«Κάθε φορά που αναλαμβάνω κάτι, τα 9/10 του εαυτού μου φωνάζουν «φύγε. Tι κάνεις; Πώς έμπλεξες έτσι; Aφού δεν μπορείς». Για αυτό και δεν πηγαίνω ποτέ να δω τις παραστάσεις που σκηνοθετώ. Kαι δεν θα πηγαίνω μέχρι να μπορέσω να αποδεχτώ το ποιος πραγματικά είμαι. Να πάψω δηλαδή να είμαι ένας νάρκισσος που νομίζει ότι είναι κάτι ξεχωριστό και όταν τελικά αντιλαμβάνεται ποιος πραγματικά είναι απογοητεύεται». Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος μοιάζει να έχει προσέλθει στην κουβέντα μας με διάθεση εξομολογητική.

«Ξέρετε, μικρός δεν μπορούσα ούτε τον εαυτό μου να αντικρίσω στον καθρέπτη. Εχω κάνει φοβερή δουλειά για να με αντέχω» συνεχίζει. «Και γιατί γίνατε ηθοποιός;» τον ρωτώ. «Δεν το καταλαβαίνετε; Μία κραυγή για αποδοχή ήταν αυτή η απόφαση. Μιας, βέβαια, μάταιης αναζήτησης αποδοχής γιατί στο τέλος πάντα συνειδητοποιήσεις ότι κανένα εξωτερικό «χειροκρότημα» δεν μπορεί να σε κάνει να αποδεχτείς τον εαυτό σου. Το βαρέλι παραμένει τρύπιο όσο νερό και εάν του ρίξεις…».

Σε πολλές αποστροφές του λόγου του θα αναρωτηθώ εάν πράγματι o Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος είναι τόσο σκληρός με τον εαυτό του ή εάν τα λεγόμενά του είναι μέρος ενός άκρως γοητευτικού καλλιτεχνικού προσωπείου. Πετυχημένος ηθοποιός; Αναμφισβήτητα. Ενας μάλιστα από τους καλύτερους της γενιάς του, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει καταπιαστεί και με τη σκηνοθεσία δημιουργώντας παραστάσεις που σε κινητοποιούν. Φέτος επιστρέφει στη σκηνή για δεύτερη χρονιά στον ρόλο του Αλσέστ στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου που σκηνοθετεί ο Γιάννης Κακλέας στο Θέατρο Εμπορικόν.

Αγαπώντας τον Μισάνθρωπο

Η διαφορετική ανάγνωση που προτείνει η παράσταση επάνω σε αυτόν τον κλασικό ρόλο συζητήθηκε πολύ, καθώς ο Αλσέστ του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου σε αντίθεση με ό,τι έχουμε συνηθίσει από τα σκηνικά ανεβάσματα του «Μισάνθρωπου», δεν φέρει καμία επαναστατικότητα, δεν κάνει καμία ρήξη με την κοινωνία που κατακρίνει, αλλά αντίθετα αποτελεί κομμάτι της.

«Δεν θεωρώ ότι εμείς αποκαλύψαμε την αλήθεια. Αλλά νομίζω ότι η ανάγνωσή μας δικαιολογεί το γιατί ο Μολιέρος ονόμασε αυτό το έργο «Μισάνθρωπο»» αναφέρει. «O Aλσέστ είναι αναμφισβήτητα ένας άνθρωπος που νομίζει ότι μάχεται κατά της υποκρισίας της κοινωνίας, που θεωρεί ότι αρθρώνει ανάστημα σε όλα τα σαλόνια της φαιδρότητας των ευγενών που περιφέρονται από σουαρέ σε σουαρέ, ανεπάγγελτοι και κενοί. Το πρόβλημα όμως είναι ότι και εκείνος βρίσκεται μέσα σε αυτά ακριβώς τα ίδια σαλόνια. Ούτε για εκείνον θα μάθουμε ποτέ τι επαγγέλλεται. Ο ίδιος τρέφεται με το να λέει «εγώ δεν είμαι σαν εσάς!», αλλά την ίδια στιγμή δεν μας λέει τι τελικά είναι ο ίδιος. Το αποκορύφωμα είναι ότι ερωτεύεται τη Σελιμέν και σέρνεται πίσω από μία γυναίκα που αντιπροσωπεύει όσα ο ίδιος απεχθάνεται».

Η παραδοχή

Μάλιστα ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος κάνει μία ενδιαφέρουσα αναγωγή. «Νομίζω θα ήταν εκείνος ο άνθρωπος που θα έγραφε φοβερά έξυπνα και πνευματώδη άρθρα στο Facebook εναντίον των social media που ο ίδιος χρησιμοποιεί για να τα κατακρίνει και την ίδια στιγμή θα ήταν ερωτευμένος με το κορίτσι με τους περισσότερους followers στο Ιnstagram. Είναι υποκριτής όχι ως προς τους άλλους αλλά προς τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτόν λοιπόν τον ήρωα εγώ τον αγαπώ γιατί του μοιάζω πολύ» καταλήγει. «Τον αγαπώ γιατί είμαι το ίδιο υποκριτικής με εκείνον».

