Μεταξύ «τόπων μνήμης» και παροντισμού

Ε να φάσμα πλανάται πάνω από τη δυτική κοινωνία των αρχών του 21ου αιώνα, αυτό της διάχυτης νοσταλγίας. Φέτες δεκαετιών επανέρχονται στο προσκήνιο προκειμένου να ζυγιστούν, να μετρηθούν και να βρεθούν από άλλους ελλιπείς, από άλλους υπέρ το δέον επαρκείς. Δεν είναι παράξενο να συζητάμε για ένα παρελθόν που δεν έχει παρέλθει (κατά την εύστοχη φράση του Γουίλιαμ Φόκνερ), ο αναστοχασμός, η ανασημασιοδότησή του είναι αέναη διαδικασία συνυφασμένη με την ιστορική επεξεργασία του.

Καθώς η μνήμη του αποκτά ξεχωριστό βάρος για διαδοχικές γενιές, διαφορετικές όψεις του τίθενται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Μοιάζει όμως πλέον πιο επίμονη και πιο συγκρουσιακή η επίκληση των πτυχών του. Με την απόσταση από τον 20ό αιώνα να μεγαλώνει στον καθρέφτη τα παλαιότερα πολιτικά, οικονομικά, εργασιακά, οικογενειακά, επικοινωνιακά πρότυπα μένουν πίσω, υποκείμενα στην επιλεκτική λειτουργία της εξιδανίκευσης.

Υπαινικτικά, η δεκαετία του ’80, για παράδειγμα, χρόνος της εφηβείας των σημερινών πενηντάρηδων, αντικαθιστά προοδευτικά ως πεδίο πολιτισμικών αναφορών στη δημόσια σφαίρα εκείνη της δεκαετίας του ’60. Ο όψιμος μεταπολεμικός κόσμος (αλλά, ας σημειωθεί, ενίοτε και ο πυρήνας του σκληρού Ψυχρού Πολέμου) αποκτά από τη σκοπιά μιας μεταβατικής περιόδου τεχνολογικών μεταβολών, οικονομικών, υγειονομικών και γεωπολιτικών κρίσεων, απατηλά ίσως, τη μορφή της διάρκειας και της σταθερότητας που αυτή συνεπάγεται.

Ταυτόχρονα, ωστόσο, το χάσμα μεταξύ των ιδεών, των αξιών και των συμπεριφορών που συνθέτουν το κύριο ρεύμα των δύο εποχών τροφοδοτεί ένα ρεύμα επικριτικής προσέγγισης βασισμένο στην εκ των υστέρων ανάγνωση των δεδομένων.

Από την άποψη αυτή πρόσφατες διενέξεις όπως αυτές για τον Μ. Καραγάτση, τον Στέλιο Καζαντζίδη, όψεις της Μεταπολίτευσης ή το πολιτικό στίγμα του Κώστα Σημίτη, μεταξύ πολλών άλλων, εξελίσσονται σε ένα είδος πολέμου της νοσταλγίας όπου το παρελθόν και η συναισθηματική του συνθήκη γίνονται αντικείμενο διαμάχης.

Παρόμοιες αναμετρήσεις με επίδικο τη νοσταλγία προσελκύουν λόγω της φύσης τους τη δημοσιότητα, εφόσον λειτουργούν πολωτικά, συγκροτώντας στρατόπεδα, παράγοντας οξείες αντιθέσεις, κινητοποιώντας τα κοινωνικά μέσα. Χωρίς αμφιβολία συνιστούν έναν αξιοσημείωτο δείκτη των σημερινών κοινωνικών διακυμάνσεων. Αν όμως ο διάλογος περιορίζεται τελικά μεταξύ μιας εκδοχής «τόπων μνήμης» και ενός ακραιφνούς παροντισμού, περιορισμένη θα είναι και η ουσία του.

