Δεν υπάρχει πιο αναγνωρίσιμο γλυπτό στην Ανδρο από τον «Αφανή ναύτη». Το γλυπτό δεσπόζει στην πλατεία της Ρίβας από το 1959, όπου το φιλοτέχνησε ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος, αφιερωμένο στους ναυτικούς που έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα.
Μαζί του δούλεψε στο διάσημο έργο η μαθήτριά του, γλύπτρια και εικαστικός Αργυρώ Καρύμπακα. «Η τέχνη δίνει νόημα στη ζωή μου» λέει στη συνέντευξη μας η κυρία Καρύμπακα, σε μια εποχή κατά την οποία η τεχνητή νοημοσύνη τείνει να υποκαταστήσει την αυθεντική τέχνη.
Είναι η τέχνη τρόπος ζωής; Είναι μια παρηγοριά στον σκληρό κόσμο που ζούμε; Είναι ένας τρόπος να διασωθεί η ομορφιά; Η γλυκύτητα, η απλότητα και η γαλήνη της Αργυρώς Καρύμπακα μας έκανε να σκεφτούμε πως η τέχνη είναι ένας τρόπος να ημερεύει η ψυχή και ο νους του ανθρώπου. Καταλάβαμε πως ο εικαστικός και γενικότερα ο άνθρωπος της τέχνης δεν ζει αποκομμένος από την κοινωνία, αλλά μέσα σε αυτήν. Δεν είναι απρόσιτος, δεν είναι «υπερφυσικός», αλλά ένας άνθρωπος που έχει τη δυνατότητα να βλέπει τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία.
Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με την τέχνη και πόσο εύκολο ήταν στην εποχή σας με τις στερεότυπες αντιλήψεις που επικρατούσαν;
«Οταν πήγαινα στο σπίτι της γιαγιάς μου σχεδίαζα εικόνες που έβλεπα στο “Ρομάντζο”. Τότε μέναμε στην Κηφισιά. Τα σχέδια τα είδε ένας φίλος του πατέρα μου και είπε ότι πρέπει να δώσω εξετάσεις στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Εγώ ήθελα να δώσω στη Γυμναστική Ακαδημία, αλλά ήμουν πολύ αδύνατη και δεν με δέχθηκαν.
Ετσι με πήρε ο πατέρας μου από το χέρι και με πήγε στη Σχολή, παρόλο που ήταν αστυνομικός. Εκανα φροντιστήριο μία εβδομάδα – ζωγραφική με κάρβουνο. Εδωσα εξετάσεις και πέρασα τρίτη. Ωστόσο ο Γ. Παππάς τότε δεν με έκανε δεκτή. Μου είπε: “Τι θες εδώ;”. Απάντησα με παρρησία: “Ηρθα να πάρω θέση!”. Ετσι έφυγα και πήγα στο εργαστήριο γλυπτικής του Μ. Τόμπρου. Ηταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος που με στήριξε, ήταν δοτικός για όλα τα παιδιά και τα βοηθούσε όχι μόνο συναισθηματικά αλλά και οικονομικά. Συνάντησα πολλά εμπόδια από τον Γ. Παππά. Αρνήθηκε να μου δώσει τον έπαινο στη Σχολή και εκείνη τη χρονιά δεν πήρε κανένας έπαινο!».

Γλυπτό της Αργυρώς Καρύμπακα.
Ποια θεματολογία σάς συγκινεί; Ποια στοιχεία διαμόρφωσαν την αισθητική και την τέχνη σας;
«Γεννήθηκα σε έναν τόπο που οι άνθρωποι έχουν δημιουργήσει αριστουργήματα!
Τα δικά μου έργα είναι ανθρωποκεντρικά. Με ενδιαφέρει ο άνθρωπος, το κεφάλι και ειδικά το πίσω μέρος του σώματος, που είναι αφαιρετικό. Αγαπώ και τα πουλιά! Δεν είναι κάτι το εξωπραγματικό; Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι κάνουν τα πουλιά, εξάλλου αυτά έχουν τόσα είδη, είναι ατελείωτα τα πουλιά… Οταν ζωγράφιζα τις “Κοιμώμενες”, ένα από τα τελευταία έργα μου, βρισκόμουν στην Αίγινα.
Ηταν χειμώνας, κοίταζα έξω και βλέποντας τα βουνά της Πελοποννήσου, τις ροζ σκιές του ήλιου που έδυε και το απέραντο γαλάζιο, όλα αυτά με έκαναν να κάνω όλη αυτή τη σειρά. Δεν έκανα τίποτα με τη λογική. Στον αέρα έρχονται όλα! Τα υλικά που αγαπώ είναι η πέτρα, το ξύλο, το μάρμαρο, ο μπρούντζος, το τσιμέντο, ο γύψος και ο πηλός. Η σκληρή ηφαιστειακή μαυρόπετρα της Αίγινας και ο πωρόλιθος. Στο Κιβέρι δούλεψα ξύλο και μάρμαρο. Από πωρόλιθο είναι η “Γυναίκα Κάστρο” (που βρίσκεται στην πινακοθήκη του Δ. Αθηναίων στην πλατεία Αυδή) και τρία μεγάλα γλυπτά που ανήκουν στο Μουσείο Βορρέ».
