Ο Ρόμπερτ Ουίλσον κρατάει μια σειρά από λευκές κόλλες χαρτί και σχεδιάζει μια κάτοψη. Το κάνει γιατί θέλει να μεταφέρει μια εικόνα της έκθεσής του στην γκαλερί Bernier/Eliades στο Θησείο, η οποία την ημέρα της συνάντησής μας είναι ακόμα στη διαδικασία στησίματος. «Ξεκινάει από τον δρόμο, όπου θα ακούγεται η φωνή μου καθώς απαγγέλλω ένα κείμενο του Ντάριλ Πίνκνι (σ.σ.: αμερικανός θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος), και συνεχίζει στο εσωτερικό αλλά και στο ξέφωτο της γκαλερί, όπου ο ήχος θα είναι τελείως διαφορετικός. Θα μπαίνεις από το φως στο σκοτάδι και μετά ξανά στο φως. Είναι σαν ένα έργο σε τρεις πράξεις με πρόλογο και επίλογο. Αυτή η εγκατάσταση δομείται με τον ίδιο τρόπο που στήνω μια όπερα, μια θεατρική ή χορευτική παράσταση».

Στις δυο πρώτες «πράξεις» θα παρουσιάζονται γλυπτικά σχέδιά του – επί της ουσίας καρέκλες – από την όπερα «The White Raven» (1998), το θεατρικό έργο «The days before: Death, Destruction & Detroit III» (1999) ενώ στην τρίτη ο χώρος θα πλημμυρίζει από τις βιντεοπροβολές της εγκατάστασης «KOOL» (2006) με τα διαπεραστικά βλέμματα από τις αγαπημένες του κουκουβάγιες να «τρυπάνε» τις οθόνες. Ο τίτλος αυτού του περιβάλλοντος είναι «Owls and Chairs», αλλά η οποιαδήποτε διερευνητική αναφορά στις λέξεις που περιγράφουν πτηνό και αντικείμενο, που επανέρχονται σταθερά στη δουλειά του, θα του προκαλέσει ελαφρά δυσφορία.

Η ζεν φιλοσοφία

«Μην ψάχνετε να αναλύσετε πράγματα που εγώ δεν σκέφτομαι. Δεν χρειάζομαι έναν λόγο για να κάνω κάτι. Η δουλειά μου διαπνέεται περισσότερο από τη ζεν φιλοσοφία, η οποία απέχει πολύ από τη δυτική σκέψη. Είναι κάτι που βιώνεις και μπορείς να σχετιστείς με έναν ελεύθερο τρόπο. Μόλις κολλήσεις από δίπλα μια ερμηνεία ή μια ιδέα, μπλοκάρει τη σκέψη σου και μειώνει τον πλούτο ενός έργου που δεν είναι ποτέ ένα πράγμα. Χθες το απόγευμα είδα ένα πανέμορφο ηλιοβασίλεμα στην Αθήνα. Επρεπε να μου «λέει» κάτι; Είναι κάτι που βιώνω».

Για τον Ουίλσον είναι όλα «opera», άλλωστε στα ιταλικά η λέξη σημαίνει «έργο» από τον πληθυντικό του λατινικού «opus». «Ολες οι τέχνες μπορούν να συμπεριληφθούν στην αρχαία έννοια της λέξης, η αρχιτεκτονική, η ποίηση, η μουσική». Μια όπερα που στην περίπτωση της δουλειάς του Ουίλσον, τη συγκεκριμένη αλλά και γενικότερα, πρόκειται για μια «κατασκευή στον χρόνο και στον χώρο» που δομείται μέσα από μια σειρά από επιλογές. Δηλαδή τη συνύπαρξη και διαδοχή αντιθετικών στοιχείων – το φως με το σκοτάδι, ο θόρυβος με τη σιωπή, το άσπρο με το μαύρο, η μονοχρωμία με την πολυχρωμία, η λυγμική μουσική του συνεργάτη του Χαλ Γουίλνερ και οι ήχοι πτηνών – που τα κάνει να αλληλοενισχύονται δίχως να επεξηγεί το ένα το άλλο.

«Είναι άλλο πράγμα να πάρεις ένα μπαρόκ κομό και να βάλεις πάνω του ένα κηροπήγιο της ίδιας εποχής και άλλο να τοποθετήσεις στην επιφάνειά του μια πέτρα. Ισως η πέτρα σε βοηθάει να δεις το κομό με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι ένα μπαρόκ αντικείμενο που θα βρεθεί κοντά του» θα πει και τα λόγια του θα θυμίσουν απόφθεγμα ανατολικής φιλοσοφίας.

Πίσω από τα σίδερα στην Ελλάδα

Ο Ουίλσον φωτίζει όταν μιλάει για την Ελλάδα, όπως θα πει ότι την «ερωτεύτηκε» όταν ήρθε στη χώρα ως ένας νέος φοιτητής που γύριζε την Ευρώπη με οτοστόπ. «Μου αρέσει το φως, είναι μια όμορφη χώρα. Ημουν τυχερός που επέστρεψα πολλές φορές, μια φορά μάλιστα μπήκα και φυλακή για 7-8 εβδομάδες στη διάρκεια της δικτατορίας. Ηταν πολλοί άνθρωποι στη φυλακή, κόσμος καθόταν σε καφενεία και τους άρπαζαν για να τους μεταφέρουν εκεί, νέους και μεγαλύτερους. Ημουν στην Κρήτη γιατί ήθελα να πάω στη θάλασσα. Είναι μεγάλη ιστορία».

