Ανατιμήσεις στα αγροδιατροφικά προϊόντα, φαινόμενα αισχροκέρδειας, αύξηση των εισαγωγών, ελληνοποιήσεις, τριγμούς στις εξαγωγές εμβληματικών ελληνικών προϊόντων, αλλά και καθοδικούς κινδύνους για την επίδοση της οικονομίας σε βραχυχρόνιο ορίζοντα πυροδοτούν οι καταστροφές από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία, όπως και από τις μεγάλες πυρκαγιές κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών.

Σε συνδυασμό με τη μειωμένη παραγωγή εξαιτίας των καιρικών συνθηκών, οι νέες αναταράξεις λόγω των απωλειών στον Θεσσαλικό κάμπο έχουν αρχίσει να διαχέονται σε ολόκληρη την παραγωγική αλυσίδα της χώρας – δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα. Ηδη, οι τιμές των νωπών οπωροκηπευτικών χτυπάνε «κόκκινο», προσθέτοντας κι άλλους πόντους στον ήδη υψηλό πληθωρισμό των τροφίμων. Πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα οι ντομάτες, που πωλούνται στη λιανική πάνω από 2,20-2,50 ευρώ το κιλό.

Ντομάτες Τουρκίας

Αν και παραδοσιακά αυξάνονται οι εισαγωγές ντομάτας τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς και οι μεγαλύτερες ανάγκες λόγω του τουρισμού δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, εφέτος παρατηρείται άλμα, ειδικά μετά τον Daniel και παρότι η Θεσσαλία δεν έχει σημαντική παραγωγή επιτραπέζιας ντομάτας. Στην περιοχή της Θεσσαλίας η επιτραπέζια ντομάτα φτάνει σε μια κανονική χρονιά μόλις τους 20.000 τόνους όταν η συνολική παραγωγή της χώρας ανέρχεται στους 450.000 τόνους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit-Hellas, μόνο το διάστημα 1/9-26/9 εισήχθησαν στην Ελλάδα 6.549 τόνοι ντομάτας, με τη συντριπτική πλειονότητα των ποσοτήτων να έρχεται από την Τουρκία (4.473 τόνοι ή ποσοστό 68,3%), όταν πέρσι το ίδιο διάστημα είχαν εισαχθεί μόλις 1.579 τόνοι. Ας σημειωθεί ότι τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου εφέτος (μέχρι τις 8/9 συγκεκριμένα) είχαν εισαχθεί συνολικά μόνο 1.018 τόνοι.

 

Θετικό το αγροτικό ισοζύγιο

Μήπως οι ντομάτες δείχνουν τις επιπτώσεις που θα έχει η κλιματική κρίση στο αγροτικό ισοζύγιο; Οι όποιες ελλείψεις θα καλυφθούν αναγκαστικά από εισαγωγές, αναφέρει στο «Βήμα» ο κ. Γιώργος Πολυχρονάκης, ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit-Hellas, ωστόσο δεν κινδυνεύει να γυρίσει αρνητικό το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων. Παρότι η φετινή χρονιά θα κλείσει σε ετήσια βάση με ρεκόρ στις εισαγωγές, εκτιμά πως δεν θα εξαλειφθεί το δημιουργηθέν πλεόνασμα και τελικά το 2023 θα κλείσει με θετικό πρόσημο στο αγροτικό ισοζύγιο, στα 400-500 εκατ. ευρώ. Κινητήρια δύναμη για να μην έχουμε δυσάρεστες εκπλήξεις θα είναι από δω και μπρος τα χειμερινά φρούτα, αλλά και η συνεχιζόμενη καλή πορεία των εξαγωγικών πωλήσεων του ελαιολάδου.

Βέβαια η αξιακή άνοδος των ελληνικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων (μεσοσταθμικά η αύξηση στις τιμές πώλησης διαμορφώνεται στο 16%) «τραβάει» προς τα πάνω και τις τιμές καταναλωτή στην εγχώρια αγορά, με τις συνέπειες να τις βλέπουμε στις λαϊκές αγορές και στα σουπερμάρκετ.

