Κάπου σε κάποια γειτονιά της Αθήνας, μια γυναίκα, μια μάνα, η Χαρούλα, κάθεται στην κουζίνα του διαμερίσματός της. Πίνει καφέ ελληνικό. Ετσι τον ξέρει εκείνη, ελληνικό. Παρόλο που στην πραγματικότητα οι ρίζες του χάνονται στη Μέση Ανατολή. Κάθεται μόνη, προβληματισμένη και βαριά, με το φλιτζάνι του καφέ και αναρωτιέται που να εξαφανίστηκε το παιδί της. Το παιδί της δεν είναι παιδί, αλλά είναι πάντοτε το παιδί της.

Από το σαλόνι ακούγεται επιτακτική η λέξη «μάνα». Είναι το άλλο της παιδί – που ηλικιακά ούτε αυτό είναι παιδί – ο Λευτέρης. Θέλει να πάει τουαλέτα αλλά χρειάζεται βοήθεια. Όχι επειδή δεν μπορεί να κουμαντάρει το αμαξίδιο στο οποίο είναι καθηλωμένος, αλλά γιατί ο ίδιος αρνείται πεισματικά να χειραφετηθεί, να ενηλικιωθεί.

Πάνω σε αυτό το ιδιαίτερο δίδυμο, τη Χαρούλα και τον Λευτέρη, που, πέρα από τον εξ’ αίματος οικογενειακό δεσμό, τους δένει κυρίως η ανάγκη, πέφτουν τυχαία δυο κινηματογραφιστές στους οποίους η απελπισμένη αυτή μάνα ξαφνικά αποφασίζει να εναποθέσει όλες της τις ελπίδες να βρει τον μεγάλο της γιο, τον Πάνο, που από την μια στιγμή στην άλλη εξαφανίστηκε.

Και κάπως έτσι ξεκινά να ξετυλίγεται η μικρή, τραγικωμική οδύσσεια της Χαρούλας και του Λευτέρη. Γυρισμένη με τη φόρμα του ντοκιμαντέρ, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Σπύρου Ιακωβίδη με τίτλο «Black Stone» – με βραβεία κοινού σε Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Τεργέστης και Ελληνικού Κινηματογράφου του Σαν Φρανσίσκο, καθώς και 7 υποψηφιότητες στα βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας – αφηγείται μια φανταστική ιστορία για την ελληνική κοινωνία, την ελληνική οικογένεια και την Ελληνίδα μάνα, την οποία ενσαρκώνει με τρομερή ακρίβεια και διεισδυτικότητα η Ελένη Κοκκίδου.

Η αναζήτηση του χαμένου γιου ξεκινά. Συνοδοιπόροι της Χαρούλας είναι ο γιος της Λευτέρης – όχι ακριβώς από επιλογή –, τον οποίο υποδύεται ο Τζούλιο Γιώργος Κατσής, και ένας αυθεντικά καλόψυχος νεαρός ταξιτζής από τη Γκάνα, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Κυψέλη, ονόματι Μιχάλης, που μάνα και γιος γνωρίζουν τυχαία σε μία από τις πολλές και δύσκολες μετακινήσεις τους μέσα σε μια Αθήνα καθόλου φιλική σε ΑμεΑ.

Ελληνίδα μάνα, ελληνική οικογένεια

Κεντρικά θέματα της ταινίας είναι η Ελληνίδα μάνα και η ελληνική οικογένεια. Και μάλιστα, αυτά τα δύο εξερευνώνται ως βασικοί παράγοντες στη δύσκολη συνάρτηση που εκφράζει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία με όλες της τις δυσκολίες και τις παθογένειες.

«Η επιλογή σου είναι και η ανάγκη σου. Και άρα η ανάγκη είναι τελικά αυτή που σε προσδιορίζει»

Η Χαρούλα ενδύεται το πρότυπο της Ελληνίδας μάνας απόλυτα. Δεν παρεκκλίνει ούτε στο ελάχιστο. Αλλά το κάνει «τόσο απόλυτα και λόγω ανάγκης», όπως λέει μιλώντας στο Βήμα η Ελένη Κοκκίδου. «Η ζωή της [σ.σ. Χαρούλας] βασίζεται στη σχέση που έχει με τα παιδιά της. Και φυσικά είναι ένα συμβόλαιο που το υπογράφουν και εκείνη και τα παιδιά της. Η Χαρούλα αυτοπροσδιορίζεται από όλον αυτόν τον αγώνα. Είναι αμφίρροπη η σχέση, αυτό που κάνεις σε προσδιορίζει. Η επιλογή σου είναι και η ανάγκη σου. Και άρα η ανάγκη είναι τελικά αυτή που σε προσδιορίζει» θα συμπληρώσει αμέσως μετά.

