Με σημερινούς όρους, θα λέγαμε ότι «ιμπρεσάριος» στον κόσμο του θεάματος είναι ο παραγωγός και, τηρουμένων των αναλογιών, ένας τέτοιος επαγγελματίας πάντοτε χρειάζεται μεσάζοντες στον καλλιτεχνικό χώρο, κάτι που, προφανώς, ίσχυε και στην Ιταλία του 18ου αιώνα. «Οποιος έχει γλυκαθεί απ’ το θέατρο, δεν μπορεί να το αποχωριστεί» λέει ο Νίμπιο στον Κόμη Λάσκα και ύστερα φεύγει τρέχοντας να βρει τον πλούσιο Αλή, έναν τούρκο μεγαλέμπορο ο οποίος, ευρισκόμενος στη Βενετία και διαβλέποντας πως με την εισαγωγή της όπερας στη Σμύρνη θα έκανε χρυσές δουλειές, απευθύνθηκε σε εκείνους τους δύο «ατζέντηδες», θα λέγαμε επίσης, με σκοπό να τον βοηθήσουν στην οργάνωση του θιάσου.

Η Λουκρέτσια, μια τραγουδίστρια από τη Φλωρεντία, την οποία ενσαρκώνει η Δάφνη Λαμπρόγιαννη, αψιμαχεί με τις άλλες σοπράνο, την Τονίνα και την Ανίνα, για το ποια θα κυριαρχήσει, ποια θα είναι η «πριμαντόνα» στο έργο. Μόνο που, αλίμονο, τα πράγματα περιπλέκονται και δεν εξελίσσονται ακριβώς όπως θα επιθυμούσαν οι επίδοξοι συντελεστές οι οποίοι, ασφαλώς, είναι πολλοί και έχουν διαφορετικές απαιτήσεις.

Ο Βασίλης Παπαβασιλείου επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο αλλά και στον Κάρλο Γκολντόνι (1707-1793), τον «μέγα αναθεωρητή της ιταλικής κωμωδίας», ανεβάζοντας τον Ιμπρεσάριο από τη Σμύρνη (1757) και η Δάφνη Λαμπρόγιαννη, μιλώντας προς «Το Βήμα», δίνει τον τόνο. «Πλέον είναι εξαιρετικά σπάνιο να σε καθοδηγεί ένας αυθεντικά διανοούμενος σκηνοθέτης. Είμαι τυχερή για αυτή τη συνάντηση. Θα δείτε μια κωμωδία χωρίς κανέναν ενδοιασμό και χωρίς καμία σοβαροφάνεια. Είναι θέατρο με όλους τους κώδικές του που, δυστυχώς, κοντεύουμε να ξεχάσουμε σε αυτή τη χώρα» τόνισε με έμφαση η γνωστή ηθοποιός, την οποία συναντήσαμε τις προάλλες, λίγο προτού αρχίσει η πρόβα, στα καμαρίνια του Κτιρίου Τσίλλερ.

Ενα πολιτικό έργο

«Οσο περνούν οι μέρες τόσο περισσότερο πιστεύω ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια τυπική παρασκηνιακή κωμωδία θεατρικών ηθών αλλά με ένα βαθύτατα πολιτικό έργο. Από τη μια μεριά, έχουμε τον «ιμπρεσάριo», το κεφάλαιο αν προτιμάτε, και μια ομάδα φτωχών και κακόμοιρων ανθρώπων που το διεκδικούν για να φάνε, περί αυτού πρόκειται. Από την άλλη μεριά, πέραν της ματαιοδοξίας, υφίσταται και το κρίσιμο ζήτημα της εξουσίας που ασκείται σε ποικίλα επίπεδα. Δεν στέκομαι τόσο στον ανταγωνισμό, στον οποίο μοιραία εξωθείται κανείς, επειδή ακριβώς δεν αποτελεί ίδιον του θεάτρου, συμβαίνει κυριολεκτικά παντού και τον εντοπίζουμε στον πυρήνα της σημερινής πραγματικότητας, πολιτικής και κοινωνικής» είπε η Δάφνη Λαμπρόγιαννη και, σχολιάζοντας την αποπνικτική επικαιρότητα της Ελλάδας, υπογράμμισε δηκτικά ότι «αισθάνομαι υγιής που είμαι χάλια», διότι αυτό μπορεί να οδηγήσει και «σε πράξεις», ενώ, υπονόησε, η πολυδιαφημισμένη «θετική ενέργεια» και «ο γενικός εξορκισμός της ασαφούς τοξικότητας» δεν οδηγεί πουθενά.

Ο αγώνας της επιβίωσης

«Λοιπόν, για να επανέλθω, υποδύομαι τη Λουκρέτσια, η οποία δεν τραγουδάει καν, το δηλώνει κιόλας με τον τρόπο της, αλλά δεν επιχειρεί να πείσει τον εαυτό της για κάτι παραπάνω. Βεβαίως εκεί που πρέπει το πουλάει, ότι είναι η απόλυτη τραγουδίστρια, προκειμένου να επιβιώσει. Τολμώ να πω ότι η ηρωίδα προσπαθεί να επιβιώσει όχι μόνο μέσα σε αυτή τη δουλειά αλλά και μέσα στη ζωή ευρύτερα, δίχως να προσφέρει τη φωνή της αλλά όλα τα υπόλοιπα, ό,τι αναγκάστηκε δηλαδή ως γυναίκα να καλλιεργήσει, ακριβώς, για να επιβιώσει» συμπλήρωσε με λεπτή αλλά και πικρή ειρωνεία η Δάφνη Λαμπρόγιαννη. «Και στο συγκεκριμένο έργο του Γκολντόνι, αναγνωρίζω πια πολύ καθαρά πως ό,τι γίνεται στο θέατρο γίνεται και στη ζωή έξω από θέατρο» έσπευσε να προσθέσει.

