Κάθε φορά που επισκεπτόμουν τον τάφο του πεθερού μου, έβλεπα παραδίπλα, στον τάφο μιας νέας γυναίκας, έναν άντρα και ένα έφηβο κορίτσι. Μολονότι συχνά ανταλλάσσαμε έναν χαιρετισμό (τα νεκροταφεία το έχουν αυτό, είναι ένας χώρος εστίασης), δεν είχαμε σταθεί να μιλήσουμε.

Μια φορά, ο άντρας, βλέποντας ότι έσπασε το ποτιστήρι του (τα νεκροταφεία το έχουν και αυτό: όλοι διαθέτουν κι από ένα kit με τα κατάλληλα ταφικά χρειαζούμενα), με πλησίασε ζητώντας μου να του δανείσω το δικό μου. Κι έτσι, αναπόφευκτα, πιάσαμε την κουβέντα και έμαθα πως είχε χάσει τη σύζυγό του από την επάρατη νόσο και έκτοτε επισκεπτόταν το μνήμα με τη μοναχοκόρη του.

Με το κορίτσι δεν έτυχε να συνομιλήσουμε ποτέ. Ηταν, όπως είπα, έφηβη, με όλη τη σημασία της λέξης: φράντζα που έκρυβε τα 2/3 του οπτικού πεδίου, τζιν παντελόνι, μαύρη ζακέτα τρία νούμερα μεγαλύτερη, αφτιά, χείλη, φρύδια γεμάτα από αυτά που η γερουσία του χωριού αποκαλεί «χαλκάδες». Δεν πλησίαζε πολύ τον τάφο, παρεκτός όταν ο πατέρας της ήθελε βοήθεια με τα καθημερινά τελετουργικά (άναμμα θυμιατού, έλεγχος φλόγας καντηλιού, πότισμα γλαστρών, σκούπισμα νερών, απομάκρυνση μυρμηγκιών). Είχε διαρκώς ένα ύφος «δεν με πολυνοιάζει κιόλας βασικά», που μου φαινόταν αβάστακτα γλυκόπικρο.

Το πόσο την ένοιαζε στην πραγματικότητα μόνο εκείνη μπορεί να το ξέρει. Ηταν κορίτσι, στην εφηβεία (τη χειρότερη ηλικία του ανθρώπου) και μόνη με έναν μπαμπά που φαινόταν από μακριά ότι τα είχε απολύτως χαμένα, αν και την ίδια στιγμή απέπνεε απερίγραπτη καλοσύνη, απερίγραπτη θέληση να είναι εκεί, να παρέχει ασφάλεια, υποστήριξη, αγάπη. Φαινόταν καλός μπαμπάς, αλλά και πάλι, δεν ήταν μαμά.

Δεν ήταν η μαμά, που δεν θες να τη βλέπεις μπροστά σου στην εφηβεία σου και ταυτόχρονα δεν είσαι σε θέση ούτε για τη διαδικασία της εισπνοής και της εκπνοής αν δεν είναι εκείνη από δίπλα να σου λέει πώς να το κάνεις. Δεν ήταν η μαμά, που τολμάει να σε πάρει τηλέφωνο ενώ είσαι με τους φίλους σου κάνοντάς σε ρεζίλι και ταυτόχρονα είναι η μόνη που δεν ντρέπεσαι να της ζητήσεις μια θερμοφόρα για τους πόνους της περιόδου.

Δεν ήταν η μαμά, που σε κριντζάρει (που λένε και οι νεολαίοι) μέχρι εκεί που δεν παίρνει με αυτό το κακό συνήθειό της να τα ξέρει όλα και ταυτόχρονα κρατάει τον κόσμο σου όρθιο για τον ίδιο ακριβώς λόγο.

