Κάθε φορά που μιλάμε για τον τρόπο ζωής των νέων παιδιών, ξυπνάει μέσα μας ο πολιτισμικός πεσιμισμός του Oσβαλντ Σπέγκλερ. Λογικό, είμαστε μια χώρα που γερνάει ταχύτατα και όταν ο ριζοσπαστισμός της ανδρόπαυσης ή της εμμηνόπαυσης αρπάζει φωτιά μπροστά στο πληκτρολόγιο, προκύπτουν στηλιτευτικά κείμενα για το παρόν με πινελιές ελεγειακής νοσταλγίας για τη χαμένη μας νιότη, μαζί με αντιμεταθέσεις συμφώνων και φωνηέντων, αν γράφουμε στο κινητό, λόγω της επελαύνουσας πρεσβυωπίας.

Στο μεταφιλελεύθερο μιγαδικό περιβάλλον που ζούμε, μοιράζοντας τη ζωή μας μεταξύ φυσικού και διαδικτυακού κόσμου, συχνότατα μάλιστα ως σχιζοειδή υποκείμενα που σταδιακά χάνουν την αίσθηση του πραγματικού και παρουσιάζουν διαφορετικές προσωπικότητες ανά περίσταση, οι καθ’ ημέραν ηθικοί μας πανικοί στις γιορτές ασημαντότητας που οργανώνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βαίνουν ολοένα αυξανόμενοι.

Αν συγκρίνουμε, πάντως, τα παιδιά της δικής μας εποχής με εκείνα της «σύντομης» δεκαετίας του 1960 (που ήταν μια γενιά πολιτισμικής έκρηξης και κοινωνικής κινητικότητας) ή της Mεταπολίτευσης (που ήταν μια γενιά με οράματα ανατροπής), δεν βρίσκουμε πολλά κοινά σημεία επαφής. Αν η εκρηκτική ως προς τις τέχνες και τα γράμματα γενιά του ’60 αναμετρήθηκε με τις αντιφάσεις της μετεμφυλιακής ταυτότητας και η γενιά του ’70 εναντιώθηκε με ρομαντική οργή και έναν παλαιοδιαθηκικού χαρακτήρα πολιτικό ευσεβισμό στην εποχή της, σήμερα μπορεί να πει κανείς πως δεν υφίσταται καν η νεολαία ως συλλογικό υποκείμενο.

Παλιότερα – τα συνοψίζει σωστά ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος στη Στρεβλή πορεία 1960-1974 – η στενή οικογενειακή επιτήρηση και ο τρόπος διαρρύθμισης των πολυκατοικιών έβγαζαν τους νέους αναγκαστικά στον δημόσιο χώρο (γειτονιά, σφαιριστήρια, γήπεδα, πολιτικές και θρησκευτικές οργανώσεις), σήμερα φυτεύοντάς τους από νωρίς ένα κινητό στο χέρι και ένα ακουστικό στο αφτί για να έχουμε εμείς οι ενήλικοι την ησυχία μας, δημιουργούμε απομονωμένες και ανεπικοινώνητες νησίδες πολιτικού κυνισμού. Eχει χαθεί η εμπειρία του «έξω» και του «μαζί», οπότε τα παιδιά ακόμα και όταν συναντιούνται διά ζώσης δεν εγκαταλείπουν την ψυχολογική ασφάλεια του κινητού και το πολύ-πολύ συνυπάρχουν σε παιχνίδια της οθόνης.

Η υπερδικτυωμένη εποχή μας δημιουργεί εθισμούς για να αντισταθμίσει τις ελλείψεις, οχυρώνει τις αβεβαιότητες με διανοητικούς κομφορμισμούς, κυρίως όμως παράγει παιδιά χωρίς παιδική ηλικία∙ και αντίστοιχα μια γενιά ανθρώπων που αρνούνται την ευθύνη να γίνουν δάσκαλοι.

Η πολυσυζητημένη κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών δεν προκύπτει μόνο για λόγους επαγγελματικής αποκατάστασης, αντίθετα: είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτερης κρίσης υπαρξιακού νοήματος. Από το Πολυτεχνείο και μετά η μόνη διαμαρτυρία που είχε ως υποκείμενό της νέους ανθρώπους ήταν η μηδενιστική έκρηξη βίας που ακολούθησε τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, το 2008.

Ξεπερνώντας την αφορμή της αστυνομικής αυθαίρετης και ακατανόητης οπλοχρησίας, τα «νέα Δεκεμβριανά», όπως χαρακτηρίστηκαν από τους θεωρητικούς υπερασπιστές τους, απαντούσαν με τρόπο αυτοδικαιωτικά απαξιωτικό στη δυσφορία της εποχής, ανάλογο με αυτόν με τον οποίο τους απευθυνόταν η πολιτική εξουσία: σε μια κουρασμένη από τη συνεχή σκανδαλολογία διαχειριστική δημοκρατία, η νεανική οργή υπέκυψε στιγμιαία στο συναίσθημα και στη φαντασμαγορία της καταστροφής που λειτούργησε εκτονωτικά, χωρίς δηλαδή να προβάλλει ουσιαστικά πολιτικά αιτήματα.

Eμεινε στα ρηχά, και η Ιστορία δείχνει πως όταν κυριαρχεί η ηθική συνθηματολογία στον δημόσιο λόγο, οι συντηρητικές δυνάμεις συσπειρώνονται ή, ακόμα χειρότερα, επικρατούν αμέσως μετά και ακροδεξιές αντιλήψεις.

Τα σημερινά παιδιά θα μάθουν σύντομα πως οι γονείς τους φρόντισαν να υποθηκεύσουν το μέλλον τους, ότι τα περιθώρια κοινωνικής – οικονομικής τους ανόδου είναι περιορισμένα. Το νέο αφήγημα είναι πως για την επαγγελματική τους αποκατάσταση δεν παίζουν ρόλο τα πτυχία και η δύσκολη γνώση όσο το life coaching και οι δεξιότητες ζωής. Οι απανωτές διαψεύσεις, σε συνδυασμό με το φαντασιακό πρότυπο μιας απρόσιτης ευτυχιοκρατίας, φέρνουν την ωμή βία στο προσκήνιο. Είναι καιρός να σκεφτούμε πολύ σοβαρά τι αξιακό προσανατολισμό ζωής τους προσφέρουμε.

Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ» και εκπαιδευτικός.