Ποιοι πιστεύετε ότι ήταν οι σταθμοί στην καλλιτεχνική σας πορεία; Ποια έργα αγαπάτε;
«Ως βοηθός του δασκάλου μου, του Μιχάλη Τόμπρου, φτιάξαμε το γλυπτό “Αφανής ναύτης” στην Ανδρο. Μεγάλος σταθμός ήταν το εργαστήρι που έφτιαξα στην Αίγινα. Είχαμε νοικιάσει εκεί κι ένα μικρό σπιτάκι. Εκεί κόλλησα με τη μαυρόπετρα. Μου έφερναν οι εργάτες ό,τι πέτρα τους περίσσευε από τα χτισίματα και τις δούλευα. Οσο για τα πιο αγαπημένα μου… δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανένα. Αγαπώ ό,τι έχω φτιάξει από τη σκληρή μαυρόπετρα της Αίγινας, τη σειρά “Κοιμώμενες” και τις “Τσιγγανοπούλες”, που εμπνεύστηκα από τη λαϊκή αγορά του Αργους».
Με ποιες ιστορικές προσωπικότητες συνδεθήκατε; Τι έχετε να αφηγηθείτε;
«Φίλοι μου ήταν οι δάσκαλοί μου. Πολύ με αγαπούσε ο Γιάννης Μόραλης. Κάποια στιγμή στο εργαστήρι μου στην Αίγινα μου απευθύνθηκε και μου είπε: “Δεν ντρέπεσαι, Αργυρώ, να μιλάς στον πληθυντικό;”. Ο σεβασμός όμως δεν με άφηνε. Μου ζήτησε να του φιλοτεχνήσω μια βρύση, αλλά δεν το έκανα ποτέ. Ισως γιατί ντρεπόμουν! Ομως δεν έπαψα να νιώθω τύψεις, ακόμα και τώρα που μιλάμε, που δεν ικανοποίησα την επιθυμία του.
Στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας, κάθε τρεις μήνες πήγαινα διάφορα πράγματα στους εξόριστους. Το 1968 σε μια από τις επισκέψεις μου στη Λέρο, ο Γιάννης Νεγρεπόντης μου έδωσε μια αυτοσχέδια κατασκευή από δύο αχηβάδες κολλημένες και μου είπε στο αφτί: “Οταν πας στο σπίτι να το σπάσεις”. Ετσι και έκανα. Μέσα σε ένα πολύ λεπτό χαρτί είχε γράψει το “Φυλάττειν Θερμοπύλες”.
Το έδωσα στον Χρήστο Λεοντή, ο οποίος ενθουσιάστηκε: “Θέλω οπωσδήποτε να το μελοποιήσω, αλλά δεν έχω τα χρήματα”. Το μελοποίησε αργότερα, όταν βρήκε τα χρήματα. Στενός φίλος μου ήταν ο Γιάννης Ρίτσος από τα νεανικά μου χρόνια. Εχω φτιάξει την πιο πιστή προτομή του, που όμως δεν χρησιμοποιήθηκε πουθενά. Αυτό που είναι χαραγμένο έντονα στη μνήμη μου είναι το περιστατικό με τον Μάνο Λοΐζο.
Οταν χρειάστηκε να μεταφέρω ένα πτυσσόμενο κρεβάτι και σκεπάσματα στους εξόριστους, δεν δίστασε να τα μεταφέρει, αψηφώντας τον κίνδυνο να τον συλλάβουν και αυτόν. Η Βάσω Κατράκη μου έδινε εκείνο τον καιρό πέτρες που χάραζε στην εξορία. Δεν ξεχνώ τους εικαστικούς Παπαδημητρίου και Σκλάβο, την Εφη Μελά. Παρέα έκανα με τον ποιητή Τάσο Ρούσσο και την Κική Δημουλά».
Αποτελείτε ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ελληνική τέχνη. Εχετε παράπονο από την προβολή του έργου σας;
«Το κράτος με έστειλε στο εξωτερικό, στην Μπιενάλε Νέων στο Παρίσι, το 1961, με το έργο “Ρυθμός”. Δεν θα έλεγα ότι το ελληνικό κράτος με αγνόησε. Ισως φταίει ο χαρακτήρας μου. Δεν με ενδιέφερε ποτέ η διάκριση ή το χρήμα. Βέβαια, όπως σας είπα και προηγουμένως, ποτέ δεν πήρα ούτε έναν έπαινο από τη Σχολή μου».
Από όσα μας είπατε αυτό που μας κέντρισε το ενδιαφέρον είναι η φράση σας «Ζωγραφίζω για να ζω». Τι εννοείτε;
«Η τέχνη είναι αυτή που δίνει νόημα στη ζωή μου. Αλλωστε, αυτό είναι το γνώρισμα όλων των καλλιτεχνών. Δεν κάνω τέχνη για τα χρήματα, αν και υπήρξε μέσο επιβίωσης. Ο άνθρωπος, όμως, δεν μπορεί να ζει μη βλέποντας τέχνη. Γιατί, αν δεν βλέπει τέχνη, τότε τι να δει; Η απάντηση είναι δική σας».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο ένθετο «Το Βήμα της Άργους» του 2ου Γενικού Λυκείου Άργους που κυκλοφόρησε με «Το Βήμα της Κυριακής» στις 28 Σεπτεμβρίου 2025.