Σημειώνεται ότι το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων στο φετινό 7μηνο εμφανίζει πλεόνασμα 711 εκατ. ευρώ έναντι ελλείμματος 196 εκατ. ευρώ το ίδιο διάστημα το 2022.

Συνολικά στο 7μηνο εφέτος οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων διαμορφώθηκαν σε 6,019 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές σε 6,730 δισ. ευρώ. Το ίδιο διάστημα το 2022 οι εισαγωγές ήταν 5,760 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές 5,563 δισ. ευρώ.

Στην υποκατηγορία των φρούτων και λαχανικών (νωπά και μεταποιημένα), στο 7μηνο εφέτος οι εισαγωγές ανήλθαν σε 669 εκατ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές ήταν πολλαπλάσιες και διαμορφώθηκαν στα 1,909 δισ. ευρώ.

Κρίση γάλακτος;

Από τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές του καλοκαιριού το ζωικό κεφάλαιο της χώρας μετράει απώλειες περίπου 200.000 αιγοπροβάτων, αναφέρει στο «Βήμα» ο κ. Παναγιώτης Πεβερέτος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, τονίζοντας ότι αν δεν υπάρξουν δίκαιες και ρεαλιστικές αποζημιώσεις, υπάρχει ο κίνδυνος πολλοί παραγωγοί να οδηγηθούν στην απόφαση για παύση της δραστηριότητας.

Δεδομένου ότι μια προβατίνα δίνει 200 κιλά γάλα, γίνεται αντιληπτό πως αν δεν αποκατασταθούν οι φάρμες θα λείψουν από την αγορά 20.000 τόνοι, σημειώνει.

Τι θα γίνει όμως με τη φέτα και πού θα πάει η τιμή; «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάποια σοβαρή επίπτωση στις τιμές γιατί υπάρχουν αποθέματα έτοιμου προϊόντος» αναφέρει ο πρόεδρος, επισημαίνοντας ότι κλειδί για να μην υπάρξουν αδικαιολόγητες αυξήσεις και να μην παρατηρηθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας είναι οι έλεγχοι.

Ενδεχομένως εάν δεν αποκατασταθεί η προσφορά να υπάρξει μείωση παραγωγής φέτας της τάξης του 10%-15% επισημαίνει, «αλλά σαφή εικόνα θα έχουμε στις αρχές του νέου έτους».

Για τους μεταποιητές, ιδιαίτερα σημαντικό είναι να προστατευτούν οι αγορές του εξωτερικού, καθώς η φέτα είναι ένα προϊόν που κατά 65% εξάγεται, ενώ σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒΓΑΠ) κ. Χρήστο Αποστολόπουλο δεν θα υπάρξουν δραματικές επιπτώσεις στην τιμή.

Ισως σημαντικότερες για την κτηνοτροφία και κατ’ επέκταση την τιμή του γάλακτος είναι οι καταστροφές ενός σημαντικού μέρους  των καλλιεργειών τριφυλλιού και καλαμποκιού και λοιπών ειδών, καθώς θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στις τιμές ζωοτροφών στο προσεχές διάστημα.

Να σημειωθεί ότι εξαγωγές φέτας το πρώτο εξάμηνο του έτους καταγράφουν μείωση σε όρους όγκου πωλήσεων (-2,77%). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μείωση στους όγκους καταγράφεται σε σημαντικές αγορές όπως Βρετανία (-4,6%), Ιταλία (-2,1%), Κύπρο (-15,7%), Σουηδία (-25,7%), Ολλανδία (-28%), Δανία (-10%), Αυστραλία (-29,9%) και Ισπανία (-25,8%).

Ωστόσο οι εξαγωγικές πωλήσεις αυξάνονται σε αξία, φθάνοντας στο πρώτο εξάμηνο εφέτος στα 370,1 εκατ. ευρώ έναντι 302,8 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2022. Υπενθυμίζεται ότι το 2022 συνολικά οι εξαγωγές φέτας ανήλθαν σε 605 εκατ. ευρώ σε περίπου 86 χιλ. τόνους.