Νοσταλγική αναπόληση στο δύστυχο σήμερα

Του Παναγή Παναγιωτόπουλου

To 2011 η Ευρώπη βρίσκεται στην καρδιά της παγκόσμιας οικονομικής καταιγίδας. Η ύφεση, η φτωχοποίηση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού και η αποσάθρωση της μεσαίας τάξης είναι η ζοφερή πραγματικότητα των χωρών του Νότου – ειδικότερα της Ελλάδας, της οποίας η ύφεση προσεγγίζει στατιστικά εκείνη που προκάλεσε στις ΗΠΑ το κραχ του 1929. Εκείνη τη χρονιά βγαίνει στις αίθουσες μια σπουδαία, παρότι υποτιμημένη, ταινία του Γούντι Αλεν, της οποίας η δράση εκτυλίσσεται σε μια από τις πιο εμβληματικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στο Παρίσι.

Το σενάριο είναι άξιο αναφοράς: ένας αμερικανός σεναριογράφος που τον έχει εγκαταλείψει η έμπνευση μα με ακμαίο το πολιτισμικό κεφάλαιο, και λάτρης της Ευρώπης του 20ού αιώνα, ταξιδεύει στο Παρίσι με την ευκατάστατη σύζυγό του και την οικογένεια της.  Μέσα στις αποκλίνουσες ευαισθησίες τους όπως αυτές εκδηλώνονται πολλαπλώς σε αυτό το ταξίδι, ο ήρωας της ταινίας βιώνει μια εξωπραγματική εμπειρία. Μια μεθυσμένη νύχτα μεταφέρεται στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920. Κάθε βράδυ πηγαίνει «εκεί στο τότε» και κάθε πρωί επιστρέφει στο «τώρα».

Σε αυτές τις ονειρικές επισκέψεις βρίσκεται στην καρδιά των «ξέφρενων χρόνων», των «Années folles», και γνωρίζει όλους τους μεγάλους δημιουργούς και παγκόσμιους παράγοντες της τέχνης που έχουν συρρεύσει στη Μέκκα της ελευθερίας της εποχής.

Για τον ήρωα του Γούντι Αλεν η ζωή του έχει ξαναβρεί τη μαγεία της. Σε αντίθεση με τη γυναίκα του που ερωτοτροπεί με έναν ωραίο κύριο που ζει στο σήμερα, ο ίδιος γοητεύεται από την εποχή της μεγάλης γιορτής, της ελευθεριότητας και της δημιουργικής επιτρεπτικότητας. Κεραυνοβολείται συναισθηματικά δε από μια ερωμένη του Πικάσο με την οποία, σε μια ακόμη μαγική στιγμή, μεταφέρονται ακόμα πιο πίσω στον χρόνο, στην Μπελ Επόκ. Και έτσι θα παραμείνει τελικά, στον κόσμο του Γκογκέν και του Τουλούζ-Λωτρέκ αφήνοντας εκείνον του Χέμινγουεϊ και του Νταλί.

Το δίδαγμα της ταινίας είναι εξαιρετικά απλό: το εκάστοτε παρόν μάς προκαλεί δυσφορία και αναπολούμε μίαν άλλη εποχή, από την οποία διαλέγουμε εκείνα τα στοιχεία που αναδεικνύουν την αυθεντικότητα, κάποια αθωότητα, την ευρωστία και την ασφάλεια. Αυτός είναι ο θεμελιώδης μηχανισμός της νοσταλγίας: το δύστυχο σήμερα είναι η νοσταλγική αναπόληση του αύριο.

Αυτή όμως η κριτική της νοσταλγίας εδράζεται σε προϋποθέσεις ολοένα και λιγότερο αυτονόητες. Εύκολα μπορούσες κάποτε στο όνομα της αέναης νεωτερικότητας και της διαρκούς προόδου να κοιτάς με συγκατάβαση τους ρομαντικούς νοσταλγούς ενός όμορφου χθες που δεν ήταν και τόσο όμορφο ή να αντιμετωπίζεις πολιτικά τους αντιδραστικούς θιασώτες μιας σκληρής επιστροφής σε κάτι αξιακά υπέρτερο. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του μοντερνιστικού αντι-νοσταλγισμού, οι μέρες που ζούμε δίνουν μια δεύτερη ευκαιρία σε αυτό που θα μετονομάζαμε «ευμενή επίσκεψη στο παρελθόν».

