Ζούμε σε μια εποχή πολλαπλών κρίσεων, ραγδαίων αλλαγών και βίαιων μετασχηματισμών. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ζούμε σε μια εποχή επαναστάσεων ή ότι η εποχή μας κυοφορεί μια επανάσταση; Είναι γνωστό ότι μια επανάσταση δεν ξεσπά μέσα σε συνθήκες ευημερίας και ομαλότητας. Θα πρέπει να έχει προηγηθεί μια περίοδος παρατεταμένης κρίσης σε πολλά επίπεδα, καθώς και ένας συνδυασμός τοπικών και διεθνών παραγόντων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι συνθήκες αυτές συντρέχουν σήμερα, αλλά μήπως αυτή δεν είναι εν γένει η ιστορική συνθήκη; Αφετέρου, το ενδεχόμενο μιας επανάστασης δεν εμπνέει μόνο προσδοκίες, σε όσους θεωρούν ότι μόνο μέσω μιας ολικής και δραματικής ανατροπής μπορεί να σχεδιαστεί ένα καλύτερο μέλλον, αλλά εμπνέει και φόβο σε όσους δεν επιθυμούν την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης και ενεργοποιεί αμυντικά αντανακλαστικά. Η άμυνα απέναντι στην επανάσταση μπορεί να πάρει πολλές μορφές αλλά κυρίως δύο: τη βίαιη μορφή της καταστολής ή την ήπια μορφή της μεταρρύθμισης. Ωστόσο, ας ξεκινήσουμε με μια διερεύνηση του περιεχομένου του ίδιου του όρου «επανάσταση».

Σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, η δύναμη αυτής της λέξης είναι μεγάλη. Γι’ αυτό και έχει χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιείται συνεχώς σε πολιτικά συνθήματα αλλά και στον κόσμο του καταναλωτισμού και της διαφήμισης. Η εταιρεία Nike χρησιμοποίησε σε διαφημιστικό της, το 1987, το διάσημο τραγούδι Revolution των Beatles που είχε γραφτεί το 1968, εποχή άνθησης των κοινωνικών κινημάτων. Οπως τραγουδούσε ο Τζον Λένον, «όλοι μας θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο». Η επανάσταση έχει λοιπόν μια παγκοσμιότητα που της επιτρέπει να βρίσκεται παντού, με αξιοθαύμαστη νοηματική ασάφεια. Αυτή η ασάφεια εξάλλου επιτρέπει να γίνεται κατάχρηση του όρου για να δηλωθεί κάθε δραματική αλλαγή, ανεξάρτητα από αιτίες, ή για να δοθεί αίγλη σε κάποια εξέγερση ή και πραξικόπημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λεγόμενη «Επανάσταση της 21ης Απριλίου», το δικτατορικό καθεστώς που επιβλήθηκε μέσω στρατιωτικού πραξικοπήματος το 1967 και που επέλεξε να ονομαστεί «επανάσταση» ακριβώς για να αποκτήσει κύρος, να προβάλει την ιδέα ότι εγκαινιάζει μια νέα αρχή στην ελληνική πολιτική ιστορία και να εμφανιστεί ως παράγοντας εθνικής αναγέννησης. Βεβαίως, ούτε ο τίτλος ούτε η προπαγάνδα έφταναν για να γίνει το πραξικόπημα «επανάσταση». Στα χρόνια εκείνα, και η λέξη και το σύμβολό της, ο αναγεννώμενος φοίνικας (το περίφημο «πουλί» της δικτατορίας), τροφοδοτούσαν ειρωνικά ανέκδοτα. Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις που η ταμπέλα της «επανάστασης» χρησιμοποιείται για να νομιμοποιηθούν πολιτικές ή πολιτειακές παρεκτροπές. Πραξικοπηματίες και δικτάτορες θέλουν κι αυτοί να λέγονται «επαναστάτες».

