Στενοχωριέμαι λιγάκι τελευταία όταν διαβάζω από διάφορους φίλους ή σχολιαστές, που συμβαίνει και να συμπαθώ ιδιαίτερα, διάφορα μικρά ή μεγάλα «αναθέματα» για το ελληνικό μας καλοκαίρι. Είναι πολύ διαδεδομένη τελευταία μία άποψη με βάση την οποία η κάποτε αγαπημένη μας εποχή εξελίσσεται σε σεζόν η οποία στον μέσο Ελληνα προκαλεί μόνο δυσφορία.
Επισημαίνεται π.χ. ότι το καλοκαίρι είναι πλέον «η περίοδος των πυρκαγιών και όχι των διακοπών». Τονίζεται ότι για τον μέσο Ελληνα το καλοκαίρι «έχει ακριβύνει τόσο πολύ που κοντεύει να γίνει ανυπόφορο πρώτα απ’ όλα για την τσέπη του» και πως είναι ένας λόγος που ο ίδιος καταλαβαίνει πόσο δύσκολη έχει γίνει η ζωή του. Ακούω επίσης από πολλούς να επισημαίνουν ότι οι καύσωνες του καλοκαιριού μάς είναι πλέον αφόρητοι και πάρα πολύ επικίνδυνοι και δεν είναι λίγοι αυτοί που περιγράφουν το καλοκαίρι ως το διάστημα της χρονιάς που όταν περνάει νιώθουμε έως και ανακούφιση.
Ειλικρινά, δεν περίμενα ότι αυτά τα πράγματα θα τα άκουγα ποτέ για το καλοκαίρι μας. Πίστευα πάντα πως η γκρίνια που αφορά το θέρος έχει να κάνει κυρίως με το ότι μεγαλώνουμε. Μεγαλώνοντας νοσταλγούμε συνήθως τα παλιά ωραία πράγματα και το ελληνικό καλοκαίρι ήταν πάντα ωραίο. Πίστευα πως όποιος για το καλοκαίρι γκρινιάζει, γκρινιάζει γιατί όταν αυτό έρχεται συνειδητοποιεί πως περνούν τα χρόνια.
Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι μεγαλώνοντας αποκτούν μια εμπειρία που επιτρέπει καλύτερες κρίσεις, όμως από την άλλη η αίσθηση της απώλειας, που μεγαλώνοντας αποκτάς, παίζει περίεργα παιχνίδια. Ομως όσοι παραπονιούνται για το ελληνικό θέρος τώρα, δεν το κάνουν γιατί νοσταλγούν τα παλιά καλοκαίρια, αλλά το περιγράφουν ως κάτι που αποτελεί πρόβλημα. Και αυτή την προσέγγιση ποτέ δεν την περίμενα. Κυρίως γιατί πλασάρεται με επιχειρήματα ορθολογικά και δεν είναι αποτέλεσμα νοσταλγίας.
Αφήνω τον ορθολογισμό στην άκρη. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το ελληνικό καλοκαίρι είναι κάτι σαν χαρά Θεού απλά γιατί το χαίρομαι: η χαρά είναι αίσθηση, η υπερανάλυση συχνά τη μετριάζει, δηλαδή την καταστρέφει. Το καλοκαίρι μας δεν έρχεται βιαστικά ώστε να μας τρομάζει, αλλά σιγά-σιγά. Η θερμοκρασία στην Ελλάδα ξεκινά να ανεβαίνει μετά τον Απρίλιο, όταν αρχίζει σταδιακά να μικραίνει και η νύχτα.
Δεν βρισκόμαστε ως χώρα ούτε στην ίδια γειτονιά με τη Βραζιλία ούτε στη Νοτιοανατολική Ασία, ώστε να περνάμε απολύτως ξαφνικά, σαν κάποιος να γύρισε έναν διακόπτη, από την περίοδο των ασταμάτητων βροχοπτώσεων ή των μουσώνων, αντίστοιχα, σε μήνες με κανονικές συνθήκες. Οι θάλασσές μας παραμένουν καθαρές και μια ωραία παραλία τη βρίσκεις ακόμα παντού. Οι νύχτες του καλοκαιριού μας εξακολουθούν να είναι γλυκές και ευτυχώς και η διάθεση των ανθρώπων γίνεται καλύτερη τους δύο-τρεις θερινούς μήνες.
Το ελληνικό καλοκαίρι ήταν και παραμένει τρόπος ζωής. Χάρη σε αυτό αντέξαμε και την κρίση την προηγούμενη δεκαετία. Ανακαλύψαμε, για παράδειγμα, ότι μπορούμε να το χαιρόμαστε χωρίς να ψάχνουμε δωμάτια σε πανάκριβα ξενοδοχεία, χωρίς να ξοδεύουμε του κόσμου τα λεφτά για άνετες ξαπλώστρες και πολύχρωμα κοκτέιλ στα μπιτσόμπαρα, χωρίς αστακούς και αστακομακαρονάδες.
