Τα δεδομένα είναι τα εξής: Πρώτον, η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί πλέον ένα από κέντρα ενεργειακού ενδιαφέροντος της Ουάσινγκτον. Δεύτερον, η διοίκηση Τραμπ προσλαμβάνει την ευρύτερη περιοχή αμιγώς υπό ένα ιδιόμορφο οικονομικό πρίσμα- η πρόσοδος για τις αμερικανικές επιχειρήσεις διαμορφώνει τις γεωπολιτικές ισορροπίες.
Τρίτον, το σχήμα 3+1 (Ελλάδα- Κύπρος- Ισραήλ και ΗΠΑ) αναβίωσε στην Αθήνα σε επίπεδο υπουργών Ενέργειας, στο κοινό ανακοινωθέν των οποίων υπογραμμίστηκε η «σημασία των περιφερειακών έργων ενεργειακής διασύνδεσης, τόσο αυτών που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη όσο και όσων σχεδιάζονται στο πλαίσιο του Διαδρόμου Ινδίας–Μέσης Ανατολής–Ευρώπης». Τέταρτον, σύμφωνα με πηγές από την Κύπρο που διαθέτουν άριστη εικόνα όσων ειπώθηκαν στη συνεδρίαση του 3+1, η διατύπωση περί έργων που βρίσκονται «ήδη σε εξέλιξη» αφορά αποκλειστικά την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας- Κύπρου και δυνάμει Ισραήλ (GSI), απλώς για ευνόητους λόγους τήρησης των ισορροπιών με την Άγκυρα επιλέχθηκε να μην υπάρξει ονομαστική καταγραφή.
Κι όμως, εντός αυτής της ευνοϊκής συγκυρίας Αθήνα και Λευκωσία «παγώνουν» προς το παρόν το έργο προκειμένου να επανεξετάσουν τις οικονομικές και τεχνικές παραμέτρους αλλά και να αναζητήσουν πιθανούς επενδυτές, με τις πρώτες κυβερνητικές διαρροές από την Αθήνα να δείχνουν προς την πλευρά του αμερικανικού κρατικού αναπτυξιακού ταμείου (DFC). Η συμφωνία περί της μεταστροφής των κ. Μητσοτάκη και Χριστοδουλίδη, με πρωταρχικό στόχο να μεταδοθεί η εικόνα ότι η ηλεκτρική διασύνδεση δεν θα παραμείνει εις το διηνεκές στο τέλμα της ελληνοκυπριακής αντιπαράθεσης και υπό τη σκιά της τουρκικής απειλής, οριστικοποιήθηκε λίγο πριν από τη συνεδρίαση της Διακυβερνητικής Συνόδου την περασμένη Τετάρτη στην Αθήνα.
Ο μεν Έλληνας πρωθυπουργός αφού ανέδειξε την ενεργό αμερικανική εμπλοκή στην Ανατολική Μεσόγειο ως ευκαιρία, χαρακτήρισε την αξία των έργων διασυνδεσιμότητας (δηλαδή το καλώδιο) ακόμα πιο «βαρύνουσα». Απέδωσε, μάλιστα, στο εγχείρημα ευρύτερο γεωπολιτικό αποτύπωμα. Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εμφανίστηκε πιο επιφυλακτικός, μιλώντας περί ανάγκης «λήψης ουσιωδών δράσεων» με κοινό στόχο «την αποτελεσματική υλοποίηση έργων που θα έχουν απτό οικονομικό όφελος», χωρίς να αναφερθεί ονομαστικά στην ηλεκτρική διασύνδεση.
Το εν λόγω ζήτημα δεν συμπεριλήφθηκε στο Κοινό Ανακοινωθέν της Διακυβερνητικής, ενώ η συμφωνία στον όρο αναθεώρησης των οικονομικών στοιχείων υποδεικνύει ότι η ελληνική πλευρά αποδέχεται την αμφισβήτηση της βιωσιμότητας του έργου, συντασσόμενη εκούσα άκουσα με τις θέσεις της Λευκωσίας.
