Με την «Εκάβη» του Ευριπίδη η Ιώ Βουλγαράκη κατεβαίνει για δεύτερη φορά στην Επίδαυρο, γι’ αυτό και νιώθει «λίγο πιο ελεύθερη, λίγο πιο ώριμη» – προηγήθηκε η «Ορέστεια», με άλλες δύο γυναίκες συναδέλφους της. Τώρα, με μια «γερή ομάδα ηθοποιών», αισθάνεται «τυχερή και ευγνώμων» που μοιράζεται όλο αυτό με την Ελένη Κοκκίδου, στον επώνυμο ρόλο.

Σκηνοθέτρια της νεότερης γενιάς, ο Ιώ Βουλγαράκη ανήκει στις γυναίκες που διεκδικούν τη θέση τους στο θέατρο, στη ζωή, παντού.

Μέσα από ποια διαδρομή φτάσατε στην «Εκάβη»;

«Δημιουργικά διανύω τη χρονιά του πένθους. Εκκινεί προσωπικά αλλά η συγκεκριμένη παράσταση πιάνει το συλλογικό πένθος. Ζήσαμε από πολύ κοντά με τον άνδρα μου και τον πόλεμο στη Ρωσία – έχουμε φίλους, βαφτιστήρια, ήμασταν εκεί έξι χρόνια. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο είναι ένα συστατικό της ύπαρξης, της καθημερινότητάς μου. Νομίζω πως η «Εκάβη» έρχεται να πιάσει το θέμα του συλλογικού από μια προσωπική μου διαδρομή».

Με ποιον τρόπο μεταφέρεται στην παράσταση;

«Εμένα με αφορά πολύ το πώς μπορεί το πένθος να μας εφοδιάσει με ένα αίσθημα ανήκειν, να δημιουργήσει δηλαδή ένα αίσθημα πολιτικής κοινότητας και ένα συλλογικό σώμα. Αφετέρου με αφορά το γεγονός ότι ξεχνάμε, ότι έχουμε αποκοπεί από το κομμάτι του θρήνου. Γι’ αυτό και μίλησα για τον πόλεμο. Βλέπουμε εικόνες, πληροφορίες και δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε χρόνος για πένθος, είτε προσωπικός είτε δημόσιος. Στα Τέμπη, σκεφτόμουν ότι το κράτος, το κάθε κράτος, σου δίνει κάτι, μια αποζημίωση, ένα μέτρο και σου λέει «πήγαινε σπίτι σου και θρήνησε». Οταν ο κόσμος μαζεύτηκε έξω από τα γραφεία της Hellenic Train, έπεσαν χημικά. Γιατί; Δώσε χώρο στο ομαδικό πένθος, δεν γίνεται να το καταπνίξεις. Κάπως έτσι έφτασα στην «Εκάβη». Με απασχολεί το ερώτημα τι είδους «εμείς» συγκροτεί η απώλεια».

Στην «Εκάβη» από τη μια είναι ο πόνος και το πένθος κι από την άλλη η εκδίκηση. Το πένθος γεννά εκδίκηση;

«Πράγματι, η «Εκάβη» ανοίγει μια διαλεκτική. Κατά πόσο απαντάμε στην οδύνη που δεχόμαστε με βία – κάτι που κρατά αιώνες. Στο έργο, αυτή η απάντηση έρχεται μετά από ανεξέλεγκτη, ασταμάτητη, μονόπλευρη βία. Ο πόλεμος έχει τελειώσει και όμως συνεχίζεται. «Φτάνουν πια οι νεκροί» λέει η Εκάβη, κι όμως συνεχίζεται. Αυτή η ακρότητα γεννάει την απάντηση στη βία. Κι εγώ αυτό το παρατηρώ και το δέχομαι παραστασιακά σαν φυσικό φαινόμενο. Ηθικά, καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να το δικαιώσω, αλλά δεν μπορώ να μην το περιμένω. Οταν αυτή η οδύνη συσσωρεύεται, βαθαίνει, δεν βρίσκει διέξοδο ούτε δικαίωση, δεν μπορεί παρά να φέρει μια απάντηση. Δεν μπορούμε να το συζητήσουμε με όρους καλού-κακού. Για μένα είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Καθημερινά, ως πολίτης, στέκομαι σε αυτό το ερώτημα: Μπορώ να απαντήσω όχι με βία; Κάποιες φορές μπορεί να μη γίνεται».

Πού τοποθετείτε την παράστασή σας;

«Αυτό το πένθος γεννά, κατά τη γνώμη μου, και μια μεταφυσική μέσα στο έργο – ξεκινά με ένα φάντασμα, ένα άταφο παιδί. Οι νεκροί υπάρχουν, συνδιαλέγονται με τους ζωντανούς και ορίζουν τη δράση. Η παράσταση δημιουργεί ένα τοπίο ποιητικό, μια no man’s land, έναν μεταιχμιακό χώρο που δεν έχει καμία σχέση με τη ρεαλιστική απεικόνιση. Δημιουργεί έναν μη τόπο. Αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια μετάβαση, σε transit zone. Φαντασιακά, θα ήθελα η παράσταση να τελειώνει με μια γεμάτη ορχήστρα με όλους τους νεκρούς του πολέμου – μια νέκυια, στην οποία δεν ξέρεις ποιοι είναι οι νεκροί, τωρινοί, μελλοντικοί. Υπάρχει ένα τέτοιο τοπίο, μοιραία, άχρονο ή διαχρονικό».