Ποιες ήταν όμως οι αναφορές της κ. Κοκκίδου σε σχέση με την Ελληνίδα μάνα; «Είχα μόνο εικόνες, όχι αναφορές. Μόνο εικόνες που έχω δει στη ζωή μου. Ήμουν πάντοτε τρομερά παρατηρητική με τους ανθρώπους, από μικρό παιδί. Και όχι μόνο στην σωματικότητά τους, αλλά και στη φωνή τους, στην έκφρασή τους γενικότερα. Αυτό το σώμα λοιπόν που είναι βαρύ, είναι μεγάλης γυναίκας, αυτά τα χέρια που είναι κάπως, ο τρόπος που αυτή η γυναίκα σηκώνεται ή κάθεται, όλα αυτά τα έχω δει σε ανθρώπους και είχα την ανάμνησή τους» λέει η ίδια προσθέτοντας: «Ήτανε μεγάλο δώρο για μένα το ότι μου δόθηκε αυτός ο ρόλος. Όχι μόνο λόγω μεγέθους. Αλλά κυρίως γιατί είχα τη δυνατότητα να πλάσω έναν άνθρωπο ο οποίος δεν μου είναι καθόλου οικείος. Σαν ηθοποιός μου αρέσει πάρα πολύ να υποδύομαι ανθρώπους που δεν έχω καμία σχέση μαζί τους».

«Ο πύθωνας για να σε φάει πρέπει να σε αγκαλιάσει πρώτα»

Το ζήτημα της ελληνικής οικογένειας είναι πλέον θέμα που θίγεται αρκετά συχνά στο ελληνικό σινεμά. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Σπύρος Ιακωβίδης επιλέγει να κρατήσει το ζήτημα σε μια ελαφρότητα, χωρίς όμως να χάνει την ουσία του – το πόσο δηλαδή πνιγηρή μπορεί να είναι η σχέση μιας μάνας με τα παιδιά της. «Αυτό το πνίξιμο μέσα από ένα βάσανο, αυτή η απόλυτη αγάπη, η οποία φαινομενικά δικαιολογεί τα πάντα – αλλά δεν δικαιολογεί τα πάντα – είναι πολύ άρρωστη»,παρατηρεί ο Τζούλιο Γιώργος Κατσής επί του θέματος. «Είναι πολύ άρρωστη αυτή η άρνηση της αποκοπής από την ζωή των παιδιών. Ο πύθωνας για να σε φάει πρέπει να σε αγκαλιάσει πρώτα».

 

Χειραφέτηση και προσβασιμότητα

Συγκεκριμένα η σχέση Χαρούλας – Λευτέρη είναι πολύ ιδιαίτερη όχι μόνο γιατί είναι η σχέση μιας υπερπροστατευτικής μάνας με τον μαμάκια γιο της, αλλά γιατί στην εξίσωση μπαίνει και ένας άλλος εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας, αυτός της αναπηρίας.

Είναι όμως η αναπηρία του Λευτέρη ικανή να δικαιολογήσει το γεγονός ότι ο ίδιος ζει ως προέκταση της Χαρούλας; «Ο Λευτέρης είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα άρνησης χειραφέτησης του εαυτού του. Οι άνθρωποι με κινητικά προβλήματα δεν είναι έτσι. Τουλάχιστον αυτοί που έχω γνωρίσει εγώ είναι πολύ χειραφετημένοι. Δεν αναζητούν ούτε τη βοήθεια ούτε την προσοχή που αναζητά συνεχώς ο Λευτέρης. Αυτό είναι ένα καψόνι για να ενοχλεί τη μητέρα του. Αυτό είναι το κωμικό στοιχείο στην ταινία. Όσο δεν θέλει να ενηλικιωθεί και να αποκοπεί, δεν πρόκειται να σταματήσει να ζητά βοήθεια για το παραμικρό» απαντά ο Γιώργος Κατσής.