Ο πρώτος λόγος είναι κυρίως γνωστικός. Η νοσταλγία είναι ένας τρόπος επίσκεψης στον εαυτό μας και ένα ενέργημα που, όταν πραγματώνεται με λεπτότητα και γνώση, γεφυρώνει διαγενεακά χάσματα. Εξάλλου, νοσταλγία νιώθουν ευκολότερα οι νέοι που δεν έζησαν κάτι παρά οι μεγάλοι που θυμούνται επακριβώς. Η έλλογη και μετρημένη επίσκεψη στη ζωή των προγόνων, ακόμα και των άμεσων, είναι γνωριμία μαζί τους και βαθύτερη νοηματοδότηση της δύσκολης σχέσης μικρών – μεγάλων.

Υπάρχει όμως και σοβαρός πολιτικός λόγος που η νοσταλγία δικαιούται μια ευκαιρία στη ζωή μας. Είναι ευρέως αποδεκτό, ακόμα και για τους αμέριμνους του αγοραίου ή/και δικαιωματικού υπερ-φιλελευθερισμού, ότι ο κόσμος τείνει προς το χειρότερο.

Η συρρίκνωση της δημοκρατικής μεσαίας τάξης στη Δύση, η κυριαρχία του ολοκληρωτικού Ισλάμ, η ευκολία με την οποία οι λαοί, οικειοθελώς, εγκαταλείπουν δημοκρατικές αρχές χάριν της ασφάλειάς τους, η ομόλογη και πιο προωθημένη άνεση με την οποία μάζες πολιτών μετατρέπονται σε πολεμιστές σε πραγματικά και οδυνηρά πεδία μαχών, η διάβρωση των ορθολογικών κατακτήσεων της επιστήμης και των κοινών τρόπων ζωής από τον ριζοσπαστικό κοινοτισμό του wokισμού, η σύμπραξη του υπερ-πλούσιου κυνισμού με τις αντιδραστικές πολιτικές παραδόσεις στις ΗΠΑ, η άνευ όρων παράδοση της γνώσης και της δημιουργίας στα μαθητικά μοντέλα των υπερ-μηχανών Τεχνητής Νοημοσύνης, είναι ο σημερινός μας κόσμος. Και είναι πολύ χειρότερος από το χθες.

Εδώ η νοσταλγία, ακόμα και με τις εγγενείς της γραφικότητες και τα πραγματολογικά της λάθη, θα μπορούσε να είναι ο πυλώνας μιας ενεργού δημοκρατικής αναπόλησης, ή, ακόμα καλύτερα, να μεταφραστεί σε έναν «δημοκρατικό συντηρητισμό».

Ορος όχι και τόσο παράδοξος, αν σκεφτεί κανείς ότι σήμερα αυτό που κινδυνεύει να χαθεί και αυτό που αξίζει να περισωθεί είναι το δημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ αγοράς, κράτους και κοινωνίας, η εκκοσμικευμένη ζωή, ο ατομικός αυτοπροσδιορισμός και ένα στοιχειώδες πλέγμα διεθνών ισορροπιών που δεν θα μετατρέπει τα εθνικά συμφέροντα σε ανθρώπινα σφαγεία.

O κύριος Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπλ. καθηγητής Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ.

Να ασκούμε κριτική, να μην ακυρώνουμε

Του Μιχάλη Μαλανδράκη

Νομίζω πως μια γενιά πάντα αμφισβητεί τις προηγούμενες και εξετάζει και επαναξιολογεί τους θεσμούς, τα σύμβολα και τις συνήθειές τους. Πάντα συνέβαινε και καλώς και αναπόφευκτα πάντα θα συμβαίνει. Μέσω της αμφισβήτησης του παρελθόντος προχωράνε και εξελίσσονται διαλεκτικά οι κοινωνίες, τίποτα που συντελείται στο παρελθόν δεν παύει να εκτίθεται και στο μέλλον.

