Ο πατέρας μου έφτασε στη Νέα Υόρκη το 1963 –την ημέρα που πυροβόλησαν τον Κένεντι, όπως του αρέσει να μας λέει. Η πρώτη του δουλειά ήταν να πουλάει παγωτά σε ένα καροτσάκι στους δρόμους του Μανχάτταν. Χωρίς άδεια. 

Κάθε μέρα η αστυνομία τού έγραφε κλήσεις. Eνίοτε τον μάζευε στο κρατητήριο. Όπως όμως είχε πει χαρακτηριστικά ένας αστυνομικός στον συνάδελφο του, που αγανακτισμένος του έγραφε τη νιοστή κλήση: «Ό,τι και να κάνεις, το επόμενο μεσημέρι στη 1, εδώ θα τον βρεις». 

Αυτό το παιδαρέλι λοιπόν, με την υπομονή, την επιμονή και πάνω από όλα την εργατικότητά του, που δε μιλούσε καν αγγλικά, νοίκιαζε εκείνη την εποχή διαμέρισμα στο Μανχάτταν, μαζί με ένα ζευγάρι φίλων του -που αργότερα έγιναν συνεταίροι και κουμπάροι του-, και έστελνε χρήματα στους γονείς του στη Σπάρτη. Με αυτά έχτισαν το τριώροφό τους.

Γνώρισε τη μητέρα μου αφού είχε ανοίξει το μανάβικό του στην καρδιά της Αστόρια. Εκείνη, ένα κοριτσάκι 19 ετών που μεγάλωσε στη Βυτίνα. Λαθραία -όπως τους έλεγαν τότε-, δούλευε σε diner. 

Την πρώτη μέρα στην δουλειά, δεν αναγνώριζε καν τα αμερικανικά χρήματα. Έβαζε τα κέρματα στην χούφτα της και οι πελάτες έπαιρναν μόνοι τους τα ρέστα -ούτε μία φορά δεν ήταν λάθος το ταμείο, μας έλεγε. 

Όταν παντρεύτηκε, δεν κάλεσε τους συναδέλφους της γιατί εκείνοι την ήξεραν με το όνομα της αδερφής της και ντρεπόταν να τους πει ότι τους έλεγε ψέματα τόσο καιρό. 

Αυτοί οι δύο άνθρωποι, έκαναν παιδιά, τα σπούδασαν, απέκτησαν περιουσία και μια πολύ άνετη ζωή. Μια καθόλου πρωτότυπη ιστορία. Είναι πανομοιότυπη με εκείνη των περισσοτέρων κατοίκων του Μεγάλου Μήλου περασμένων δεκαετιών. 

Το πάγωμα των ενοικίων είναι από τις βασικές υποσχέσεις του Μαμντάνι. Φωτ.: REUTERS/Shannon Stapleton

Από πότε λοιπόν αυτή η πόλη, το υπέροχο «melting pot» όπως το αποκαλούν, η οποία συγκεντρώνει ανθρώπους από ολόκληρο τον πλανήτη που ελπίζουν σε μια καλύτερη ζωή, έγινε αποκλειστικά και μόνο η πόλη των δισεκατομμυριούχων;

Φαινόταν με κάθε επίσκεψη μου εκεί. Κάθε χρόνο και πιο δύσκολα τα πράγματα. Εκεί που για να παρακολουθήσεις μία παράσταση στο Broadway αρκούσαν τα 45 δολάρια, πλέον τα 600 είναι το σύνηθες ποσό -όχι για τις καινούργιες παραστάσεις και για καλές θέσεις, αυτές περνούν το χιλιάρικο. Για να φας ένα απλό bagel έπρεπε να φτάσεις τα 10 δολάρια. Ακόμη και η Αστόρια είχε γίνει απλησίαστη. 

Ναι, πάντα υπήρχαν οι πλούσιοι στην πόλη. Ήταν εκείνοι που έμεναν στην Park, στην 5th Avenue και στα πέριξ. Υπήρχαν όμως και οι άλλες γειτονιές. Εκεί όπου νοίκιαζαν οι υπάλληλοι αυτών των εκατομμυριούχων. Οι νοσοκόμες, οι δάσκαλοι, οι άνθρωποι με τα μικρά μαγαζιά. Η μεσαία τάξη με λίγα λόγια. 

Αφίσα από την προεκλογική εκστρατία του Μαμντάνι σε κατάστημα στο Τζάκσον Χάιτς του Κουήνς. Φωτ.: REUTERS/Shannon Stapleton

Πέρασε δύσκολα η πόλη στα 24 χρόνια που ακολούθησαν το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους. Έζησε την οικονομική κρίση του 2008, την κρίση των στεγαστικών δανείων, την φρίκη της COVID-19, πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές. Και τον τυφώνα που λέγεται Τραμπ.

Όμως επιβίωσε. Και, όπως πάντα, εκείνη δείχνει πρώτη τον δρόμο. Οι πολίτες της εμπιστεύτηκαν σε έναν 34χρονο μουσουλμάνο, γεννημένο στην Ουγκάντα, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί με την οικογένεια του όταν ήταν 7 ετών, που δηλώνει δημοκρατικός σοσιαλιστής, να τους επιστρέψει ξανά την πόλη τους. 

Εκείνος δηλώνει έτοιμος να το κάνει. Μένει να δούμε αν θα τα καταφέρει, έχοντας εναντίον του τους ηγέτες της Wall Street, τους πλούσιους που απειλούν να εγκαταλείψουν τη Νέα Υόρκη για την Φλόριντα και το Τέξας, και τον Τραμπ, τον οποίο ο Μαμντάνι κάλεσε στην νικητήρια ομιλία του να «Ανεβάσει την ένταση». Ελπίζουμε να τα καταφέρει.