«Είναι γενναίο πάντως να παραδέχεστε κάτι τέτοιο» παρατηρώ. Χαμογελά. «Και αυτή η παραδοχή είναι ίσως αποτέλεσμα ναρκισσισμού. Πρώτον γιατί παραδεχόμενος κάτι τέτοιο σας εμποδίζω να το πείτε εσείς για μένα και δεύτερον γιατί με το να το ξεστομίζω αυτό φαίνομαι ξεχωριστός μπροστά σας. Από παιδί πάσχιζα να ξεχωρίζω, να είμαι ο μυστήριος. Και υιοθετούσα όλα τα γνωστά κόλπα, τα μαύρα ρούχα, τη μελαγχολία. Βασικά είμαι πολύ αναγνωρίσιμη περίπτωση. Ανήκω σε αυτούς τους ανθρώπους που θέλουν να γίνονται το επίκεντρο διατυμπανίζοντας ότι θέλουν να περνούν απαρατήρητοι. Πλέον όλο αυτό το αντιμετωπίζω με χιούμορ και αγάπη, αλλά δεν μπορώ να λέω ψέματα στον εαυτό μου».

Σκηνοθετώντας

Την ίδια στιγμή σκηνοθετεί για δεύτερη χρονιά το έργο του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο «Φιλουμένα Μαρτουράνο» – κάνει πρεμιέρα στις 18 Οκτωβρίου – στο Θέατρο Δημήτρης Χορν, με πρωταγωνιστές τη Μαρία Ναυπλιώτου και τον Μελέτη Ηλία.

«Αυτό που με απασχόλησε στα αλήθεια σε αυτό το έργο είναι η δυνατότητα που υπάρχει μεταξύ δύο ανθρώπων να συναντηθούν. Δηλαδή εγώ να δω αληθινά εσάς και εσείς να δείτε αληθινά εμένα. Να σας δω πέρα από τη μάνα σας, τον πατέρα σας, το μεγάλωμά σας, την πόλη σας, το πατρικό σας, όλα αυτά δηλαδή τα στοιχεία που έχουν κάτσει επάνω σας σαν σκόνη και με τον ίδιο τρόπο να αντικρίσετε και εσείς εμένα. Και ίσως τότε μετακινηθούμε από όσα μας έμαθαν. Η Φιλουμένα Μαρτουράνο και ο Ντομένικο Σοριάνο είναι δύο άνθρωποι που ενώ ζουν 25 χρόνια μαζί δεν έχουν κοιταχτεί ούτε μία φορά αληθινά. Μου αρέσει αυτό το έργο γιατί έχει πάρα πολλά παρακλάδια. Μιλάει, για παράδειγμα, για τη θέση της γυναίκας ιδωμένης όχι μέσα από μια επίκαιρη καταγγελτική ματιά, αλλά μια συμπονετική ματιά επάνω στο αδιέξοδο των ανθρώπινων συναντήσεων. Ακόμη και αυτό το «τέρας» που λέγεται Ντομένικο Σοριάνο είναι ένα ανθρωπάκι, ένας γιος του μπαμπά του, που όταν η ζωή δεν του φέρνει τα πράγματα όπως τα θέλει δεν ξέρει πώς να σταθεί. Και όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπορεί να μετακινήσει τον εαυτό του προς μια κατεύθυνση συνάντησης».

Η ταυτότητα

Τέλος, τον Δεκέμβριο αναμετριέται σκηνοθετικά με το έργο του λιβανο-καναδού συγγραφέα Ουαζντί Μουαουάντ «Ολοι εμείς πουλιά» που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Εθνικό Θέατρο. Πρόκειται για ένα κείμενο που μιλάει για τον εγκλωβισμό που επιβάλλουν η καταγωγή, η θρησκεία, οι οικογενειακές παραδόσεις, με επίκεντρο τη σχέση ενός γερμανοεβραίου φοιτητή και μιας αμερικανίδας φοιτήτριας αραβικής καταγωγής.

«Είναι το πιο συνταρακτικό κείμενο που έχω διαβάσει τα τελευταία πολλά χρόνια» αναφέρει ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. «Με πρόσχημα το εβραϊκό και παλαιστινιακό ζήτημα, κατά τη γνώμη μου αυτό το έργο μίλα για ένα μόνο πράγμα: για το τι σημαίνει ταυτότητα. Φανταστείτε μία ζωή που δεν θα υπάρχουν ταυτότητες. Που εγώ δεν θα είμαι ηθοποιός, δεν θα είμαι σκηνοθέτης, δεν θα είμαι Ελληνας, δεν θα είμαι χριστιανός. Τότε ποιοι θα είναι οι εχθροί μου; Πού θα τους βρω; Θα εκλείψουν. Και εδώ έρχεται μια περσική παραβολή που μιλάει για αυτό το πουλί που ονειρεύτηκε να κολυμπήσει με τα ψάρια. Ολοι το απέτρεπαν αλλά αυτό βούτηξε και τότε τα ψάρια έκθαμβα το ρώτησαν «τι είσαι;». Και εκείνο απάντησε σκέτα: «εγώ είμαι»».

«Ο Μισάνθρωπος»: Από Τετάρτη έως Κυριακή στο Θέατρο Εμπορικόν (Σαρρή 11, Ψυρρή). Πρεμιέρα 21 Οκτωβρίου.