Η ευκαιρία και το χάσμα
«Φυσικά η αμερικανική παρουσία λειτουργεί ως ευκαιρία για να προωθηθεί το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης» λέει στο «Βήμα» ανώτερη διπλωματική πηγή που έχει παρακολουθήσει όλη τη νεφελώδη πορεία κατά τη διάρκεια της οποίας καταγράφηκαν πρωτοφανείς για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα αναταράξεις μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας. Προσθέτει όμως με νόημα ότι «τα προβλήματα με την Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα εκλείψουν εύκολα». Η Λευκωσία ουδέποτε δεσμεύθηκε στη βιωσιμότητα του έργου, όπως επίσης ουδέποτε επέδειξε διάθεση να καταβάλει τη δόση των 25 εκατομμυρίων ευρώ προς τον ΑΔΜΗΕ, όπως όφειλε στη βάση της τελευταίας συμφωνίας.
Απ’ την άλλη πλευρά πολλά μέλη του κυπριακού Υπουργικού Συμβουλίου αμφισβητούν εδώ και μήνες την πρόθεση της Αθήνας να προστατεύσει το έργου, πολλώ δε μέλλον όταν οι περιοχές που μένει να ερευνηθούν είναι μακριά από τα ελληνικά χωρικά ύδατα.
Η αμφισβήτηση αυτή, μάλιστα, διαχέεται κάθετα στην κυπριακή κοινωνία, όπου το παράδειγμα του καλοκαιριού 2024 στα ανοικτά της Κάσου παραμένει έως σήμερα νωπό. «Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ τα χρήματα, το πρόβλημα είναι η Τουρκία», λέει στο «Βήμα» κορυφαίος Κύπριος υπουργός, άποψη με την οποία ποτέ δεν συμφώνησε η Αθήνα. Οι Έλληνες εμπλεκόμενοι στο έργο επαναλάμβαναν- από ένα σημείο και μετά δημοσίως- ότι πίσω από τα εμπόδια τα οποία επικαλούνταν στην Κύπρο υποκρύπτονταν άλλου είδους κίνητρα, όπως τα συμφέροντα των επιχειρηματικών στο χώρο της ενέργειας.
Το χάσμα, λοιπόν, μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας τόσο για τα οικονομοτεχνικά όσο για τη διαχείριση του φαντάσματος της Τουρκίας δεν πρόκειται να γεφυρωθεί εύκολα. Αφού παρέλαβε τα αποτελέσματα αμερικανικών οίκων αξιολόγησης (Charles River Associates) η Λευκωσία, κυρίως δια του υπουργού Οικονομικών Μάκη Κεραυνού, ανέβασε το κόστος της διασύνδεσης από το 1,9 δισ. ευρώ τουλάχιστον στα 3,1 δισ. ευρώ. Ταυτοχρόνως αμφισβητήθηκε και το όφελος για τους Κύπριους καταναλωτές, ενώ τα αιτήματα του ΑΔΜΗΕ να αναγνωρίσει η Λευκωσία τα έως τώρα έξοδα εκτέλεσης του έργου, ύψους 250 εκατ. ευρώ, πέφτουν αλλεπάλληλα στο κενό.
Οι προαναφερόμενες διαφορές, μαζί με μια λίστα επιπλέον εκκρεμοτήτων, τοποθετούνται πλέον σε καθεστώς «επικαιροποίησης», χωρίς ουδείς να γνωρίζει το πότε και κυρίως το πώς θα μπορούσαν να διευθετηθούν. Για την ανάθεση της διαδικασίας επανεξέτασης των οικονομετεχνικών παραμέτρων θα απαιτηθεί διεθνής διαγωνισμός, ενώ στα συμπεράσματα του ανεξάρτητου φορέα θα αποτυπώνονται οι κεφαλαιακές ανάγκες για να καταστεί βιώσιμος ο GSI.
Άρα, πριν από την είσοδο επενδυτών στο έργο θα πρέπει να έχουν αποτιμηθεί οι ανάγκες, με καλά ενημερωμένη πηγή να εκφράζει στο «Βήμα» την αισιόδοξη άποψη ότι η διαδικασία θα ολοκληρωθεί εντός τριμήνου. «Είμαστε σε φάση διερεύνησης. Οι Αμερικανοί θέλουν τα στοιχεία για να καταλάβουν τι, πώς και πού», ήταν η ακριβής αποστροφή του υπουργού Ενέργειας Σταύρου Παπασταύρου (Open).
