Η Εύβοια. Η υποτιμημένη, παρεξηγημένη Εύβοια. Το νησί που πολλοί ξεχνούν πως είναι νησί, και ίσως γι’ αυτό παραμένει γήινη, προσγειωμένη, σχεδόν απρόσβλητη. Ενας χαλαρός προορισμός που, αν και δεν ξέφυγε εντελώς από την επέλαση του τουρισμού και τη λαίλαπα του μπιτσόμπαρου, έχει γλιτώσει από την άλωση. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια λοιπόν έχει ένα φεστιβάλ που πολύ της ταιριάζει.

Το Evia Film Project, η «πράσινη δράση» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στο βόρειο τμήμα του νησιού (Λουτρά Αιδηψού, Λίμνη, Αγία Αννα) που πραγματοποιείται με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού, έχει αρχίσει να αποκτά ένα αποτύπωμα και ένα άρωμα πολύ ταιριαστό με τη γη που το φιλοξενεί.

Πάνω στο «Κύμα», διαχρονικό εντευκτήριο και έδρα του Φεστιβάλ στα Λουτρά Αιδηψού που βρίσκεται κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα, πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα, και αρκετά χύμα, όπως το ίδιο το νησί δηλαδή. Οχι από άποψη διοργάνωσης η οποία πρέπει να πούμε ότι είναι υποδειγματική, αλλά ως προς τη διάθεση, άρρηκτα συνδεδεμένη με το ρετρό, καλοκαιρινό άρωμα της λουτρόπολης με τα «θαυματουργά» ιαματικά νερά και του νησιού.

Με αυτό το φόντο και την πλούσια εμπειρία όλων όσοι/ες εργάζονται σε αυτό, τo φεστιβάλ που δημιουργήθηκε για να φέρει μια κάποια ανακούφιση στους πληγέντες των καταστροφικών πυρκαγιών του 2021 στη Βόρεια Εύβοια, με στόχο να την αναδείξει σε παγκόσμιο κέντρο για το «πράσινο σινεμά», αρχίζει να εδραιώνεται και να συνιστά την «άχαστη» διοργάνωση του καλοκαιριού. Το ιδανικό μέρος για να προσεγγιστεί η θεματική του φετινού 4ου Evia Film Project (17-21/6) που έφερε στο επίκεντρο το ελληνικό καλοκαίρι σε όλες τις εκφάνσεις του: περιβαλλοντικές, τουριστικές, πολιτισμικές, οικονομικές, πολιτικές.

Καλοκαίρι για όλους

Πράγμα που σημαίνει ότι τα θερινά σινεμά «Απόλλων» στην Αιδηψό, «Ελύμνιον» στη Λίμνη και φέτος για πρώτη φορά το Αλιευτικό Καταφύγιο στην Αγία Αννα, μοιράστηκαν τις προβολές ταινιών σύγχρονου ελληνικού και διεθνούς κινηματογράφου (13 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους και 3 ταινίες VR) που μιλούν για το θέρος και γυρίστηκαν στη διάρκεια του καλοκαιριού.

Οπως για παράδειγμα τα «Animal» της Σοφίας Εξάρχου, «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου ή το ντοκιμαντέρ για τη Μύκονο «Super Paradise» του Στιβ Κρικρή. Από κοντά οι ερχόμενοι από τα βαθιά 80ς «Εραστές του καλοκαιριού» του Ράνταρ Κλάιζερ, αλλά και η διαχρονικά αγαπημένη «Τζένη – Τζένη» του Ντίνου Δημόπουλου που είχε γυριστεί σε ένα (αγνώριστο σε σχέση με σήμερα) νησί των Σπετσών ή και η παιδική «Μαδαγασκάρη». Γιατί μια από τις πιο ουσιαστικές ιδιαιτερότητες αυτού του μικρού φεστιβάλ που τα έχει όλα – και το αναπτυξιακό του τμήμα (Agora Projects) για τους επαγγελματίες κινηματογραφιστές και masterclasses και εκπαιδευτικά εργαστήρια και πάρτι και μουσικές εκδηλώσεις – είναι πως νοιάζεται έμπρακτα και για τα παιδιά.

Οχι μονάχα προβάλλοντας ταινίες κατάλληλες και γοητευτικές και για εκείνα, φέρνοντάς τα για παράδειγμα σε επαφή με διαχρονικά έργα του ελληνικού κινηματογράφου που αυτή η νέα γενιά αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά, αλλά και μέσα από εργαστήρια που τα καλούν να γνωρίσουν εκ των έσω την πολυδιάστατη γλώσσα της έβδομης τέχνης.