Είναι αλήθεια πως κάθε φορά που ένα σημαντικό πρόσωπο του παρελθόντος επανέρχεται στο προσκήνιο με αφορμή κάποια βιογραφία σε μορφή ταινίας ή βιβλίου, κ.λπ., εγείρεται ζήτημα επαναξιολόγησης των συμπεριφορών και των πράξεών του. Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί ελληνικό, αλλά παγκόσμιο φαινόμενο και ίσα ίσα η ένταση που συμβαίνει σε άλλες χώρες είναι πολύ μεγαλύτερη.

Αυτή η κριτική, όμως, ασκείται με σημερινά εργαλεία και όρους, που χρησιμοποιούνταν ελάχιστα ή καθόλου την εποχή που έδρασε και έζησε το εκάστοτε πρόσωπο. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι απαραίτητα λανθασμένη ανάγνωση, αλλά πρέπει να το λαμβάνουμε υπόψη.  Αν υποθέσουμε πως σήμερα η συζήτηση για το φύλο και τα έμφυλα στερεότυπα είναι στο επίκεντρο, τότε οι προηγούμενες γενιές και τα σημαντικά τους πρόσωπα θα εξεταστούν κυρίως υπό αυτό το πρίσμα.

Ο τρόπος, όμως, που επαναπροσδιορίζεται το παρελθόν χρειάζεται προσοχή. Εμείς καλά κάνουμε και κρίνουμε τα εργαλεία της εποχής μας, αλλά δεν γίνεται να παραβλέπουμε ότι αυτά τα εργαλεία, αυτοί οι όροι που χρησιμοποιούμε, δεν υπήρχαν 10, 20 ή 50 χρόνια πριν. Δεν γίνεται να κατηγορούμε και να προσδιορίζουμε πρόσωπα του παρελθόντος με όρους που δεν υπήρχαν καν τότε.

Ή μπορούμε να το κάνουμε, αλλά έστω να τους αναγνωρίζουμε ένα ελαφρυντικό ή τουλάχιστον να κατανοούμε πως αυτή η κριτική που κάνουμε ανήκει στο σήμερα, όχι στο τότε. Στο ταξίδι πίσω των 40 ετών, π.χ., η κριτική μας θα έχανε ισχύ και αξία. Οταν ασκείται κριτική στον «τοξικά αρρενωπό» λόγο στους στίχους που τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης, δεν γίνεται να μη λαμβάνουμε υπόψη τη γλώσσα της εργατικής, ανδρικής τάξης της δεκαετίας του ’60, για παράδειγμα, τις οποίες σε μεγάλο βαθμό απηχούσαν τα τραγούδια του.

Ακόμη, πολλές φορές πραγματοποιείται λανθασμένη ανάγνωση των προθέσεων ή της θεματικής στόχευσης ενός βιβλίου ή ενός τραγουδιού και ως εκ τούτου όλη η ακόλουθη κριτική πέφτει στο κενό, ακριβώς γιατί έχει λάθος εκκίνηση. Δεν αναφέρομαι συγκεκριμένα στο τραγούδι «Υπάρχω» και στο πού αναφέρεται αυτό, αλλά κυρίως σε λογοτεχνικές αναγνώσεις και κριτικές.

Η άλλη – δεδομένη, αλλά σημαντική – παράμετρος, που θεωρώ ότι θα έπρεπε να εφαρμόζεται, είναι η αποφυγή της συνολικής «κατεδάφισης» ενός σημαντικού προσώπου του παρελθόντος. Είτε με τοξικά αρρενωπό λόγο είτε όχι, υπάρχουν πτυχές, σημεία, πράξεις και καλλιτεχνική επιτέλεση που δεν έφερε στοιχεία «τοξικού αρρενωπού λόγου». Να ασκούμε κριτική, να αναρωτιόμαστε, να επαναξιολογούμε, αλλά να μην ακυρώνουμε. Ειδικά με τόση ευκολία.

