Μετά από μια τρανταχτή αποτυχία (η φετινή πορεία της Εθνικής μας στα προκριματικά του Μουντιάλ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς), δεν επιτρέπονται αποσιωπήσεις, ούτε η συνήθης ελληνική τέχνη της διάχυσης και εξαφάνισης ευθυνών.

Όταν κάτι καταρρέει θορυβωδώς, οι εξηγήσεις πρέπει να ακούγονται καθαρά. Και να αφορούν όλους: παίκτες, παράγοντες, και φυσικά τον ίδιο τον Γιοβάνοβιτς, που δεν δικαιούται να κυκλοφορεί με το άυλο διαβατήριο της μη κριτικής που συχνά του προσφέραμε. Από αυτή τη σκοπιά, το 0-0 με τη Λευκορωσία στο παγωμένο Ζαλεγκέρζεγκ ήταν απλώς η τελευταία πινελιά σε έναν καμβά ήδη θολό και μουντό. Μια ισοπαλία που, αν μη τι άλλο, απέδειξε δύο πράγματα: ότι η Ελλάδα μπορεί να κρατάει το μηδέν και ότι μπορεί να μη σκοράρει ούτε από… ευσπλαχνία της τύχης.

Επί Γιοβάνοβιτς και τα δύο αποτελούν σχεδόν εξωτικά φαινόμενα, όμως εμφανίστηκαν μαζί, σαν ειρωνικό κλείσιμο της αυλαίας. Ο ομοσπονδιακός, ενώ είχε μιλήσει για ευρύτερο rotation, τελικά προτίμησε μια περισσότερο συντηρητική εκδοχή του.

Η ευθύνη

Το πρώτο ημίχρονο κύλησε σαν χλιαρή σούπα, με τον Τζόλη να βάζει μια πρέζα από ένταση και τους άλλους να κοιτούν μήπως η μπάλα αποφασίσει μόνη της να πάει στα δίχτυα. Δεν πήγε. Στο δεύτερο ημίχρονο η ομάδα ανέβασε για λίγο στροφές, πριν πέσει ξανά σε μια υπνωτισμένη κανονικότητα.

Τα δοκάρια των Μασούρα και Τζόλη έδωσαν λίγο θόρυβο, αλλά χωρίς παιχνίδι από τον άξονα και συνδυαστικό ποδόσφαιρο η παραγωγικότητα εξαφανίστηκε. Τουλάχιστον η άμυνα στάθηκε όρθια, μία από τις σπάνιες φετινές χαρές. Ο Γιοβάνοβιτς παραδέχτηκε πως δεν ήταν ευχαριστημένος. Αλλά το ζήτημα δεν είναι πια η δυσαρέσκεια· είναι η ευθύνη.

Η Εθνική μπαίνει στο Nations League της πρώτης κατηγορίας και αν δεν θέλει να γίνει σάκος του μποξ, πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει την ίδια της τη γύμνια. Η άμυνα παραμένει εύθραυστη, οι ικανοί κόφτες αναζητούνται (ίσως βρεθεί ένας στο πρόσωπο του Νεκτάριου Τριάντη), ενώ οι ταλαντούχοι επιθετικοί της ομάδας δεν έχουν, όσο χρειάζεται, την ανασταλτική δουλειά στο ρεπερτόριό τους.

Κοντοστεκόμαστε;

Και, μέσα σε όλα, συνεχίζουμε να ακούμε για «οικογενειακό κλίμα». Ωραία. Αρκεί όμως να θυμόμαστε ότι το οικογενειακό κλίμα είναι εργαλείο για την επίτευξη στόχων, όχι αυτοσκοπός που τον κορνιζάρουμε. Όταν η ομόνοια παρουσιάζεται ως επιτυχία καθαυτή, τότε μάλλον υπάρχει πρόβλημα: οι προκρίσεις παίζονται στο γήπεδο, όχι στο σαλόνι της οικογένειας.

Την ώρα που εμείς σβήναμε το φως με ένα άκακο 0-0, οι Σκωτσέζοι ξανάγραφαν την ιστορία τους παίρνοντας πρόκριση μετά από 28 χρόνια. Έκαναν λάθη, τους άσκησαν κριτική, άντεξαν, προχώρησαν. Είχαν ένα κυνισμό που θύμιζε την Εθνική μας επί Ρεχάγκελ ενώ υστερούσαν φανερά σε ποιότητα.

Εμείς ακόμη ψάχνουμε τι φταίει και μοιάζει να… κοντοστεκόμαστε μπροστά στην ανάγκη να προχωρήσει η ανανέωση χωρίς λογικές δημοσίων σχέσεων και διατάραξης του οικογενειακού κλίματος που έτσι και αλλιώς υπήρχε για χρόνια στην Εθνική αλλά συσσώρευε αποκλεισμούς και αποτυχίες.