Ποτέ δεν γνώρισα άνθρωπο που βίωσε την απώλεια της μητέρας του και το πήρε καλά. Οπωσδήποτε συμβαίνει κι αυτό, αλλά μέχρι σήμερα δεν έτυχε να συναντήσω τέτοια περίπτωση. Είτε είσαι πέντε, είτε δεκαπέντε, είτε πενήντα πέντε, η απώλεια της μητέρας είναι συντριπτική. Το μόνο που αλλάζει ανάλογα με την ηλικία στην οποία βρίσκεσαι είναι η συνείδηση της επιβιωτικής ικανότητάς σου (αν είσαι μεγαλύτερος, ξέρεις ότι η ζωή θα συνεχιστεί – αν είσαι μικρότερος, νομίζεις ότι κάποιος σου κάνει μια πάρα πολύ κακή πλάκα).

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια τάξη. Σκληρή και απαίσια, αλλά τάξη. Αυτή υποτίθεται πως είναι η φυσική πορεία των πραγμάτων: πρώτα φεύγει ο γονιός, μετά το παιδί. Φυσική πορεία είναι, βέβαια, και το να φεύγεις στα ογδόντα αντί στα σαράντα, αλλά αυτό είναι δεύτερο στη μακάβρια ιεραρχία της φυσικής λογικής. Σε σύγκριση με το παιδί σου, σου αρμόζει πάντα η εγγύτερη στον θάνατο θέση.

Οταν αυτή η πορεία αντιστρέφεται και το παιδί φεύγει πριν από τον γονιό, καθίσταται αφύσικη. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς αισθάνεται ένας γονιός που χάνει το παιδί του. Εχω βιώσει απώλειες, όπως όλοι, αλλά, παρότι είμαι σε θέση να αντιληφθώ το βάρος μιας τέτοιας απώλειας και να νιώσω συμπόνια, δεν βιώνω τον ίδιο ακριβώς πόνο. Μπορώ μονάχα να υποθέσω πως είναι ένας πόνος ο οποίος υπερβαίνει εκείνον του αποχωρισμού, της έλλειψης, της ανεπίδοτης αγάπης που μένει και λιμνάζει μέσα σου όταν χάνεις κάποιον δικό σου.

Εάν υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζωάκι όπως όλα τα άλλα, πιστεύω πως η απώλεια του παιδιού πατάει μέσα του ένα αρχέγονο κουμπάκι που θέτει σε λειτουργία την απόλυτη υπαρξιακή φρίκη. Διότι, αν ο άνθρωπος είναι ένα ζωάκι όπως όλα τα άλλα, πίσω από τους βαυκαλισμούς μας περί φιλοσοφίας και τέχνης δεν έχουμε και πολλά να κάνουμε: μόνο να ζευγαρώσουμε, να παραγάγουμε απογόνους, να τους αναθρέψουμε και να πεθάνουμε. Απαξ και αποφασίσουμε να ακολουθήσουμε αυτή την πορεία, η απώλεια του απογόνου μας σημαίνει απώλεια του ίδιου του νοήματος της ύπαρξής μας.

Κάποτε είχα παρακολουθήσει ένα βίντεο με κάτι σαν γκάλοπ για μητέρες. Ο καμεραμάν έβαζε με τη σειρά διάφορες γυναίκες να καθίσουν μπροστά στον φακό και τις ρωτούσε εάν θα σκότωναν για το παιδί τους. Εκείνες απαντούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη: Ναι. Τους φαινόταν ευνόητο ότι θα σκότωναν για το παιδί τους. Κι εμένα μου φαίνεται ευνόητο. Δεν είμαι μητέρα η ίδια, αλλά αμέσως, στο άκουσμα μιας τέτοιας ερώτησης, φαντάζομαι πως έχω ένα παιδί το οποίο κινδυνεύει – και, ναι, θα επιχειρούσα να ανατρέψω τον κίνδυνο με κάθε μέσο, ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να σκοτώσω.