Εχετε κάνει διασκευή;

«Υπάρχει μια καινούργια μετάφραση, ειδικά για την παράσταση, της Ελένης Βαροπούλου, μια σπουδαία μετάφραση. Γιατί έχει καταφέρει να διατηρήσει μια σχέση με το αρχαίο – ακριβής και ταυτόχρονα πυκνή. Και η ίδια η Ελένη, μέσα από τη συνεργασία μας κι από τη ματιά της, προτάσσει το θέμα του φύλου».

Που είναι και θέμα του έργου;

«Ναι, το φύλο είναι ένα τεράστιο θέμα στο έργο. Δεν είναι μόνο η βία αλλά και η ανδρική κυριαρχία, η ανδρική βία. Ολα αυτά τα έργα έχουν γραφτεί από άνδρες και σε όλο το πέρασμα των αιώνων έχουμε, μοιραία, ένα ανδρικό αφήγημα στα χέρια μας. Κι αυτός είναι ένας λόγος για να τα ξαναδιαβάσουμε. Γιατί και η εικόνα της γυναίκας είναι ιδωμένη μέσα από μια ανδρική ματιά, σε μια πατριαρχική κοινωνία, από τότε ως σήμερα – δεν έχουμε υπάρξει σε κανένα άλλο μοντέλο».

Αλλιώς διαβάζει τα έργα μια γυναίκα; Αλλιώς σκηνοθετεί;

«Σκύβοντας σήμερα σε αυτά τα κείμενα, καλό είναι να αναρωτηθείς τι δεν γνωρίζεις για τη γυναίκα, τι δεν ξέρεις για το φύλο σου – γιατί αυτό που γνωρίζεις είναι, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, προκαθορισμένο. Οι ζωές των ανδρών έχουν θεωρηθεί αντιπροσωπευτικές όλων των ανθρώπων, στα πάντα, στη ζωή και στην τέχνη. Ούτε εμείς οι ίδιες δεν ξέρουμε πολλά για το φύλο μας… Πόσες φορές δεν έχω σκεφτεί στις γυναικοκτονίες ότι αν κατάφερνε να παλέψει και να σκοτώσει εκείνη τι θα έλεγα… Οτι είναι μια δολοφόνος ή μια γυναίκα που κατάφερε να σωθεί. Είμαστε σε εποχή μεγάλων πιέσεων, εσωτερικών ζυμώσεων, συντηρητική και σκοτεινή, παντού, όχι μόνον στην Ελλάδα. Ο τρόπος που ασκείται η εξουσία είναι τόσο ασφυκτικός και ανεξέλεγκτος που πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα. Το φύλο είναι μέρος της ταυτότητάς μου, κομμάτι της ματιάς του δημιουργού. Γι’ αυτό έχει σημασία να δούμε γυναίκες δημιουργούς σε έργα και τερέν που έχουμε συνηθίσει τους άνδρες, για να διαβαστούν τα πράγματα κι αλλιώς».

Χρησιμοποιείται, πιστεύετε, η γυναίκα για να επιβεβαιώσει η κοινωνία το προοδευτικό της πρόσωπο;

«Είμαστε τόσο πίσω στην εκπροσώπηση των γυναικών, πριν φτάσουμε στην εργαλειοποίηση, που σαφώς υπάρχει. Στα 70 χρόνια των Επιδαυρίων, έχουν σκηνοθετήσει 13 γυναίκες 25 παραστάσεις. Από τις 520 παραστάσεις, οι 476 είναι από άνδρες. Χρειάζονται άλλα τόσα χρόνια να σκηνοθετούν μόνον γυναίκες. Για να είμαστε ειλικρινείς, οι γυναίκες δεν έχουν ακόμα πρόσβαση στα εγχειρήματα μεγάλου ρίσκου, στις θέσεις μεγάλης ευθύνης. Πιστεύω στην ποσόστωση, ως μέτρο και εργαλείο που πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε για να εκπαιδευτούμε κοινωνικά – μέχρι να μην το χρειαζόμαστε. Δεν είναι αυτοσκοπός αλλά ζητούμενο για την κοινωνία».

Τα στερεότυπα λειτουργούν;

«Ναι, κι έχουν εσωτερικευθεί. Ομολογώ ότι όταν μου έγινε αυτή η πρόταση, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι τα παιδιά μου είναι πολύ μικρά και πώς θα ανταπεξέλθω… Δεν πιστεύω ότι πολλοί άνδρες δημιουργοί θα σκέφτονταν κάτι τέτοιο. Χρειάζεται να παλέψουμε με στερεότυπα αιώνων, που φέρουμε και οι ίδιες. Και πρέπει να αρχίσουμε».

Παίζουν: Ελένη Κοκκίδου, Ακης Σακελλαρίου, Αλέκος Συσσοβίτης, Θανάσης Κουρλαμπάς, Μαρίνα Καλογήρου, Αμαλία Τσεκούρα κ.ά.

Πρεμιέρα 10/7, Θεσσαλονίκη.

Επίδαυρος, 11-12/8.