Ο κύριος Μιχάλης Μαλανδράκης γεννήθηκε το 1996 στα Χανιά και ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, αλλά και της Σχολής Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Λυκούργου Σταυράκου. Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του με τίτλο «Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Οι τρεις διαστάσεις στη μάχη με το παρελθόν

Της Κατερίνας Λαμπρινού

Την επομένη του δημοψηφίσματος για το Brexit, η συντηρητικών πεποιθήσεων «Daily Telegraph» κυκλοφόρησε με το ευτυχές πρωτοσέλιδο «Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται». Ο τίτλος, δάνειο από τη σειρά ταινιών «Ο πόλεμος των Αστρων», υπονοούσε τη φαντασιακή επαναφορά της χώρας στην κατάσταση της παγκόσμιας υπερδύναμης, όπως διατείνονταν όσοι προπαγάνδιζαν την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση ως επανασύνδεση της Βρετανίας με το κραταιό βικτωριανό παρελθόν της.

Η νοσταλγία δεν αφορούσε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα αλλά μια «αίσθηση του παρελθόντος»· μια διαμεσολαβημένη απατηλή εκδοχή του, όπως θα παρατηρούσε ο Φρέντερικ Τζέιμσον που αναγνώριζε τη νοσταλγία ως την ίδια την πολιτισμική κατάσταση της μεταμοντέρνας καπιταλιστικής συνθήκης. Από τις αρχές του 21ου αιώνα η γενικευμένη αυτή πολιτισμική κατάσταση έχει περάσει σε μια νέα εποχή. Συχνά το παρελθόν και οι αναπαραστάσεις του συγκροτούν το μαλακό υπογάστριο των πολιτισμικών πολέμων του παρόντος.

Τρεις, νομίζω, είναι οι βασικές διαστάσεις μέσα από τις οποίες η επανασύνδεση με το παρελθόν διαπλέκεται με τις σύγχρονες πολιτισμικές (και κοινωνικές) συγκρούσεις. Πρώτον, η επαναπολιτικοποίηση της μνήμης. Ο προβληματισμός σχετικά με την αποικιοκρατία, τη δουλεία, τις έμφυλες σχέσεις και την πατριαρχική δομή των κοινωνιών – θέματα δηλαδή που αφορούν τις πολλαπλές διαστάσεις των διακρίσεων – διαποτίζουν τη συζήτηση για τις μεγάλες ιστορικές αφηγήσεις ή και τον λογοτεχνικό Κανόνα· τυπικό τέτοιο δείγμα υπήρξε η διαμάχη για το έργο του Καραγάτση ή, αντιστρόφως, για το Νομπέλ στην Αννί Ερνό.

Η παγκόσμια αποσιώπηση από τις επικρατούσες αφηγήσεις αφενός της βιωμένης μνήμης της καταπίεσης και αφετέρου της συμβολής υποκειμένων που δεν ανήκουν στο κλειστό κλαμπ των «μεγάλων λευκών ανδρών» απαντήθηκε με την απαίτηση για μια συνολική επανανάγνωση του τρόπου που προσεγγίζουμε το παρελθόν. Ας σκεφτούμε πώς το κίνημα Black Lives Matter συνδέθηκε με το αίτημα για την εξάλειψη από τον δημόσιο χώρο των μνημείων δουλεμπόρων αποικιοκρατών.

Δεύτερον, η αναδιαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας σε σχέση με την ετερότητα. H προσφυγική κρίση του 2015 και τα επάλληλα μεταναστευτικά ρεύματα, οι ισλαμιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις και οι εξεγέρσεις δεύτερης γενιάς μεταναστών στα μητροπολιτικά προάστια έφεραν μια εκ νέου επικαιροποίηση της τομής «εμείς-αυτοί» και συνακόλουθα τον ανταγωνισμό για τα όρια  των εθνικών ταυτοτήτων.