Καθώς λοιπόν ο Λευτέρης είναι ένας άνθρωπος που αρνείται τελείως την ανεξαρτησία του, όταν η μητέρα του τον δένει σαν ποδήλατο σε ένα κάγκελο έξω από μια δημόσια υπηρεσία, δεν το ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Δεν δείχνει να ενοχλείται.

«Όταν πρωτοδιάβασα αυτή τη σκηνή στο σενάριο είχα τρομερές αντιρρήσεις» σημειώνει ο Γιώργος Κατσής. «Είχα πάρει τηλέφωνο την Ιακωβίδη και τη συζητάγαμε πάρα πολύ ώρα τη σκηνή. Εγώ ήθελα να φύγει η σκηνή, αυτός ήθελε να μείνει. Και είχαμε μια πολύ μεγάλη διαφωνία. Προφανώς υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ του τι έχει στο μυαλό του ο σκηνοθέτης – που έχει ένα σύνολο πραγμάτων – και της ανάγνωσης ενός σεναρίου. Μου είχε φανεί ελαφρώς μισαναπηρικό και αρκετά υπερβολικό χάριν της κωμωδίας».

 «Αυτή η ταινία είναι μια ερώτηση. Πώς ζούμε έτσι σε αυτή τη χώρα;» λέει η κ. Κοκκίδου. Και η αλήθεια είναι πως μέσα σε όλον τον παραλογισμό ή την κωμικότητα που ενέχει η σκηνή, είναι τελικά μία από τις πολλές στιγμές που αποκαλύπτουν την πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία είναι ουσιαστικά άκρως δυσλειτουργική, μη συμπεριληπτική και μη προσβάσιμη σε ΑμεΑ. Ζούμε σε μια κοινωνία που δεν έχει φροντίσει ώστε οι άνθρωποι με κινητικά προβλήματα να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε μια δημόσια υπηρεσία και δεν μπορούν να μετακινηθούν αυτόνομα.

Φυσική αλλαγή κι ενηλικίωση

Κλώτσο στην αφηγηματική ανέμη της ταινίας δίνει το τρίτο μέλος αυτής της οικογένειας, ο μεγαλύτερος γιος της Χαρούλας, ο Πάνος, όταν ξαφνικά εξαφανίζεται. «Ο μεγάλος γιος σπάει το τρίγωνο» λέει η Ελένη Κοκκίδου.

Αυτό γίνεται η κινητήριος δύναμη που τελικά θα οδηγήσει στην αλλαγή. Κινητοποιεί – έστω και κάπως βίαια – δύο ανθρώπους μέχρι εκείνη τη στιγμή εξαρτώμενους. Το ταξίδι της αναζήτησης του Πάνου, ειδικά για τη Χαρούλα, δεν είναι εύκολο. Είναι όμως κάτι πρωτόγνωρο. Βγάζει τους δυο αυτούς ανθρώπους από το μικρόκοσμό τους. Τους εκθέτει σε νέες εικόνες, εμπειρίες. Γνωρίζουν νέους ανθρώπους, κάνουν έναν πολύ καλό φίλο, τον Μιχάλη. Και παρόλο που, όπως παρατηρεί η κ. Κοκκίδου, η Χαρούλα δεν είναι μια γυναίκα που ιδεολογικά μετακινείται εύκολα, φτάνει να αγαπήσει σαν παιδί της έναν άνθρωπο από τη Γκάνα.

Από την άλλη ο Λευτέρης, όπως φαίνεται, ήταν αρκετά πιο έτοιμος για την αλλαγή. «Ο Λευτέρης ήταν έτοιμος εξαρχής, απλά ήταν απαραίτητο να έρθει φυσικά η αλλαγή· να φύγει το παλιό, να φύγει μια παλιά Ελλάδα, η οποία τα βλέπει συντηρητικά τα πράγματα και γραπώνεται στο καινούριο για να το αφαιμάξει όσο περισσότερο γίνεται, να μην το αφήσει να απελευθερωθεί» .«Όταν έρχεται αυτή η φυσική αλλαγή, ο Λευτέρης βρίσκει τη θέση του. Και η θέση του είναι λιγότερο κυνική, πιο χειραφετημένη· είναι πιο ελεύθερη».

Το «Black Stone» προβάλλεται στους κινηματογράφους από το Cinobo.