Το μεγάλο και, υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες, ισχυρό επιχείρημα της κυβερνώσας πολιτικής παράταξης υπέρ της παραμονής της στην εξουσία είναι ότι δεν φαίνεται να υπάρχει πιθανότητα εναλλακτικής λύσης, δηλαδή λύσης με μια άλλη κυβέρνηση που θα έχει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής στις επόμενες εκλογές. Πιθανότητα θα είχε αυτή η άλλη λύση μόνο με κυβερνητική σύμπραξη δύο ή περισσότερων κομμάτων της σημερινής αντιπολίτευσης (χωρίς βέβαια ανάγκη συνένωσής τους σε ένα κόμμα). Αλλά στη σύμπραξη αυτή ορθώνει την αντίθεσή του ο δικομματισμός, κατά τον οποίο ένα μόνο κόμμα θα διαδέχεται στην εξουσία την εκάστοτε κυβέρνηση.
Ο δικομματισμός επικρατεί ιδίως στις αγγλοσαξονικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, όπου κατά βάση υπάρχουν δύο κόμματα εναλλασσόμενα στην εξουσία. Τον δικομματισμό φαίνεται να υποστηρίζουν και στην Ελλάδα κάποια κόμματα από τη σημερινή αντιπολίτευση ή τουλάχιστον ένα κόμμα υπό τη σημερινή ηγεσία του.
Οι ηγέτες που τάσσονται κατά της σύμπραξης προφανώς προτιμούν, για την περίπτωση που η κατάληψη της εξουσίας από μόνο το κόμμα του οποίου ηγούνται είναι ανέφικτη, να είναι αξιωματική αντιπολίτευση παρά κυβέρνηση προκύπτουσα από σύμπραξη. Η φιλοδοξία αυτών των ηγετών εξαντλείται στο να φέρουν τον (χωρίς πολλή ουσία) τίτλο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτή η (στενόκαρδη; ή όπως αλλιώς εξηγείται) φιλοδοξία καταστρέφει στην ουσία το πνεύμα συνεργασίας και σύμπραξης συγγενών μεταξύ τους κομμάτων της αντιπολίτευσης, με περαιτέρω συνέπεια την εκ των πραγμάτων ενίσχυση και εδραίωση στην εξουσία της κυβερνώσας παράταξης. Μας αρκούν άραγε οι τίτλοι και όχι η ουσία;
Ανεξάρτητα όμως από συγκεκριμένες καταστάσεις στην ελληνική πολιτική σκηνή, πρέπει γενικότερα να επισημανθούν τα εγγενή μειονεκτήματα του δικομματισμού. Στο σύστημα αυτό η αντιπαράθεση δύο κομμάτων δημιουργεί συχνά οξύτητα κατά την επιδίωξη των δύο πλευρών να επικρατήσουν στον αγώνα κατάληψης της εξουσίας. Ετσι, αφενός διεγείρονται τα πάθη και φανατίζονται οι οπαδοί σε βάρος των πολιτικών ηθών (πρώτο δημοκρατικό μειονέκτημα του συστήματος) και αφετέρου το κόμμα που θα καταλάβει την εξουσία τη μονοπωλεί, μονοπώληση που συνιστά ένα δεύτερο δημοκρατικό μειονέκτημα. Διότι η δημοκρατία υποφέρει όταν συγκεντρώνεται υπερβολική εξουσία σε ένα μόνο κόμμα. Είναι μάλιστα τότε μοιραίο να υπάρχουν τάσεις αυταρχικής διακυβέρνησης.
Αλλά, για να επανέλθουμε στα καθ’ ημάς, το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι εναλλακτική λύση στη σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα θα υπάρξει μόνο αν επικρατήσει στα κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης ή σε ορισμένα απ’ αυτά (τα συγγενέστερα μεταξύ τους) ένα πνεύμα κατά το οποίο το καθένα, διατηρώντας την ταυτότητά του και την ιδεολογία του, εκδηλώνει άμεσα ή έμμεσα την αποδοχή του για συνεργασία, αν χρειασθεί, με άλλα κόμματα, μοιράζοντας μαζί τους την επιδιωκόμενη κυβερνητική εξουσία.
Ενα τέτοιο πνεύμα δεν σημαίνει υποχώρηση από αρχές και πεποιθήσεις και πάντως είναι δείγμα πολιτικού πολιτισμού. Το συναινετικό πνεύμα και ο σεβασμός προς τον αντίπαλο συνήθως δυστυχώς απουσιάζει ή, τουλάχιστον, υποχωρεί στην Ελλάδα, μολονότι είναι μείζον δημοκρατικό αίτημα. Οποιος με τη συμπεριφορά του απορρίπτει προοπτικές σύμπραξης καθιστά τον εαυτό του ιστορικά υπεύθυνο του τορπιλισμού εναλλακτικής λύσης.
Ασφαλώς υπάρχει το ενδεχόμενο η συνολική δύναμη των κομμάτων, που δέχονται τη σύμπραξή τους σε κυβέρνηση, να μην επαρκεί για την επίτευξη απόλυτης πλειοψηφίας στη Βουλή. Ο ισχύων εκλογικός νόμος προβλέπει ένα bonus εδρών για το πρώτο κόμμα, αν αυτό υπολείπεται της απόλυτης πλειοψηφίας. Το ίδιο προβλέπει και για συνασπισμούς κομμάτων, των οποίων όμως τη δύναμη δεν την υπολογίζει αθροιστικώς, αλλά με διαίρεση διά του αριθμού των συμπραττόντων κομμάτων! Η πρόβλεψη αυτή αποτελεί σκανδαλώδη μεθόδευση και πάντως είναι αντισυνταγματική.
Αν υπάρχει τέτοια ανάγκη για bonus εδρών, ώστε να επιτευχθεί ο σχηματισμός κυβέρνησης, λύση έτσι κι αλλιώς αμφίβολης δημοκρατικότητας, ιδίως σχετικά με την ισότητα της ψήφου των πολιτών, πάντως και τότε η δίκαιη λύση θα ήταν να υπολογίζεται το σύνολο των (αθροιζόμενων και όχι διαιρούμενων!) δυνάμεων των συμπραττόντων κομμάτων. Αυτή την ερμηνεία οφείλει να εφαρμόζει το Εκλογοδικείο (Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο). Οι ανώτατοι δικαστές θα πρέπει να αποφεύγουν να εκτίθενται σε κριτική ότι επηρεάζονται από πολιτικές σκοπιμότητες. Το κύρος της Δικαιοσύνης πρέπει να προστατεύουν πρωτίστως οι ίδιοι οι δικαστές.
*Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι επίτιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, ακαδημαϊκός.