Ο Διονύσης Σαββόπουλος «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών, όμως η μουσική του θα είναι πάντα εδώ. Είναι απο τους ελάχιστους καλλιτεχνές που η παρακατήθηκη τους δεν μπορεί να χωρέσει στη λέξη «αποτύπωμα» – ο Διονύσης Σαββόπουλος άνοιξε νέους δρόμους στο ελληνικό τραγούδι, στους οποίους βάδισαν και βαδίζουν οι επόμενες γενιές δημιουργών. Αυτό, μεταξύ άλλων, τόνισαν και σε δημόσιες τοποθετήσεις τους πολλοί απο τους καλλιτέχνες που αποχαιρέτησαν τον Σαββόπουλο.
Παρακάτω ακολουθεί μια επιλογή από την προσωπική του δισκογραφία.
Φορτηγό (1966)
Σοκάρεται κανείς διαβάζοντας στην αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» ότι ο Αλέξανδρος Πατσιφάς της «Lyra» χρειάστηκε να επιστρατεύσει τον Μάνο Χατζιδάκι προκειμένου να πειστεί ο νεαρός δημιουργός να βγούνε τα πρώτα του τραγούδια με κιθάρα και τη δική του φωνή και όχι ερμηνευμένα από κάποιον φημισμένο τραγουδιστή της εταιρείας. Σοκάρεται διότι ακούγοντας το «Φορτηγό», τον πρώτο σταθμό μιας ιδιοσυγκρασιακής πορείας που θα αλλάξει για πάντα το ελληνικό τραγούδι, δεν μπορείς καν να διανοηθείς οποιονδήποτε άλλο να λέει αυτά τα κομμάτια με τέτοια πυρετώδη ένταση. Βρισκόμαστε στην καρδιά των 60s, και ο Σαββόπουλος αποτελεί μια παραδοξότητα στην εγχώρια μουσική σκηνή, καθώς δεν ανήκει σε καμία γνωστή εώς τότε σχολή, ούτε στο Νέο Κύμα μπορείς να τον εντάξεις στην πραγματικότητα, ούτε στο έντεχνο, ούτε στο λαϊκό τραγούδι. Όταν ασχολείται με τον έρωτα το κάνει με τρόπο κάπως λοξό («Η συννεφούλα», «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη»), αγαπάει τον Bob Dylan και το τραγούδι διαμαρτυρίας («Βιετνάμ γιε-γιε», «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ»), αγαπάει τον Georges Brassens και τον Leo Ferre και καταγράφει στον δίσκο του φελινικές εικόνες μιας επαρχίας με μάγους, παλιάτσους, μπουλούκια, μαϊμούδες και αγοραίες σχέσεις. Τραγουδάει βραχνά, ενίοτε κραυγάζει, όχι για να ψυχαγωγήσει, αλλά διεκδικώντας την ύπαρξη του.
Το Περιβόλι του Τρελλού (1969)
Τρία χρόνια μετά. Ο Σαββόπουλος έχει φυλακιστεί και βασανιστεί από τη Χούντα, έχει παντρευτεί την Ασπα, έχει ζήσει για λίγο εξόριστος στο Παρίσι και το Μιλάνο. Στο κολαστήριο της Μπουμπουλίνας έχει γράψει κάποια τραγούδια (μεταξύ των οποίων η αριστουργηματική «Θαλασσογραφία»), τα υπόλοιπα τα φτιάχνει εκτός Ελλάδος και στο πρώτο διάστημα επιστροφής του στην πατρίδα. Ο ήχος του έχει ωριμάσει, οι μελωδίες ακούγονται πιο ολοκληρωμένες, υπάρχουν επιρροές από το ροκ που κυριαρχεί στο εξωτερικό αλλά κι από την ελληνική μουσική παράδοση, οι στίχοι γίνονται πιο υπαινικτικοί και πιο ποιητικοί. Μπορούμε πλέον να μιλάμε για ένα ξεκάθαρο σαββοπουλικό σύμπαν όπου συνυφαίνονται η ιστορία και οι κοινωνικές μεταβολές με εικόνες της καθημερινότητας αλλά και με μια μεταφυσική αύρα. Η φωνή του αποκτά σταθερότητα, χωρίς να χάσει την τρεμάμενη ευθραυστότητά της. Στο «Περιβόλι του Τρελλού» χτίζει την προσωπική του μυθολογία. Τι να πει κανείς για τραγούδια όπως «Το περιβόλι», το «Είδα την Άννα κάποτε» ή την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη»;
Μπάλλος (1971)
Το εξώφυλλο αυτού του δίσκου τα λέει όλα. Ψυχεδέλεια. Εδώ το ροκ κυριαρχεί ως ήχος και παντρεύεται με τόλμη και ελευθερία με ελληνικούς παραδοσιακούς ρυθμούς και μουσικές των Βαλκανίων. Κάποιος έχει βάλει ηλεκτρικό ρεύμα στις ρίζες του σε 33 λεπτά μουσικής επανάστασης. Πολλοί μιλούν για το επίσημο ξεκίνημα του ελληνικού ροκ. Το ομώνυμο τραγούδι δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα, το «Κιλελέρ» σε κάνει να θέλεις να βγεις στους δρόμους ενάντια σε ό,τι σε καταπιέζει και σε πονά. Στο «Έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα» η ερωτική τρυφερότητα γίνεται ο μόνος τρόπος να αποδράσει κανείς από τη σκληρότητα ενός κόσμου που συνεχώς μεταβάλλεται. Ο «Μπάλλος» συμπυκνώνει την πολιτική αγωνία της εποχής, την έκσταση της δημιουργίας, την επιθυμία για κάτι νέο που υπερβαίνει τις συνηθισμένες κατηγοριοποιήσεις.