Η ερώτηση αυτή (όπως όλα τα γνωστά ηθικά ψευδοδιλήμματα) μπορεί να έχει παγίδες. Για παράδειγμα: Θα σκότωνες τον/τη σύζυγο του παιδιού σου εάν σου το πλήγωνε; Θα σκότωνες τον γείτονα του παιδιού σου εάν του έκλεβε επανειλημμένα το πάρκινγκ; Εάν το παιδί σου ήταν σε καρτέλ στην Κολομβία, θα σκότωνες μέλη του αντίπαλου καρτέλ γιατί και πόσα να κάνει μόνο του κι αυτό το δόλιο; Νομίζω ότι καμία από τις μητέρες του γκάλοπ δεν είχε κάτι τέτοιο κατά νου, όμως. Θα ήταν όλες έτοιμες να αφαιρέσουν μια ζωή για το παιδί τους σε μία περίπτωση: εάν απειλούνταν η δική του ζωή. Κατά συνέπεια, απάντησαν θετικά, επειδή αυτό είναι το πρώτο που σκέφτονται όταν ακούν τη φράση «…για το παιδί σου»: Για το παιδί μου είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση.

Μια ανθρώπινη κοινότητα θα έπρεπε να ευγνωμονεί γυναίκες που χάνουν τα παιδιά τους και εξακολουθούν να λειτουργούν πολιτισμένα και έννομα. Συχνά δεν καταλαβαίνουμε ότι το πένθος του γεννήτορα είναι ένα πένθος που θα μπορούσε να εκδηλωθεί μηδενιστικά, ακριβώς επειδή, στο ζωικό, ενστικτώδες μέρος που μας αναλογεί, ισοδυναμεί με ακύρωση της ύπαρξής μας. Δεν θα με σόκαρε τίποτα σε έναν γονιό (μητέρα ή πατέρα) που μετατρέπεται σε ζώο για το παιδί του – ίσως δεν θα το δικαιολογούσα κοινωνικά, όμως το αιτιολογώ βιολογικά.

Το μόνο που με σοκάρει είναι η πεποίθηση της κοινότητας πως κάποιος που χάνει το παιδί του είναι υποχρεωμένος να λειτουργεί πολιτισμένα. Δεν είναι. Αλλά το κάνει, για λόγους πρακτικούς, όταν διαπιστώνει ότι αυτή η φάρμα είναι πλήρης ζώων. Κάποιος ανάμεσά μας πρέπει να σταθεί ορθός.

Η κοινή εμπειρία της γειτονιάς

Ενίοτε, επιστρέφοντας σπίτι ταλαιπωρημένη, νιώθω μια αγαλλίαση όταν μπαίνω στον δήμο μου, όλο και εντονότερα όσο πλησιάζω τη γειτονιά μου. Βρίσκομαι επιτέλους κάπου οικεία. Ξέρω ότι θα βρω κίνηση σε μια διασταύρωση, ξέρω ότι σε έναν δρόμο γίνονται έργα και θα δεινοπαθήσω, αλλά δεν με νοιάζει. Απλώς χαίρομαι που είμαι εκεί. Οταν κολλάω στα φανάρια, παρατηρώ τους περαστικούς και συλλογίζομαι ότι, για κάποιους, τα «μέρη μου» είναι και δικά τους.

Εχουμε ίδιες εικόνες στον νου μας, ίδιους δρόμους, ίδια δέντρα, ίδιες εισόδους πολυκατοικιών. Εχουμε τον ίδιο οικείο τόπο. Το περιβάλλον που σκέφτομαι αναπολώντας τη γειτονίτσα μου δεν είναι δικό μου. Το μοιράζομαι με ανθρώπους που δεν γνωρίζω καν. Δεν τους γνωρίζω, αλλά και πώς να τους αποκαλέσω «ξένους» όταν η εμπειρία μας είναι τόσο κοινή; Οσο το σκέφτομαι, νομίζω ότι κανέναν άνθρωπο στη Γη δεν θα μπορούσα να αποκαλέσω ξένο.