Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ποιες είναι οι προθέσεις του Αλέξη Τσίπρα δια της «Ιθάκης». Το rebranding μιας- σχεδόν κατά γενική ομολογία- όχι και τόσο επιτυχημένης κυβερνητικής θητείας; Η επαναφορά στην πολιτική με κάποιες- έστω- αξιώσεις ή μήπως η υστεροφημία, η αποτύπωση δηλαδή της κατά τον εαυτόν «αλήθειας»; Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα δεν έχει τόση σημασία. Ούτε όμως τα πρόσωπα που βρέθηκαν πέριξ του πρώην πρωθυπουργού και στα οποία επικεντρώθηκαν τα δεκάδες δημοσιεύματα, από το πρωί της Δευτέρας, έχουν τόση σημασία.

Ευνόητη μεν η προσπάθεια για οριστικό ξεκαθάρισμα με το παρελθόν, αντιληπτό επίσης το ενδιαφέρον για τις συγκρούσεις που αενάως δημιουργούνται εξαιτίας των διάφορων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων εντός της Αριστεράς ή ακόμα και για τις λαμπερές, στα όρια του γκροτέσκ, περιπτώσεις, όπως ο Στέφανος Κασσελάκης και ο Γιάννης Βαρουφάκης.

Αυτό που προκύπτει μέσα από τις 760 σελίδες του βιβλίου του Αλέξη Τσίπρα και που έχει σημασία, είναι ένα τραγικό έλλειμμα στρατηγικής του ιδίου και του κόμματός του, σε κάθε κομβική στιγμή της διακυβέρνησης. Αλλά και στα χρόνια της αντιπολίτευσης. Έλλειμμα σχεδίου αντιμετώπισης της μνημονιακής κρίσης και των δανειστών. Αδυναμία ανάλυσης της διεθνούς συγκυρίας. Δυστοκία στον αναγκαίο μετασχηματισμό του κόμματος. Λογικό απότοκο όλων αυτών η αναιμική άσκηση αντιπολίτευσης και η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, από το 36% του 2015, εις διπλούν, στο 31% του 2019 και το εν τέλει το 17% του 2023.

Το πρόβλημα, βεβαίως, ξεκινά από τον τρόπο που η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ προσέγγισε την παγκόσμια οικονομική κρίση, όταν αυτή πέρασε στην Ευρώπη, καίριο μέρος της οποίας ήταν και η ελληνική περίπτωση: Η Δύση βρισκόταν σε στροφή ριζοσπαστικοποίησης προς τα αριστερά και η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα αποτελούσε το έναυσμα για να αντιμετωπιστεί συλλογικά η «νεοφιλελεύθερη λαίλαπα των μνημονίων και της λιτότητας». Τελικά ριζοσπαστικοποίηση υπήρξε, προς την αντίθετη όμως κατεύθυνση, καθώς αυτή που διογκώθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η ούλτρα δεξιά. «Η έφοδος στον ουρανό», όπως την αποκάλεσε ο Αλέξης Τσίπρας, συνετρίβη πριν καλά- καλά την απογείωση.

Αν βεβαίως το σχέδιο ήταν τόσο μεγαλεπήβολο, τότε αυτή που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερο προβληματισμό είναι η επιλογή του υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης, η οποία προοριζόταν να ανατρέψει τις θεσμοθετημένες μνημονιακές προβλέψεις. Γράφει ο κ. Τσίπρας ότι κατέληξε στον Γιάννη Βαρουφάκη, κατόπιν της άρνησης του Γιάννη Δραγασάκη. Σήμερα βέβαια, ο πρώην πρωθυπουργός μιλά για «επιστημονική εμμονή» του εκλεκτού του, ο οποίος θα ήθελε πάση θυσία να εφαρμόσει τις θεωρίες του- περί παιγνίων κλπ- στην πολιτική. «Δίναμε υπαρξιακό αγώνα», εκμυστηρεύεται ο συγγραφέας, απ’ ότι φαίνεται όμως πειραματιζόμενος. Η αντικατάσταση του κ. Βαρουφάκη, αμέσως μετά το «βροντερό Όχι», αποτελεί την πλέον αδιάψευστη απόδειξη του στρατηγικού λάθος στο οποίο υπέπιπτε διαρκώς, επί ένα εξάμηνο, ο κ. Τσίπρας. Στο τέλος της ημέρας, μοιραίο αποτέλεσμα ήταν το τρίτο μνημονιακό πρόγραμμα, καθώς ούτε η μεγάλη μπλόφα έπιασε: Μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, στο Μέγαρο Μαξίμου πόνταραν ότι οι αγορές του κόσμου θα ξυπνήσουν στο «κόκκινο». Τελικά, δεν άνοιξε μύτη.

Είναι τόσο πολλά αυτά που έχουν ειπωθεί περί των στόχων της διαπραγμάτευσης και του δημοψηφίσματος, που από ένα σημείο και μετά, χάνεται η στόχευση. Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία, ότι η δική του «κόκκινη» γραμμή ήταν η παραμονή στο ευρώ. Τότε, πώς εξηγείται η έως και τρομακτική φράση του στενότερου τότε συνεργάτη του, Νίκου Παπά, κατά τη διάρκεια της 17ωρης, δραματικής, Συνόδου Κορυφής της 12ης Ιουλίου, με τη χώρα να βρίσκεται στο χείλος της αβύσσου: «Πάμε να φύγουμε, να τους ξεφτιλίσουμε εμείς»; Στην «Ιθάκη», ο Αλέξης Τσίπρας, απλώς χαρακτηρίζει τον τότε υπουργό Επικρατείας του, απλώς «πιο ενθουσιώδη και εύφλεκτο».