Η νοσταλγία του Μισέλ Ουελμπέκ στη Σεροτονίνη ή την Υποταγή για τη βαθιά αγροτική επαρχία του γαλλικού παρελθόντος σε αντιπαραβολή με μια δήθεν «ισλαμοποιημένη» Ευρώπη ή μια παρηκμασμένη πολυπολιτισμική τεχνοκρατία είναι από τα πλέον πολυσυζητημένα παραδείγματα. Eχει ενδιαφέρον, άλλωστε, και στην καθ’ ημάς περίπτωση του δημοφιλούς «Υπάρχω» ότι η γνήσια ελληνική λαϊκή φωνή παρέχεται ακριβώς από εκδοχές μιας συλλογικά αποδεκτής προσφυγικής εμπειρίας, ποντιακής (στο πρόσωπο του Καζαντζίδη) ή ελληνοαλβανικής (στο πρόσωπο του Μάστορα), στον αντίποδα, π.χ., της αναπόδραστα συγκρουσιακής πολυφωνικής εκδοχής της Μαρίνας Σάττι.

Τρίτον, η μετεξέλιξη της συζήτησης περί λαϊκισμού στην κατεύθυνση της αναζήτησης μιας απολεσθείσας γνήσιας λαϊκότητας ή αυθεντικότητας, της ψυχής ενός απροσδιόριστου λαού. Η αντιπαράθεση δεν αφορά μια εξαντλημένη διαμάχη μεταξύ υψηλού και χαμηλού γούστου. Αφορά όμως το ποιες τελικά είναι οι κοινωνικές ευαισθησίες σε μια εποχή υψηλής κοινωνικής διαφοροποίησης και πολιτικής απροσδιοριστίας.

Ισως ποτέ έως πρόσφατα οι κάλπες δεν έχουν εκπλήξει τόσες φορές με το αποτέλεσμά τους. Η κοινωνική συνθετότητα συχνά ξορκίζεται με τις εύκολες κατηγορίες που αποδίδονται είτε στη «βραχμανική» αριστερά είτε στην πολιτική τεχνοκρατία είτε στη φιλελεύθερη woke ατζέντα. Το υπόστρωμα της κατηγορίας είναι απλό: βαρύνονται με το ότι δεν κατανοούν κάποιες «αυθεντικές» λαϊκές ανησυχίες.

Περισσότερο όμως από μια πραγματική αποτύπωση των σύγχρονων κοινωνιών, η λαϊκότητα αυτή εικονοποιείται σε ανθρωπότυπους, τρόπους διασκέδασης και στυλιστικές επιλογές περασμένων δεκαετιών και όχι στις σύγχρονες εκδοχές της εργασιακής επισφάλειας όπως ο ανασφάλιστος εργαζόμενος της ψηφιακής πλατφόρμας, στα λαϊκά προάστια του ’50 και όχι στις υποβαθμισμένες γειτονιές του 2025.

Σε μια σειρά δοκιμίων που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά (Η ακύρωση του μέλλοντος, Συγκρουόμαστε για το παρελθόν, αναζητώντας τον τρόπο να αντιπαρατεθούμε για το μέλλον, εκδ. Αντίποδες), ο Μαρκ Φίσερ σχολιάζει ότι η κοινωνική φαντασία έχει εγκλωβιστεί σε μια επαναληψιμότητα παλαιότερων πολιτισμικών μορφών και έτσι έχουμε πάψει να πιστεύουμε ότι η κουλτούρα μπορεί να μας εκπλήξει. Ισχύει αυτό. Προς το παρόν όμως, έχει την προνομιακή θέση του να συγκροτεί πολώσεις που με τη σειρά τους συνδέονται με ένα κλιμακούμενο αίσθημα δυσφορίας.

Η κυρία Κατερίνα Λαμπρινού είναι διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Η διατήρηση της μνήμης

Του Στέλιου Στυλιανίδη

Πώς διατηρείται η μνήμη του κοινωνικού σώματος ως διάσταση της πολιτικής πραγματικότητας και πώς τα ασυνείδητα στοιχεία της συλλογικής μνήμης τροφοδοτούν ακραίες εκδηλώσεις μίσους ή, αντίθετα, λατρείας; Οι αντιδράσεις μετά τον θάνατο του Κώστα Σημίτη, ιδιαίτερα στα social media, θέτουν ερωτήματα σχετικά με την κατανόηση του φανατισμού και της επιθετικότητας για την πολιτεία του.

