Σε ολισθηρό δρόμο, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, εισέρχονται οι σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου, μετά και το νέο επεισόδιο που καταγράφηκε μεταξύ του ΑΔΜΗΕ και της Λευκωσίας, σε σχέση με τον τρόπο καταμερισμού του οικονομικού βάρους των εργασιών που έχουν πραγματοποιηθεί έως σήμερα, για το έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης των δύο χωρών. Ο ΑΔΜΗΕ απαίτησε από την Κυπριακή Δημοκρατία, πέραν της καταβολής της πρώτης δόσης των 25 εκατ. ευρώ, όπως έχει συμφωνηθεί στο Πλαίσιο Κατανόησης, την αναγνώριση συνολικού κόστους 300 εκατομμυρίων ευρώ, χωρίς όμως την απαίτηση άμεσης καταβολής.

Πληροφορούμενος αυτήν την εξέλιξη, ο Πρόεδρος της Κύπρου, Νίκος Χριστοδουλίδης, επέλεξε να χρησιμοποιήσει εξαιρετικά σκληρή γλώσσα, ομιλώντας περί «εκβιασμού» από την πλευρά του ΑΔΜΗΕ, ουσιαστικά όμως απευθυνόμενος προς την Αθήνα, διότι μεγαλομετόχος του φορέα είναι – με ποσοστό 51% – η ελληνική κυβέρνηση. Η δημόσια παρέμβαση του κ. Χριστοδουλίδη, δεύτερη αντίστοιχου ύφους εντός λίγων εβδομάδων, έγινε δεκτή με μεγάλη δυσαρέσκεια από την Αθήνα, καθώς ουσιαστικά αθετούσε και τα όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ του ίδιου και του Κυριάκου Μητσοτάκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών περί δέσμευσης των δύο πλευρών για τη συνέχιση του έργου.

Οι αντιδράσεις της Αθήνας

Όπως αναμενόταν, η Αθήνα κάλυψε απολύτως τον πρόεδρο του ΑΔΜΗΕ κ. Μανούσο Μανουσάκη, με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Σταύρο Παπασταύρου να δηλώνει το πρωί της Τρίτης- απαντώnτας ουσιαστικά στον κ. Χριστοδουλίδη- ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν εκβιάζει, μιλάει μόνο θεσμικά», στρέφοντας μάλιστα ευθέως τα πυρά του εναντίον του υπουργού Οικονομικών της Κύπρου κ. Μάκη Κεραυνού, ο οποίος έχει αμφισβητήσει δημοσίως την οικονομική βιωσιμότητα του έργου. Βεβαίως, ενστάσεις περί της βιωσιμότητας του έργου εκφράζουν και έτερα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, βουλευτές σε διακομματικό επίπεδο, αλλά και ανεξάρτητοι φορείς, όπως ο Σύνδεσμος Καταναλωτών.

Εκτός από το ζήτημα της οικονομικής βιωσιμότητας, η Λευκωσία θεωρεί, πλέον όχι υπόρρητα, ότι η Αθήνα αδυνατεί να εγγυηθεί την εκτέλεση του έργου στην Ανατολική Μεσόγειο, με δεδομένα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του 2024 και την εμπλοκή της Άγκυρας στα ανοικτά της Κάσου, όπου και επί της ουσίας διακόπηκαν οι έρευνες, κατόπιν της παρέμβασης τουρκικών πολεμικών πλοίων. Αντιθέτως, η Αθήνα δηλώνει έτοιμη να προχωρήσει τον GSI, αρκεί η Κυπριακή Δημοκρατία να τηρήσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της, να καταβάλει την πρώτη δόση και κυρίως να δεσμευτεί συνολικά στην εκτέλεση του έργου, εγκαταλείποντας τη διγλωσσία.

Από την ελληνική πρωτεύουσα επαναλαμβάνουν ότι αυτή που ωφελείται από την ηλεκτρική διασύνδεση είναι η Κύπρος, καθώς είναι η δεύτερη πιο ακριβή χώρα της Ε.Ε. στην ενέργεια, με τον υπουργό Εξωτερικών μάλιστα, κ. Γιώργο Γεραπετρίτη, να έχει αναφερθεί στο πρόσφατο παρελθόν σε οικονομικά συμφέροντα, τα οποία απεργάζονται την ολοκλήρωση του καλωδίου. Σε συνέντευξή του πάντως στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, το μεσημέρι της Δευτέρας, ο κ. Γεραπετρίτης χαμήλωσε τουw τόνους σε σχέση με το ζήτημα των συμφερόντων, ουσιαστικά όμως ήταν ο πρώτος έλληνας αξιωματούχος που είπε ότι αν δεν υπάρξουν οι απαραίτητες πρωτοβουλίες από τη Λευκωσία, τότε το έργο «παγώνει».

«Έως ότου στην πραγματικότητα αρθούν οι εκκρεμότητες και υπάρξει μία ενιαία στάση για δέσμευση, θα παραμείνουμε στη σημερινή κατάσταση», ήταν η ακριβής αποστροφή του έλληνα υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος πάντως πρόσθεσε ότι «κανένα έργο μεμονωμένο, όσο σημαντικό κι αν είναι, δεν είναι σε θέση να προκαλέσει ρήξη ή ακόμη και ουσιαστική διαφωνία μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Η σχέση αυτή θα παραμείνει αδερφική».

Τι σημαίνει το «πάγωμα» του έργου;

Παρά τις εκατέρωθεν διαφαινόμενες καλές προθέσεις, η πραγματικότητα είναι ότι μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας επικρατεί ατμόσφαιρα έντονης αντιπαράθεσης, ενώ ουδείς μπορεί να προβλέψει ποια θα μπορούσε να είναι μια πιθανή οδός διαφυγής, χωρίς να ζημιωθεί κάποια από τις πλευρές. Πάντως, η παύση του έργου και ακόμα χειρότερα η ματαίωσή του, εκτός της δικαστικής διαμάχης που θα επιφέρει μεταξύ του ΑΔΜΗΕ και της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή ανάμεσα σε Αθήνα και Λευκωσία, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μείωση της αξιοπιστίας αμφοτέρων, αφενός διότι στο έργο έχει εμπλακεί οικονομικά και η Ε.Ε., αφετέρου διότι μεταδίδεται διεθνώς εικόνα πλήρους αναξιοπιστίας.

Επίσης, η Αθήνα θα βρεθεί στη δυσμενή θέση να αποδεχθεί ότι η προσπάθεια προβολής σημαίας στην Ανατολική Μεσόγειο, δια της συμμετοχής σε ενεργειακά εγχειρήματα, ναυάγησε εξαιτίας της τουρκικής παρεμβατικότητας. Επιπλέον αυτών, θα επιβεβαιωθεί η τουρκική θέση ότι «χωρίς την έγκριση ή τη συμμετοχή της Τουρκίας, κανένα ενεργειακό έργο δε θα πραγματοποιηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο». Αθήνα και Λευκωσία βρίσκονται ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων, που σε μεγάλο βαθμό θα διαμορφώσουν, εκτός των άλλων, τις διμερείς σχέσεις, τουλάχιστον των κυβερνήσεων Μητσοτάκη- Χριστοδουλίδη και μάλιστα κατά τη διάρκεια της πλέον ταραγμένης γεωπολιτικής συγκυρίας των τελευταίων δεκαετιών.