Ο γνωστός ιστορικός Ερικ Χομπσμπάουμ χρησιμοποίησε τον όρο «διπλή επανάσταση» για να περιγράψει τη σύμπτωση Γαλλικής και Βιομηχανικής Επανάστασης στα τέλη του 18ου αιώνα και τον τίτλο «Εποχή των Επαναστάσεων», για το βιβλίο του που καλύπτει την περίοδο 1789-1848. Οι δύο αυτές επαναστάσεις πρόσφεραν την «εκρηκτική ύλη» για μια σειρά ριζικών αλλαγών στους τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας και της ιδεολογίας. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την Αμερικανική Επανάσταση που είχε προηγηθεί και η οποία επίσης είχε σημαντικές συνέπειες για την παγκόσμια ιστορία. Είναι σε εκείνη ακριβώς τη συγκυρία της επαναστατικότητας που και οι Ελληνες έκαναν τη δική τους Επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ίδρυσαν το ανεξάρτητο κράτος τους. Η «Εποχή των Επαναστάσεων» τελειώνει, σύμφωνα με την περιοδολόγηση του Χομπσμπάουμ με την «Ανοιξη των Λαών», τα επαναστατικά κινήματα του 1848, τα οποία ωστόσο δεν πέτυχαν τα αποτελέσματα που επιδίωκαν. Αναμφίβολα, πρόκειται για τομή στην ευρωπαϊκή και συνακόλουθα την παγκόσμια ιστορία, της οποίας η κληρονομιά είναι ορατή και σήμερα. Εκτοτε, αντίστοιχης εμβέλειας υπήρξε η Οκτωβριανή Επανάσταση (1917), η οποία πράγματι είχε παγκόσμιες συνέπειες και τα πρόσφατα χρόνια, η ψηφιακή επανάσταση που έχει κυριολεκτικά ανατρέψει τις συνθήκες μέσα στις οποίες σκεφτόμαστε, μαθαίνουμε, δημιουργούμε, εργαζόμαστε, κοινωνικοποιούμαστε, ακόμη και ερωτευόμαστε.

Ζούμε σήμερα σε έναν κόσμο πολυπολικό, διασυνδεδεμένο, ψηφιακά επιτηρούμενο, με αναπαραγόμενες ανισότητες και με μια σαφή στροφή προς τον συντηρητισμό, τουλάχιστον στις μεγάλες δημοκρατίες της Δύσης, ενώ η βία διαχέεται σε όλες τις μορφές της στις κοινωνίες, με κορύφωση βεβαίως τις πολεμικές συρράξεις και την εξόντωση πληθυσμών. Ο αυταρχισμός επανακάμπτει και είναι της «μόδας», όχι μόνο στο επίπεδο των πολιτικών καθεστώτων αλλά και στη διάχυτη κουλτούρα της καθημερινότητας – ένας «μπανάλ αυταρχισμός», για να παραφράσω τον «μπανάλ εθνικισμό» του Μάικλ Μπίλιγκ. Οι άνθρωποι, κυρίως οι ευάλωτες ομάδες, νιώθουν όλο και περισσότερο απογοητευμένοι και οργισμένοι από την καθημερινότητά τους, προσφεύγοντας σε ακροδεξιούς ιδεολογικούς χώρους, ενώ οι νέοι που βρίσκονται μπροστά στην ανεργία και σε προσωπικά αδιέξοδα επιλέγουν το φθηνό placebo του αυταρχισμού. Υπάρχει μια διάχυτη επιθυμία για αλλαγή, η ουτοπική προσδοκία ενός καλύτερου κόσμου.

Το ερώτημα εντούτοις αφορά το περιεχόμενο και τα μέσα της αλλαγής. Πολύ συχνά ως αλλαγή νοείται η επιστροφή σε παραδοσιακές αξίες και όχι η επαναστατική φυγή προς τα εμπρός. Εχουμε διαπιστώσει εξάλλου τις τελευταίες δεκαετίες – και όχι μόνο – ότι οι κοινωνικές εντάσεις δεν οδηγούν σε κοινωνική χειραφέτηση αλλά σε μισαλλοδοξία, εθνικισμό και ακροδεξιό εξτρεμισμό. Αν λοιπόν αναγνωρίσουμε το δικαίωμα της εξέγερσης που, σύμφωνα με τον Τζον Λοκ, έχει ο λαός εφόσον ο ηγεμόνας διαρρήξει το κοινωνικό συμβόλαιο που έχει υπογράψει με τον λαό, θα πρέπει να παραδεχτούμε και ότι η εξέγερση δεν οδηγεί πάντα σε εκδημοκρατισμό της διακυβέρνησης. Και αν συμφωνήσουμε ότι χρειαζόμαστε μια νέα Εποχή των Επαναστάσεων, θα πρέπει να ορίσουμε το επαναστατικό υποκείμενο στη σύγχρονη εποχή, καθώς και τις μορφές συλλογικής δράσης που θα μπορέσουν να απαντήσουν στα νέα προβλήματα χωρίς να ανατρέχουν σε παλιές συνταγές.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.