Ο Κ. Σημίτης διαφοροποιούνταν ριζικά από το κυρίαρχο μεταπολιτευτικό πρότυπο πρωθυπουργικής ηγεσίας, το οποίο δεν συνδεόταν με την τεκμηρίωση των αποφάσεων, με μια διαχειριστική μεθολογία στη βάση ιεράρχησης προτεραιοτήτων, χρονοδιαγραμμάτων, αξιολόγησης και εφαρμογής επίπονων μεταρρυθμίσεων, αλλά με έναν παντοδύναμο εμπειρικό αυταρχισμό.

Αν κάτι διέκρινε τον Σημίτη σε σχέση με τους προκατόχους του, αυτό ήταν το «ανοίκειο», δηλαδή κάτι έξω και πέρα από τις μαζικές πεποιθήσεις στον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας: Ορθολογιστής, ψύχραιμος, εγκρατής, διανοούμενος, με ευρύτατη μόρφωση και καλλιέργεια, με δυσφορία για την έκθεση της προσωπικής του ζωής, με απλότητα αλλά και με εγγενή δυσκολία συναισθηματικής ταύτισης με τους πολλούς, συγκροτούσε ένα προφίλ στον αντίποδα του μέσου πολιτικού του ΠαΣοΚ και των αντιπάλων του.

Είναι ενδεικτικό ότι στο κόμμα του τον αποκαλούσαν «ο κ. Καθηγητής» προσδίδοντας του ένα στοιχείο απόμακρο, δηλώνοντας το ανοίκειο προς την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα της χώρας μας.

Αυτό το βίωμα του ανοίκειου υπερβαίνει την πολιτική κριτική και εκφράστηκε με καταστροφική εμπάθεια μέσα από τρεις μεγάλες διαδρομές: Από την Ακροδεξιά και πατριωτική Δεξιά που έθετε σαν αιχμή της κριτικής το «ευχαριστώ τους Αμερικανούς» (για την κρίση των Ιμίων), τις «υποχωρήσεις» στη Μαδρίτη και το Ελσίνκι· από τη μικρομεσαία τάξη για την παταγώδη διάψευση της αυταπάτης εύκολου πλουτισμού μέσω του Χρηματιστηρίου και της ανοχής που επέδειξε ο πρώην πρωθυπουργός· από τη ριζοσπαστική Αριστερά για το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα το οποίο θεωρεί ως νεοφιλελεύθερη απειλή ενάντια στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς.

Η σύγκλιση των τριών αυτών ρευμάτων κριτικής στην ουσία θεσπίζει φαντασιακά τη δομική αντίσταση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον ουσιαστικό εξευρωπαϊσμό της, στην αναμόρφωση της πελατειακής διανομής των κρατικών πόρων, στην αξιολόγηση και στην υπαγόρευση των κανόνων από αυτόνομες θεσμικές αρχές που προασπίζουν το δημόσιο συμφέρον.

Ο τρόπος που βιώνουμε το παρόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη γνώση του παρελθόντος αλλά και από τις ασυνείδητες φαντασιώσεις που συνδέονται με τη θέασή του. Η εκ των υστέρων αποτίμηση του έργου του Κ. Σημίτη νομίζω ότι πρέπει να περιλαμβάνει και αυτές τις διαστάσεις για την κατανόηση της επιλεκτικότητας της μνήμης, δηλαδή πόσο, πραγματικά ή φαντασιακά, η πολιτική συμπεριφορά του αποτέλεσε απειλή για την εγκατεστημένη συλλογική ή ατομική ταυτότητα του μέσου πολίτη σε συνάρθρωση με τις δομικές παθογένειες της χώρας.

Ο κύριος Στέλιος Στυλιανίδης είναι καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.