ο συνταξιούχος είχε κάνει τις επιλογές του και το σύστημα αποφάσισε εκ των υστέρων να αλλάξει τους κανόνες. Ωστόσο ήταν μια απαραίτητη ρύθμιση δικαιοσύνης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, καθώς έφερε πιο κοντά στη δίκαιη απονομή σύνταξης αυτόν που πλήρωσε τα περισσότερα. Η μετάβαση και αυτή σε μεγάλο βαθμό έγινε. Σχεδόν τέσσερις στους δέκα συνταξιούχους έσβησαν την προσωπική διαφορά και πλέον θα λαμβάνουν τις μελλοντικές αυξήσεις συντάξεων. Και αυτό είναι επίτευγμα για ένα σύστημα που έβριθε αδικιών για δεκαετίες.

Προφανώς δεν έχουν λυθεί όλα τα ζητήματα. Το συνταξιοδοτικό με τόσο κακούς δημογραφικούς δείκτες θα απασχολεί μόνιμα τη χώρα. Επίσης τα αναδρομικά κάθε λογής που εκδικάζουν τα δικαστήρια αποτελούν μια πληγή που μόνιμα θα μας θυμίζει την περίοδο των μεγάλων περικοπών. Στην ουσία ωστόσο το πρόβλημα που απασχολούσε για περισσότερες από τρεις δεκαετίες τη χώρα, ως κινητή πυριτιδαποθήκη και τελικά έσκασε μαζί με τη χρεοκοπία της χώρας, εδώ και καιρό δεν αποτελεί πρόβλημα. Υπάρχει βέβαια και αντίλογος. Οι «έξυπνες» χώρες σχεδιάζουν και εξασφαλίζουν στις καλές περιόδους την ομαλή λειτουργία τόσο κρίσιμων τομέων ώστε να αποφύγουν μελλοντικές κρίσεις. Αλλά μην τα θέλουμε και όλα δικά μας.