Τα πρώτα ρεπορτάζ του καλοκαιριού, κάθε που πλησιάζουν οι μέρες, είναι το κόστος των διακοπών. Ακτοπλοϊκά εισιτήρια, διαμονή, φαγητό. Το ράλι των τιμών το παρακολουθούμε αμήχανοι. Αν σε αυτό προσθέσεις την ιδιωτικοποίηση παραλιών, την αυθαίρετη δόμηση μονάδων προς τουριστική χρήση και την εποχική οικειοποίηση περιοχών-φιλέτο, το τοπίο γίνεται πνιγηρό. Τα επιχειρήματα περί θέσεων εργασίας και περί ανάγκης ακριβού τουρισμού για να αυξηθεί το εθνικό έσοδο ακούγονται σαν οικονομικές αναλύσεις Δημοτικού. Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει παρά μόνο ότι κάποιοι θησαυρίζουν εις βάρος του συνόλου.
«Με 14.000 χιλιόμετρα ακτογραμμή, έχετε τόσες επιλογές για μπάνιο, με τόσες δεκάδες νησιά μπορείτε να επιλέξετε τα φθηνά». Ακραίος κυνισμός που βαφτίζεται οικονομικός σχεδιασμός για να κρύψει αυτό που πραγματικά είναι, γιουρούσι στον δημόσιο χώρο, πλιάτσικο του κοινού μας τόπου.
Ο δημόσιος χώρος είναι ένα αγαθό που δεν σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητά μας αλλά με κάτι εξίσου σημαντικό, με την κοινωνικότητα, με τους δεσμούς που αναπτύσσονται ανάμεσα στους πολίτες. Τουλάχιστον στις δημοκρατικές χώρες. Ο ελεύθερος χώρος όπως και ο ελεύθερος χρόνος είναι βασικοί πυλώνες της ποιότητας ζωής. Η κατάργησή τους βαθαίνει ρήγματα, ενθαρρύνει αποκλεισμούς και στο τέλος εκείνο που μένει είναι κοινωνικό μίσος που δεν έχει να κάνει με ζήλεια των φτωχών απέναντι στους πλούσιους – ευκολάκι αυτός ο αφορισμός – αλλά με την εδραίωση ενός τραυματισμένου αισθήματος δικαιοσύνης και ισονομίας.
Δεν χορταίνεται η πείνα για εύκολο κέρδος, δεν φρενάρει το πάθος για τρελές αποδόσεις, δεν νικιέται η μισανθρωπική ρητορική πως δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Αυτό το τελευταίο είναι το μόνο σίγουρο, δεν είμαστε. Συγκρούονται δύο τόσο αντίθετες φιλοσοφίες για τον άνθρωπο, δεν ξέρω αν υπάρχουν κοινοί αρμοί πια. Μια δημοκρατική κοινωνία οφείλει να λειτουργεί ενωτικά, να γεφυρώνει, να μην αβαντάρει τις ανισότητες, να μην ειρωνεύεται τους ανυπεράσπιστους και τους αποκλεισμένους.
Πολύ χιουμοράκι έχει πέσει τελευταία ενάντια σε όσους δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν δέκα μέρες διακοπές με την οικογένειά τους. «Να πάτε στα χωριά σας, να πάτε στη Λούτσα». Φέρονται σαν συγγενείς πρώτου βαθμού τσιφλικάδων που τους ανήκει αέρας, γη και θάλασσα. Αισθάνεσαι πως το κράτος υπάρχει για να ικανοποιεί τις επιθυμίες όσων μπορούν να τις πληρώσουν.
Και όλα αυτά δίχως να πείθει ούτε στο ελάχιστο ότι νοιάζεται. Δεν νοιάζεται. Διαχειρίζεται, δεν επεμβαίνει, δεν διορθώνει, μοιάζει με ιερατείο που απλά αποδέχεται τη «βούληση του Θεού» πως πάντα θα υπάρχουν δυνατοί και αδύνατοι και παίρνει το μέρος των δυνατών – σιγά μην αλλάξουμε εμείς τον κόσμο.
Η αναγόρευση του τουρισμού ως βαριά βιομηχανία της χώρας που κλείνει τρύπες είναι μια χαρά άλλοθι για όσους δεν θέλουν ή δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για σωστή ανάπτυξη. Τους φαντάζομαι να μετράνε λεφτά στο τέλος της σεζόν και να λένε «δόξα τω Θεώ, δεν χρειάζεται να κάνουμε εμείς τίποτα».
Ο καθένας φροντίζει μόνος του τον εαυτό του. Στις ζούγκλες.