Χωρίς ταβάνι οι τιμές του ελαιολάδου

Με τη μέση τιμή του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στα σουπερμάρκετ να κυμαίνεται στα 12 ευρώ το λίτρο – από 8 ευρώ πριν από έναν χρόνο – η αγορά του εγχώριου «υγρού χρυσού» αποτυπώνει στον μέγιστο βαθμό τις επιπτώσεις κλιματικής κρίσης.

Η σοβαρή ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης, κυρίως εξαιτίας των πρωτοφανών καιρικών φαινομένων στην Ισπανία, που για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά δημιουργούν συνθήκες μεγάλης πτώσης στην παραγωγή της κορυφαίας ελαιοπαραγωγού χώρας, έχει εκτινάξει τις τιμές σε όλη την Ευρώπη.

Ηδη από το 2022, δηλαδή πριν από τις υπέρογκες αυξήσεις της φετινής χρονιάς, οι έλληνες καταναλωτές έχουν μειώσει την κατανάλωση ελαιολάδου σε ποσοστό 10,8%, όπως αποκαλύπτει η ετήσια έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ για τις δαπάνες των νοικοκυριών. Με δεδομένη μάλιστα τη συνέχιση των αυξήσεων, όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου κ. Κωνσταντίνος Κουτσιούμπης, η υποχώρηση αυτή μπορεί να είναι το «καλό σενάριο».

Με τις τιμές σε ύψη δυσθεώρητα, προβληματισμός επικρατεί και για την πορεία των εξαγωγών, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις είναι εξίσου ισχυρές όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις χώρες προορισμού του ελληνικού ελαιολάδου, όπως π.χ. στη Γερμανία, όπου ο εγχώριος «υγρός χρυσός» καταγράφει το υψηλότερο μερίδιο εξαγωγικών πωλήσεων (14%).

Η Ελλάδα εξάγει κατ’ εκτίμηση 60.000-100.000 τόνους ελαιόλαδο, ανάλογα με την ελαιοκομική χρονιά, εκ των οποίων οι εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου φθάνουν τους 40.000 τόνους.

Μειωμένη παραγωγή

Ακολουθώντας τον κύκλο της ελιάς, η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου θα είναι σημαντικά μειωμένη εφέτος. Με βάση της εκτιμήσεις της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, η πτώση εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στο 43% σε σχέση με την προηγούμενη καλή ελαιοκομική περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι θα παραχθούν περί τους 160.000 τόνους ελαιόλαδο από 350.000 τόνους πέρυσι.

 

Πικρό μέλι

Σε κρίσιμη καμπή λόγω των καταστροφών στον Θεσσαλικό κάμπο, αλλά και των πυρκαγιών στον Εβρο βρίσκεται και η μελισσοκομία στη χώρα μας. Υπολογίζεται ότι έχουν καταστραφεί 25.000 μελίσσια από τις πυρκαγιές, ενώ σύμφωνα με στοιχεία του ΕΛΓΑ, στη Θεσσαλία έχουν δηλωθεί απώλειες σε 109.000 μελισσοσμήνη.

Τα δισεκατομμύρια των μελισσών που χάθηκαν αλλάζουν δραματικά το «επικονιαστικό δυναμικό» στην περιοχή της Θεσσαλίας, αναφέρουν οι ειδικοί, γεγονός που θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην παραγωγή τροφής, στη βιοποικιλότητα και στο φυσικό περιβάλλον.

Αν και πλήρη εικόνα για το μέγεθος των επιπτώσεων στην εγχώρια μελισσοκομία θα αποκτήσουμε τον ερχόμενο Απρίλιο, ήδη εκτιμάται ότι η τιμή του μελιού στη χώρα μας αναμένεται να αυξηθεί. Κι αυτό γιατί θα μειωθεί σημαντικά η παραγωγή μέχρι να αποκατασταθούν οι απώλειες.

Σημειώνεται ότι η συνήθης παραγωγή μελιού κυμαίνεται από 15.000 έως 20.000 τόνους ετησίως, αλλά φέτος αναμένεται να κυμανθεί κάτω από 10.000 τόνους.