Όλα αυτά έρχονται σε άκρα αντίστιξη με την εμπεριστατωμένη παρέμβαση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπάρακ Ομπάμα, ο οποίος, με μνημειώδη επάρκεια, περιέγραψε στον έλληνα πρωθυπουργό την πραγματικότητα: Μπορεί να είσαι πολιτικά κυρίαρχος στη χώρα σου, όμως είναι πολλοί αυτοί που για πολιτικούς λόγους θέλουν να σε οδηγήσουν στο εθνικό νόμισμα. Ήταν αυτό άραγε τόσο δύσκολο να γίνει κατανοητό από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ;

Προ όλων αυτών, είχε καταγραφεί η ιδιότυπη στροφή προς τη Μόσχα- μια κίνηση, αν όχι απελπισίας, τότε βεβαίως, άνευ παραμικρού στρατηγικού ερείσματος. Ακόμα και αν κανείς δεχθεί ότι ήταν άλλοι, νοσταλγοί της σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης, αυτοί που έριξαν στο τραπέζι την ιδέα ότι η Μόσχα θα προκαταβάλει κάποια δισ. ευρώ για έναν αγωγό που δεν υπήρχε καν στα χαρτιά, προκύπτει μια εύλογη απορία για τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα: Περίμενε κάτι διαφορετικό απ’ τον Βλαντίμιρ Πούτιν; «Να τα βρεις με την Μέρκελ», ήταν η προφανής απάντηση, δια της οποίας, πριν απ’ όλα, γίνεται αντιληπτή η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αναλύσει, έστω στοιχειωδώς, τη γεωπολιτική συγκυρία της εποχής. «Θα προτιμούσε, μου είπε, εκείνα τα χρήματα που ζητήσαμε, να τα έδινε σε ένα ορφανοτροφείο, διότι, εάν τα έδινε στην Ελλάδα, θα ήταν σαν να τα πετούσε σε σκουπιδοτενεκέ», αφηγείται ο κ. Τσίπρας, μην ξεχνώντας να στολίσει τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. «Για μερικούς συντρόφους μου είχα πάντα την απορία, αν αντιλαμβάνονταν, έστω και στοιχειωδώς, την πραγματικότητα. Ο Λαφαζάνης ήταν ένας από αυτούς». Με αυτούς, όμως, κυβέρνησε.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας ήταν χειρότεροι ως αξιωματική αντιπολίτευση απ’ ότι ως κυβέρνηση. Ενδεχομένως να έχουν δίκιο, καθώς, αφενός από την πλευρά της ηγεσίας δεν καταγράφηκε η παραμικρή διάθεση εξέλιξης, αφετέρου το κόμμα παρέμεινε εγκλωβισμένο στη λογική του παρελθόντος. Κυρίως, όμως, ο πρώην πρωθυπουργός εμφανίστηκε αδύναμος και δεσμευμένος στην ηθικολογία της Αριστεράς που υπηρέτησε στα νιάτα του. Ούτε προς το κέντρο ήταν ικανός να πάει, ούτε προς τα αριστερά. Και ας αποδίδει σήμερα τις ευθύνες στην «Ομπρέλα», που ήρθε και του διαμήνυσε ότι θα πρέπει να ξεχάσει το ενδεχόμενο μετάβασης προς ένα πιο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο κόμματος. Ο Αλέξης Τσίπρας απλώς περίμενε να πέσει ο Μητσοτάκης ως «ώριμο φρούτο», εξαιτίας ελλείμματος ενσυναίσθησης. Περί ελλείμματος στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, ουδείς έκανε τότε λόγο.

Το παρελθόν ενίοτε κρύβει εκπλήξεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το παρελθόν μάλλον δε βοηθάει τον κ. Τσίπρα. Η «Ιθάκη» μοιάζει κάπως βιαστικά γραμμένη, ίσως η απόσταση του χρόνου θα βοηθούσε να εμπεδωθεί καλύτερα τι και κυρίως γιατί πήγε λάθος. Το πρόβλημα, βεβαίως, είναι ότι και στη σύγχρονη συγκυρία, δηλαδή στον πολιτικό λόγο που έχει διατυπώσει τους τελευταίους μήνες ο κ. Τσίπρας, δε φαίνεται να υπάρχουν εποικοδομητικές προτάσεις που να συνάδουν με το πολύπλοκο πολιτικό και διπλωματικό περιβάλλον. «Υπάρχει σήμερα εναλλακτική, αυτή είναι η πεποίθησή μου (…) Υπάρχουν οι κοινωνικές δυνάμεις να τη στηρίξουν. Η πατρίδα μας χρειάζεται άμεσα ένα μεγάλο σοκ. Ένα σοκ εντιμότητας, δικαιοσύνης και δημοκρατίας. Και η οικονομία μας ένα μεγάλο αναπτυξιακό σοκ, εφάμιλλο των αντίστοιχων της περιόδου Τρικούπη και Βενιζέλου. Ένα ολιστικό Εθνικό Σχέδιο Αναγέννησης με ορίζοντα το 2030». Αν αυτό είναι το σχέδιο, τότε μάλλον δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες μιας πανηγυρικής επιστροφής. Διότι το 2027, δε θα υπάρχουν τα φαντάσματα του παρελθόντος.