Δεν θα θελήσει να πει περισσότερα για τις προσωπικές του εμπειρίες, άλλωστε η παρουσία του στη χώρα είναι συνεχής και κατά κύριο λόγο για δημιουργικούς λόγους, όπως για την επερχόμενη παράσταση «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Εντουαρντ Αλμπι που θα ανέβει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά στις 24/11. Η Ελλάδα, όπως θα πει, έχει παρεισφρήσει στο έργο του με έναν θεμελιώδη τρόπο που δεν είναι ορατός με «γυμνό μάτι».

«Η δουλειά μου είναι υπό μια έννοια σαν το αρχαίο ελληνικό θέατρο στο οποίο οι ηθοποιοί φορούσαν μάσκες πίσω από τις οποίες απήγγελλαν το κείμενο. Ξεκινώ δημιουργώντας μια εικόνα που δεν είναι απαραίτητο να σχετίζεται με ό,τι ακούω, είναι κάτι που «βλέπω» και δεν αποτυπώνει ή επεξηγεί απαραίτητα το κείμενο. Δημιουργώ μια σκηνική εικόνα που είναι σαν μια μάσκα για αυτό που εγώ ακούω από το κείμενο. Οπότε η δουλειά μου είναι δομημένη με κλασικό τρόπο, ακριβώς όπως η έκθεση στην οποία βρισκόμαστε».

Ενας άλλος, ελπιδοφόρος κόσμος

Αν κρίνει κανείς από τις υπόλοιπες δουλειές του, η εμπειρία θα παραπέμπει στην είσοδο σε μια άλλη διάσταση. «Αυτό με ενδιαφέρει, δεν θέλω να πάω σε μια έκθεση ή σε μια παράσταση και να βιώσω κάτι που νιώθω όταν είμαι σε ένα εστιατόριο ή στο σπίτι μου. Αυτό με συναρπάζει στην τέχνη, ότι μπορώ να πηγαίνω σε έναν άλλο κόσμο. Η κατάσταση είναι φρικτή αυτή τη στιγμή στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη, ζούμε φρικαλεότητες σε όλον τον κόσμο, δεν είναι ότι δεν έχω επίγνωση ή ότι ξεχνάω τις ευθύνες μου ως πολίτης. Μπορούμε όμως να έχουμε ένα μέρος στο οποίο μπορούμε να εισέλθουμε για λίγο για να οδηγηθούμε σε έναν άλλο κόσμο; Δεν χρειάζεται να ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο, και αυτό είναι που κάνει τη ζωή πολύ ενδιαφέρουσα».

Περίπου δηλαδή όπως συμβαίνει σε μια εκκλησία; «Δεν είμαι θρησκευόμενος άνθρωπος. Πιστεύω ότι η θρησκεία, όπως και η πολιτική, διχάζει τους ανθρώπους. Κάποιες φορές όμως πηγαίνω σε κάποια εκκλησία στη Νέα Υόρκη, μια πόλη γεμάτη επιθετικούς ήχους – πυροσβεστικά οχήματα, περιπολικά, φωνές – για να έχω πέντε λεπτά ησυχίας. Προσπαθώ να μην επιφορτίζω τη δουλειά μου με την πολιτική ή τη θρησκεία, αλλά να δημιουργώ έναν χώρο που σε μεταφέρει για λίγο σε έναν άλλο κόσμο, ένα μέρος που μπορεί να φέρει τους ανθρώπους κοντά, γιατί η τέχνη έχει αυτή τη δυνατότητα».

Τα negro spirituals

Αν μη τι άλλο, ο Ουίλσον ήξερε πώς να σταθεί απέναντι στην αδικία στην πραγματική ζωή, όπως όταν ήταν νέος και σταμάτησε τον αστυνομικό που χτυπούσε έναν νεαρό μαύρο, το αγόρι που θα γινόταν τελικά ο θετός γιος του.«Μεγάλωσα στο Τέξας και ήμουν πολύ τυχερός που ήρθα σε επαφή από πολύ νωρίς με την αφροαμερικανική κουλτούρα. Zούσα σε μια κοινότητα που ήταν φυλετικά διαχωρισμένη, δεν μπορούσες να περπατήσεις στον ίδιο δρόμο με έναν μαύρο, δεν μπορούσες να πας στην ίδια τουαλέτα. Αυτά που με κατέπληξαν από νωρίς ήταν τα negro spirituals (σ.σ.: αφροαμερικανικά τραγούδια με έντονα θρησκευτικά στοιχεία). Oτι μια φυλή ανθρώπων που ήρθαν από την Αφρική, αλυσοδεμένοι ως σκλάβοι, που δεν τους επιτρεπόταν να διαβάζουν παρά μόνο τη Βίβλο, δεν έγραψαν τραγούδια διαμαρτυρίας αλλά μουσική για την ελπίδα».

«Owls and Chairs» στην γκαλερί Bernier/Eliades, Επταχάλκου 11, Θησείο, ως τις 5/12.