Από εκείνο το σημείο και μετά η κουβέντα μας κινήθηκε σε μια πιο εξομολογητική διάσταση, στον απόηχο των τελευταίων ετών, τόσο της πανδημίας, η οποία επεξέτεινε δραματικά την εργασιακή επισφάλεια και στο θέατρο, όσο και του εγχώριου κινήματος #MeToo, «φεμινιστικού αλλά και συμπεριληπτικού» που, παρότι ξεκίνησε από τον αθλητισμό, βρήκε την πλέον δυναμική έκφρασή του στον χώρο της υποκριτικής, πρωτίστως μέσω των γυναικών.

Κακοποιητικές συμπεριφορές

«Τη θέση που παίρνεις απέναντι στα πράγματα ενίοτε την πληρώνεις ακριβά. Ετσι είναι. Προσωπικά, έχω πληρώσει την αντίστασή μου απέναντι στα κακά ήθη για τα οποία συζητούμε. Να ξέρετε όμως ότι το πιο φοβερό στην περίπτωσή μου ήταν πως δεν το ήξερα, νόμιζα ότι το ήξερα αλλά δεν το είχα καν αντιληφθεί. Και με αυτό το πρόσφατο κύμα κατάλαβα κι εγώ ορισμένα πράγματα για εμένα την ίδια. Δηλαδή, σε ποιον βαθμό έχω παραβιαστεί, για να μην πω βιαστεί – ναι, δεν είναι υπερβολικός ο όρος, έχει άλλωστε και νομική βάση – ανεχόμενη διάφορες κακοποιητικές συμπεριφορές. Από τη στιγμή που είχα τον χαρακτήρα, που έτυχε να έχω χαρακτήρα τέτοιον ώστε να αντιδρώ σε ανάλογες απαράδεκτες συμπεριφορές, θεωρούσα ότι δεν είχα υποστεί τίποτα, επειδή τα έβγαζα πέρα. Ωστόσο, σιγά-σιγά συνειδητοποίησα ότι είχα υποστεί πολλά που είχα απωθήσει και ξεχάσει και ότι όλα αυτά κόστιζαν πολύ στην υγεία μου. Εχω μπει και έχω βγει τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές στα νοσοκομεία και έχω κάνει κι εγώ δεν ξέρω πόσες εγχειρήσεις. Τώρα πια το ξέρω, ένας άνθρωπος που αντιστέκεται το πληρώνει με το σώμα του, αν μη τι άλλο, πέρα από την ψυχή του. Διότι και κατάθλιψη έχω, το ξέρω πια, τόσα χρόνια. Από τότε που άρχισα να ενηλικιώνομαι ως γυναίκα και ως επαγγελματίας αργότερα, έπρεπε πάντα να αντιστέκομαι, να κρατάω κόντρα με το ένα χέρι και να δουλεύω με το άλλο. Αυτό συνεπάγεται μια τεράστια κόπωση. Τα μοιράζομαι όλα αυτά κυρίως για να τα διαβάσουν όσοι και όσες, πολύ εύκολα, έξω από τον χορό, λένε «ας μιλούσαν τότε, γιατί τώρα;» και «ας έφευγαν». Πολλές φορές είχα μιλήσει τότε, υπερασπιζόμενη τον εαυτό μου ή άλλους συναδέλφους, πολλές φορές δεν έφυγα τότε, πολλές φορές με… φύγανε τότε. Πολλές φορές αντέδρασα και δεν άνοιξε ρουθούνι τότε, όλα θάφτηκαν. Πόσο άδικο και λυπηρό πάντως, έχουμε μάθει να τα χρεώνουμε όλα στα θύματα που δεν αντιστέκονται παρά σε εκείνους που επιτίθενται» ανέφερε.

Η αγάπη για την κωμωδία

Κατά τα λοιπά, «την αγαπώ πολύ την κωμωδία ως είδος, είναι ένας τρόπος να πάει η ζωή παρακάτω, σε δύσκολες φάσεις στην καθημερινότητά μου σκέφτομαι ότι «το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι η κωμωδία». H κωμωδία δεν είναι κάτι χαζοχαρούμενο, λέει τα πιο βαριά και σοβαρά πράγματα και, παράλληλα, είναι σαν να σε προτρέπει και να σου λέει «έλα, ξεκόλλα, πάμε, συνεχίζουμε». Ναι, η κωμωδία δεν σε αφήνει να πεθάνεις» κατέληξε η Δάφνη Λαμπρόγιαννη.

«Ο ιμπρεσάριος από τη Σμύρνη» του Κάρλο Γκολντόνι, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, από 26/10 στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (Κτίριο Τσίλλερ). Περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές, τους ηθοποιούς, τις ημέρες και τις ώρες της παράστασης εδώ.