Η περίπτωση της προσωπικότητας και του έργου του Ιωάννη Καποδίστρια δεν έπαψε στην πραγματικότητα να απασχολεί ποτέ την ιστορική κοινότητα και το κοινό. Ο Καποδίστριας δεν υπήρξε μόνο ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Ηταν και σε διεθνές επίπεδο, ως διπλωμάτης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ένας σημαντικός παίκτης της «εποχής των Επαναστάσεων», επομένως το διαρκές ενδιαφέρον της έρευνας για το πρόσωπό του είναι αναμενόμενο.

Ο «ρωσικός» προσανατολισμός τον καθιστά ελκυστικό για μια μερίδα της κοινής γνώμης, ενώ για μία άλλη η καποδιστριακή περίοδος εκλαμβάνεται ως χαμένη ευκαιρία, ένα «What if?» της ελληνικής ιστορίας που αφορά τη δυνητική εικόνα του κράτους που θα προέκυπτε αν ο Κυβερνήτης είχε ολοκληρώσει το έργο του. Οι προσλήψεις αυτές, οπωσδήποτε, έχουν μερικό χαρακτήρα, φωτίζουν συγκεκριμένες πλευρές συσκοτίζοντας άλλες. Εδώ υπεισέρχεται και ο παράγοντας της ιδιοτυπίας του βίου του Καποδίστρια.

Τα όσα δεν γνωρίζουμε είναι αρκετά, με συνέπεια να διατυπώνονται υποθέσεις όπως αυτή του Παναγιώτη Πασπαλιάρη ο οποίος τον προτείνει ως συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας (Ο Μεγάλος Ανορθόγραφος, εκδ. Ναυπλιεύς, 2021). Τα όσα μαθαίνουμε ακόμη είναι ικανά να μεταβάλουν την οπτική μας, όπως η τεκμηρίωση από την ιστορικό Κωνσταντίνα Ζάνου το 2009 ότι ο Καποδίστριας συνέβαλε στη συγγραφή της Histoire Moderne de la Grèce του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού που εκδόθηκε στη Γενεύη το 1828 (στα ελληνικά Ιστορία της νεότερης Ελλάδας, εκδ. Αρμός, 2024).

Παρόμοια θεώρηση από λοξή οπτική γωνία συνιστά υπό μία έννοια και Το αθέατο εγχειρίδιο (εκδ. Εστία) του επίτιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Α. – Ι. Δ. Μεταξά, ανάγνωση επτά κειμένων του Ιωάννη Καποδίστρια, υπηρεσιακών υπομνημάτων και επιστολών σχετιζόμενων με την Ελληνική Επανάσταση, ως απόπειρα προσέγγισης της διπλωματικής σκέψης και πράξης του. Αφετηρία της μελέτης είναι η τοποθέτηση του Καποδίστρια στον καιρό του: τα Ιόνια Νησιά, ο «Επτανησιακός Διαφωτισμός», οι πολιτικές και πολιτισμικές προσδοκίες στο γύρισμα του 18ου προς τον 19ο αιώνα, το κλίμα του «δειλά διαχεόμενου πολιτικού φιλελευθερισμού», βενετικές, γαλλικές, αγγλικές επιρροές, ο απόηχος του 1789, ο διαδιδόμενος συνταγματισμός συγκροτούν τον διανοητικό του περίγυρο.

Ορθολογισμός, παιδεία και δημοκρατία σε προοπτική χρόνου αποτελούν τις υπερκείμενες προϋποθέσεις της πολιτικής του – ως θεωρητικές θέσεις, όμως, των οποίων η πρακτική εφαρμογή κρίνεται προβληματική: οι αρχές αυτές είναι επιθυμητές, όμως ο Καποδίστριας θα ασκήσει μονοπρόσωπη εξουσία ως κυβερνήτης έτσι ώστε το κράτος να μην αποβεί «απλοήγητη πολιτεία». (Ο λαός σε αυτή τη λογική πρέπει να μετέχει της εξουσίας «διά της συγκαταθέσεώς του», έγραφε στον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας το 1821).

Το δεδομένο γεωπολιτικό και διπλωματικό πλαίσιο είναι η Ευρώπη και οι συνομολογημένες συνθήκες που οφείλουν να τηρούνται. Εντός του, ένα κίνημα όπως το ελληνικό πρέπει να θεσπίσει «υπέρτατη εθνική διοίκηση», να εξασφαλίσει συμμαχίες, να χρησιμοποιήσει στους κατάλληλους ρόλους πρόσωπα που μοιράζονται κοινές αξίες και αρχές. Καθήκον και αρετή τέτοιων αξιωματούχων είναι η «πραγματολογική διάγνωση και πραγματιστική προσέγγιση».

Η επιλογή της «εύχρονης στιγμής» για μια πολιτική ή διπλωματική πρωτοβουλία συνιστά σημαντικό παράγοντα και εξηγεί γιατί ο Καποδίστριας υπήρξε επιφυλακτικός έναντι της Επανάστασης το 1821. Το υπόμνημα «Προς τους αγωνιζόμενους Ελληνας», πέρα από την απορριπτική του όψη και την καθοδηγητική του μορφή, εστιάζει στη σημασία της «ενδοχώριας» και «εξωχώριας» νομιμοποίησης του Αγώνα.

Στη συνολική τους προοπτική και πλαισιωμένα με περαιτέρω ενδείξεις, τα κείμενα και οι θέσεις αυτές συγκροτούν, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ένα «Εγχειρίδιο Διεθνούς Πολιτικής». Ιχνηλατώντας με προσοχή και συσχετίζοντας με επιπλέον τεκμήρια από άλλα έγγραφα και πηγές τη συνειδητή εκ μέρους του Κυβερνήτη σύλληψη της «Υψηλής Πολιτικής», ο Α. – Ι. Δ. Μεταξάς σε αυτή την αξιοπρόσεκτη μελέτη αναδεικνύει τις καθοδηγητικές αρχές του καταλήγοντας στην αναγνώριση ενός διαχρονικού «Καποδιστριακού Κανόνα» επίλυσης κρίσεων και συμβάλλοντας στην ανανέωση της εικόνας του.