Στα χρόνια της κρίσης καλοκαιριάτικα εκτιμήσαμε εκείνο το σπίτι του παππού σε ένα χωριό που είχε κοντά μια παραλία. Διαπιστώσαμε πως σε ένα ωραίο πανηγύρι μπορεί να περάσεις καλύτερα από ό,τι ένα βράδυ σε ένα πανάκριβο wine bar, πως ωραίες περιοχές για διακοπές έχει και η ηπειρωτική Ελλάδα και ότι δεν χρειάζεσαι αεροπλάνο για να τις επισκεφθείς.
Στις μέρες της πιο βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής, το καλοκαίρι μας ερχόταν και έμοιαζε σαν παυσίπονο. «Μπορείτε να μας τα πάρετε όλα», λέγαμε, «εκτός από αυτό». Αυτό που τώρα έχουμε βαλθεί να το δυσφημήσουμε.
Δεν φταίει το καλοκαίρι μας για τις πυρκαγιές που ξεσπούν όταν έρχεται: αυτές οφείλονται στην ανεπάρκεια του κράτους μας να τις αντιμετωπίσει, πρώτα απ’ όλα προληπτικά. Δεν φταίει το καλοκαίρι μας για την αισχροκέρδεια: φταίει η έλλειψη των ελέγχων, η έφεση στην μπαγαποντιά – ίσως λίγο και η ίδια η ματαιοδοξία μας, που μας οδηγεί στο να πιστεύουμε ότι το ακριβό και το καλό είναι συνώνυμα και κάπως έτσι φθάνουμε να πληρώνουμε φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Δεν φταίει το καλοκαίρι μας για τον υπερτουρισμό, όπου αυτός παρατηρείται: όταν το λες αυτό είναι σαν να του ρίχνεις την ευθύνη γιατί είναι όμορφο. Και, ειλικρινά, δεν έχω καταλάβει από πότε η ομορφιά πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα.
Δεν φταίει το καλοκαίρι μας για τους καύσωνες: αν δεν σε βρει ο καύσωνας φυλακισμένο σε μια μεγάλη πόλη, μια χαρά τον αντιμετωπίζεις – λόγος για να φύγεις είναι ο καύσωνας και αν ζεις μακριά από τα βασίλεια του τσιμέντου που είναι τα αστικά κέντρα, σου αρκεί για να τον αντέξεις ένας απλός, χρήσιμος ανεμιστήρας. Και δεν φταίει φυσικά το καλοκαίρι μας για την ακρίβεια. Κυρίως γιατί δεν μου προκύπτει ότι οι χειμώνες μας είναι φθηνότεροι.
Ναι, είναι αλήθεια ότι για να πάει μια οικογένεια με δύο παιδιά σε ένα νησί ξοδεύει σχεδόν όσα είναι ο βασικός μισθός μόνο για διαμονή – αλλά μπορεί να ψάξει να βρει και έναν προορισμό όπου τα καταλύματα κοστίζουν ελάχιστα: πολλά υπάρχουν ακόμα, και αν το κράτος μας φρόντιζε να λειτουργεί ένα πρόγραμμα επιδότησης όλων αυτών των ξεχασμένων σπιτιών στην ελληνική επαρχία, θα είχαμε ένα σωρό ακόμα μέρη όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε κράτηση σε τιμές λογικές.
Είναι επίσης αλήθεια πως υπάρχουν μέρη που βουλιάζουν από κόσμο και πως η πολυκοσμία αυτή δεν σε αφήνει ούτε να ξεκουραστείς. Ωστόσο υπάρχουν και δεκάδες μέρη που (ακόμα έστω) δεν έχουν τέτοια προβλήματα – στην Ελλάδα είμαστε.
Και ακριβώς επειδή είμαστε στην Ελλάδα, δεν χρειάζεται να το διαβάλλουμε το καλοκαίρι μας. Και φυσικά δεν χρειάζεται να γκρινιάζουμε για την ύπαρξή του, γιατί αν έλειπε, τίποτα δεν θα μας γλίτωνε από τη δυστυχία μας.
Νομίζω ότι με το καλοκαίρι μάς συμβαίνει ό,τι και με όλα τα μικρά που θεωρούμε δεδομένα στη ζωή και δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο τυχεροί είμαστε που μας συντροφεύουν. Συνήθως καταλαβαίνουμε πόσο υπέροχα είναι μόνο αν τα χάσουμε. Αλίμονό σας, γκρινιάρηδες, αν το χάσετε το καλοκαίρι. Γιατί κάθε καλοκαίρι που περνά δεν το ξαναβρίσκεις ποτέ.