Φέτος, για παράδειγμα, παιδιά και έφηβοι παρακολούθησαν μεταξύ άλλων και ένα εργαστήριο που διοργανώθηκε σε συνεργασία με την ΕΛΟΑΡΤ (Ελληνική Ομοσπονδία Αθλημάτων Ρομποτικής και Τεχνολογίας) σε Λουτρά Αιδηψού και Λίμνη. Οχι μόνο συνδύαζε την εκπαίδευση με τις τεχνικές stop motion animation και την εμπειρία του μοντάζ, αλλά τα παιδιά μπόρεσαν να δουν και το αποτέλεσμα: το μικρό τους ταινιάκι επί της μεγάλης οθόνης πριν από τις προγραμματισμένες προβολές.

Κρίσιμα ερωτήματα

Στο πλαίσιο του φεστιβάλ διοργανώθηκε και μια ημερίδα στο κτίριο Μελά της Λίμνης. Ο τίτλος της ήταν «Κινηματογραφώντας το ελληνικό καλοκαίρι: φως και μύθοι, στερεότυπα και προκλήσεις» και έδωσε το έναυσμα για μια πολυεπίπεδη αναμέτρηση με το αβέβαιο παρόν του ελληνικού θέρους.

«Θελήσαμε να αναρωτηθούμε τι σημαίνει πραγματικά να ζούμε το ελληνικό καλοκαίρι. Πόσο διαρκεί; Ποιες αλλαγές έχει υποστεί με τα χρόνια; Πόσο βιώσιμο μπορεί να είναι; Να δούμε τις επιπτώσεις του υπερτουρισμού, της υπερκατανάλωσης, της υπεραλίευσης και να σκεφτούμε πόσο μπορούμε να το απολαμβάνουμε χωρίς να το καταστρέφουμε. Και, βέβαια, μας απασχόλησε πώς μπορούμε να συνεχίσουμε να γυρίζουμε τις ταινίες μας μέσα στο ελληνικό φως του καλοκαιριού, πώς μπορούμε να το καταγράψουμε αυθεντικά και ταυτόχρονα να κάνουμε ταινίες που είναι βιώσιμες», όπως προλόγισε την εκδήλωση ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ορέστης Ανδρεαδάκης.

Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Σοφία Εξάρχου και Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής, ο κριτικός κινηματογράφου Χρήστος Μήτσης, ο ποιητής Γιάννης Αντιόχου και ο Κωνσταντίνος Καρτάλης, καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος και Κλίματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή).

Ηταν μια ενδιαφέρουσα παράθεση απόψεων, βιωμάτων και επιστημονικών δεδομένων με φόντο τη γεμάτη μοβ και καφέ μέδουσες θάλασσα του παραθαλάσσιου οικισμού – τουλάχιστον εκείνες τις μέρες, γιατί αργότερα μάθαμε ότι θα έπαιρναν τον δρόμο προς Αττική.

Νότες αισιοδοξίας

Πάντως, η φύση στη στεριά έχει αρχίσει να ξαναδιεκδικεί τον χώρο της, όπως παρατηρήσαμε ταξιδεύοντας εν πλω με το «Ελισάβετ ΙΙ» από την Αιδηψό προς τη Λίμνη και τούμπαλιν, με την αφορμή της ημερίδας. Οι καμένες εκτάσεις έχουν πρασινίσει, η ζωή επιστρέφει. Σιγά, αλλά επίμονα. Αλλωστε, «near, far, wherever you are, I believe that the heart goes on», όπως τραγουδάει η Σελίν Ντιόν στο περίφημο σουξέ του «Τιτανικού».

Κάποιος/α άρχισε να το τραγουδάει συνοδεύοντας τη Σελίν καθώς ακουγόταν από τα ηχεία στο πλοίο της επιστροφής και σύντομα ακολούθησαν κι άλλοι/ες. Με αρκετό χιούμορ, 90ς νοσταλγία αλλά και μια αδιόρατη αίσθηση αισιοδοξίας για τη συνέχεια των πραγμάτων. Διότι το ελληνικό καλοκαίρι όπως το γνωρίζαμε και το αγαπήσαμε μπορεί να ψυχορραγεί, αλλά σίγουρα δεν έχει πεθάνει.