Βρώμικο Ψωμί (1972)
«Σε αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί» αλλά και «φάε φάε το βρώμικο ψωμί σε λειτουργία μαγική». Η εικονοποιία του Σαββόπουλου βρίσκεται στο απόγειο της σε ένα άλμπουμ που δικαίως θεωρείται θρυλικό. Εδώ ακούμε πρώτη φορά το «Ζεϊμπέκικο» όπου το ροκ συναντά το ρεμπέτικο και το λαϊκό, στη «Μαύρη Θάλασσα» αποδεικνύει ότι και ήχο διαθέτει και υλικό μπόλικο κι ας διατείνεται για το αντίθετο. Η «Δημοσθένους Λέξις» και ο «Άγγελος Εξάγγελος» είναι τραγούδια που θα ακούγονται εις τον αιώνα τον άπαντα. Στο συγκινητικό «Ολαρία Ολαρά» αποκαλύπτεται ως λάτρης των συναινέσεων και περιγράφει το όραμα μιας ουτοπικής συμφιλίωσης: «Ολαρία ολαρά, με σουραύλια και βιολιά θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι, θα ‘ναι όλη η παλιά μας συντροφιά και θα πιούμε από το ίδιο το ποτήρι και την πιο πικρή γουλιά. Ολαρία ολαρά, γύρω – γύρω τα παιδιά, ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ έναν χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά, ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά».
Δέκα Χρόνια Κομμάτια (1975)
Δεν πρόκειται για κανονικό κύκλο τραγουδιών αλλά για μια αναδρομή στην έως τότε πορεία του με ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις, αφηγήσεις, ζωντανές εκτελέσεις ήδη γνωστών κομματιών αλλά και με νέο υλικό. Ο ακροατής αποκτά πρόσβαση στο εργαστήρι του δημιουργού. Η «Παράγκα», το «Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», το τόσο τρυφερό «Μια θάλασσα μικρή» είναι καταπληκτικά κομμάτια όμως η πιο σπουδαία δημιουργία εδώ είναι η καθηλωτική «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» με το τετράστιχο που πολύ θυμήθηκαν χθες βράδυ που ανακοινώθηκε ο θάνατος του «αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις, αλλά εσύ που μ’ αγαπούσες μια φορά, όπως πριν έτσι και τώρα θα με νιώσεις». Για πρώτη φορά μοιράζεται τραγούδια με άλλες φωνές: με τη Δόμνα Σαμίου στο «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας» (σε στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου) και με τη Σωτηρία Μπέλλου στην εμβληματική εκτέλεση του «Ζεϊμπέκικου», μια κορυφαία στιγμή του ελληνικού τραγουδιού. Εδώ ακούμε επίσης για πρώτη φορά ηχογραφημένο και το «Σαν τον καραγκιόζη».