Ποιος πληρώνει;
Δεν είναι η πρώτη φορά που κυκλοφόρησε στη δημόσια σφαίρα σενάριο περί επένδυσης στον GSI, ενώ αμερικανικό ενδιαφέρον είχε καταγραφεί ήδη από το 2016. Ο δε κ. Χριστοδουλίδης ταξίδεψε προ καιρού στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προκειμένου να προσελκύσει τα απαραίτητα κεφάλαια. Κατόπιν, όμως, του περιστατικού της Κάσου το επενδυτικό ενδιαφέρον ατόνησε, εξαιτίας του «γεωπολιτικού ρίσκου»– δηλαδή του τουρκικού παρεμβατισμού επί του πεδίου.
Έμπειροι παρατηρητές αναρωτιούνται, λοιπόν, «ποιος θα έβαζε τα λεφτά του σε ένα έργο αμφίβολης απόδοσης, το οποίο μάλιστα εξαρτάται απ’ τον Ερντογάν;». Η εύλογη απάντηση θα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή το Ισραήλ, το οποίο ούτως ή άλλως συμπεριλαμβάνεται στη διασύνδεση. Οι πληροφορίες πάντως που διακινούνται τις τελευταίες ώρες περί εμπλοκής του DFC δεν επιβεβαιώνονται- τουλάχιστον προς ώρας- από τη Λευκωσία.
Αυτή, πάντως, που δεν αμφισβητείται είναι η αμερικανική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς το καλώδιο τέθηκε υπό τη σκέπη του σχήματος 3+1 ως πτυχή των ενεργειακών συνεργειών στην ευρύτερη περιοχή. Παλαιός διπλωμάτης, όμως, επισημαίνει ότι η εξέλιξη αυτή «δεν αποτελεί πανάκεια». Αν βεβαίως τοποθετηθούν αμερικανικά κεφάλαια στον GSI, όπως συμβαίνει στο Ιόνιο και στα νότια της Κρήτης, τότε πράγματι το έργο θα θωρακιστεί από έξωθεν παρεμβάσεις.
Οδός διαφυγής;
Εν τω μεταξύ εντός της περασμένης εβδομάδας ο κ. Παπασταύρου με τον Κύπριο ομόλογό του Γιώργο Παπαναστασίου συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες με τον αρμόδιο Επίτροπο, διερευνώντας την επέκταση της συμμετοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο έργο. Ενώ, όμως, συμβαίνουν αυτά, η Λευκωσία φαίνεται ότι αναζητεί οδούς διαφυγής.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στο Ισραήλ τον περασμένο Μάιο ο Νίκος Χριστοδουλίδης και ο πρωθυπουργός Νετανιάχου αναφέρθηκαν στο ενδεχόμενο συμπερίληψης του GSI στον IMEC, διάδρομο Ινδίας- Μέσης Ανατολής- Ευρώπης, ενώ την περασμένη Κυριακή ο υπουργός Ενέργειας του Ισραήλ πρότεινε («Καθημερινή») ηλεκτρική διασύνδεση της χώρας του με την Κύπρο. Ο δε πρόεδρος Χριστοδουλίδης αναφέρθηκε σε εν εξελίξει «διαβουλεύσεις με αμερικανικές εταιρείες και γειτονικά κράτη» επί ενεργειακών ζητημάτων προαναγγέλλοντας μάλιστα «συγκεκριμένες ανακοινώσεις».
Ανεξαρτήτως αν αναζητείται οδός διαφυγής από το GSI, η πραγματικότητα είναι ότι στη Λευκωσία καταγράφεται κινητικότητα. Ταυτοχρόνως, δεν υπάρχουν ενδείξεις περί απάλειψης των διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, πλέον όμως αμφότερες κερδίζουν χρόνο. Ακόμα και αν δι’ αυτής της οδού αποφεύγεται η περαιτέρω κλιμάκωση της ελληνοκυπριακής αντιπαράθεση, οι εξελίξεις πρέπει να προβληματίσουν την Αθήνα καθώς είναι αυτή που εμφανίζεται αδύναμη να εφαρμόσει τα κυριαρχικά δικαιώματά της και μάλιστα σε μια περιοχή που αμφισβητείται ευθέως από την Άγκυρα ως τμήμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».