Η Ρεζέρβα (1979)
Πολλοί ξεχωρίζουν αυτό το άλμπουμ του Σαββόπουλο ως το πιο ώριμο του. Σίγουρα είναι το πρώτο πολύ προσωπικό του και εκείνο στο οποίο αφήνει τον λυρισμό να τον καθοδηγήσει και στο οποίο βρίσκει μια μαγική ισορροπία στον ήχο και στις αναφορές του. Συνεργάζεται εδώ με τρεις μαγικές φωνές της νεότερης τότε γενιάς, την Αφροδίτη Μάνου, την Αλκηστη Πρωτοψάλτη και την Ελένη Βιτάλη. Το «Πρωινό», το «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» είναι αριστοτεχνικές δημιουργίες, το «Τι έπαιξα στο Λαύριο» αγαπιέται πολύ και στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν.
Τραπεζάκια Έξω (1983)
Η Ελλάδα έχει αλλάξει κι ο ίδιος ο Σαββόπουλος στρέφεται προς τη νεο-ορθοδοξία, και κυκλοφορεί έναν δίσκο εξωστρεφή που θέλει να χωρέσει τους δεσμούς της κοινότητας, τις παραδόσεις και τους κυκλωτικούς χορούς και που ακούγεται και σήμερα φρέσκος και επίκαιρος. Οι ροκ οπαδοί του αρχίζουν να διακρίνουν μια συντηρητικοποίηση του. Το «Ας κρατήσουν οι χοροί» γίνεται διαχρονικός ύμνος, όμως τα πραγματικά αριστουργήματα αυτής της δουλειάς είναι πιο χαμηλόφωνα: το «Μυστικό Τοπίο», οι «Φλόγες» και το «Canto». Στο «Νέο Κύμα» παραδέχεται: «Δεν τα υποφέρω τα τραγούδια μου, και προπαντός όταν μου μοιάζουν, όλα εκείνα π’ αγαπώ, είν’ αλλωνών κι αλλιώς φαντάζουν». Στο «Τσάμικο» γράφει ορισμένους στίχους που επρόκειτο να αναπαραχθούν πολύ στα χρόνια που έπονται: «η Ελλάδα που αντιστέκεται η Ελλάδα που επιμένει, κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει»
Το Κούρεμα (1989)
Αυτό το άλμπουμ έκανε πάρα πολλούς να του γυρίσουν την πλάτη. Ο Νιόνιος ξυρίζει το μούσι του, φορά γραβάτα, κουρεύει τα μακριά μαλλιά του και τραγουδά οργισμένος για μια Ελλάδα που παραπαίει από σκάνδαλο σε σκάνδαλο. Τέρμα οι υπαινιγμοί, «Μην περιμένετε αστειάκια», θα σας τα πω όλα χύμα και τσουβαλάτα. Πολλοί θύμωσαν τότε με τους «Κωλοέλληνες» και «Το Μητσοτάκ». Δυο κομμάτια ωστόσο διασώζουν αυτή τη δουλειά που σίγουρα δεν συγκαταλέγεται στις καλύτερες του, το «Εμείς του ‘60» και φυσικά το «Καλοκαίρι» με τις αλλεπάλληλες ολοζώντανες εικόνες της πιο ακαταμάχητα ελληνικής εποχής.
Ο Χρονοποιός (1999)
Αυτός ήταν ο τελευταίος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου με καινούρια τραγούδια και κυκλοφόρησε στην εκπνοή της περασμένης χιλιετίας. Χάρη στο «Σου μιλώ και κοκκινίζεις» έβγαλε ένα μεγάλο σουξέ (το οποίο έκανε χρόνια μετά ακόμη μεγαλύτερο η φωνή του Γιάννη Χαρούλη), όμως υπάρχουν κι άλλα τραγούδια εδώ που αξίζει να ακουστούν κυρίων λόγω των στίχων τους, οι οποίοι είναι γεμάτοι ποιητικές ή κινηματογραφικές εικόνες και ατμόσφαιρες (χαρακτηριστικά παραδείγματα το «Μ’ ένα κραγιόν σε ένα χαρτάκι» και το «Φως στις 10 π.μ.». Σε μια χαμηλών τόνων δουλειά, χωρίς ιδιαίτερα φτιασίδια, ο σπουδαίος μας τραγουδοποιός μιλάει για το σεξ μεταξύ ανθρώπων που έχουν μεγάλη οικειότητα στο «Αηδόνι στην Κερασία», αναμετράται με τις απώλειες των φίλων στο «Πλάι στο Αρνάκι», αναρωτιέται «Ποιος φτιάχνει τα ανέκδοτα» (ένα κομμάτι αφιερωμένο στον Θάνο Μούρραη-Βελλούδιο). Το άλμπουμ κλείνει με την οριστική εκτέλεση στις «Πρωτοχρονιές του Ραδιοφώνου»: «γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα».







