Ζούμε σε μία εποχή θορύβου και από αυτό δεν θα γλίτωνε ο κινηματογράφος που πριμοδοτεί παραγωγές με θόρυβο έναντι αυτών της στοχαστικότητας. Παρόλα αυτά πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν δημιουργοί που θα δοκιμάζουν κάτι άλλο, ίσως με ρίσκο αλλά πάντα με ζέση. Ακόμα και ο μετρ του τρόμου σκηνοθέτης Mike Flanagan στην τελευταία του ταινία εγκαταλείπει το γνώριμο έδαφος που τον έκανε διάσημο και τολμάει μία στοχαστική και βαθιά ανθρώπινη απόκλιση.

Μέσα από την ταινία «Η Ζωή του Τσακ», βασισμένη στη νουβέλα του αγαπημένου του Stephen King, ο Flanagan θα αναζητήσει κάτι βαθύτερο: την ίδια την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ποια αλήθεια είναι η αξία μιας και μόνο ζωής; Και πώς αυτή, η φαινομενικά ασήμαντη ζωή μπροστά στην άπειρη χρονογραμμή του σύμπαντος, μπορεί να περιέχει σημαντικούς ολόκληρους κόσμους;

Αυτό που τελικά εξελίσσεται μπροστά μας δεν αποτελεί απλά μία ακόμη διασκευή, αλλά ένα ποιητικό και φιλοσοφικό δοκίμιο για το τι σημαίνει να ζεις, να θυμάσαι και να αφήνεις πίσω σου.

Ο ήρωας της ιστορίας, ο Charles “Chuck” Krantz (Tom Hiddleston) είναι ο μέσος συνηθισμένος άνθρωπος στη Νέα Αγγλία της Αμερικής: λογιστής, οικογενειάρχης, ένα πρόσωπο που πιθανότατα θα περνούσε απαρατήρητο στο πλήθος. Παρόλα αυτά, βλέπουμε ότι η ταινία αρνείται να τον αντιμετωπίσει ως τέτοιο, καθότι τελικά τον τοποθετεί στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας αποκάλυψης, όπου πινακίδες τον ευχαριστούν για «39 υπέροχα χρόνια», ενώ κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει πραγματικά το γιατί.

Αυτή η φαινομενική αντίφαση είναι το κλειδί για την κατανόησή του. Μπορεί ο Τσακ να μην είναι σπουδαίος λόγω μιας ηρωικής πράξης ή κάποιου μοναδικού επιτεύγματος, αλλά λόγω της συσσώρευσης ασήμαντων, προσωπικών στιγμών που, συνολικά, αθροίζονται σε έναν ολόκληρο μοναδικό κόσμο.

Ο Flanagan, πιστός στο λογοτεχνικό έργο του King, χρησιμοποιεί έναν αφηγητή (Nick Offerman) για να μεταφέρει κατευθείαν από τη νουβέλα την κεντρική ιδέα: «Κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, μια βιβλιοθήκη καίγεται».

Το σύμπαν του δεν είναι αστροφυσικό, αλλά ανθρώπινο, ένα σύμπαν που εμπεριέχει μια συλλογή από αναμνήσεις, συναισθήματα, σχέσεις, απλές χαρές και λύπες που, όταν εξαφανίζεται, το ίδιο συμβαίνει και με τον κόσμο που περιείχε.

Η αντίστροφη αφήγηση ως φιλοσοφικό εργαλείο

Η ταινία ξεκινά από το τέλος, εκεί δηλαδή που θα περίμενε κανείς να τελειώσει: στο τέλος του κόσμου. Αυτή η αντίστροφη χρονολογική δομή δεν είναι απλά ένα αφηγηματικό τέχνασμα που κερδίζει εντυπώσεις (το έχουμε ξαναδεί άλλωστε), αλλά η ίδια η καρδιά του μηνύματος της ταινίας.

Το ερώτημα που τίθεται στην αρχή – «Γιατί ο κόσμος τελειώνει μαζί με αυτόν τον άνθρωπο;» – βρίσκει την απάντησή του όσο ξετυλίγεται η πλοκή από το τέλος προς την αρχή. Γιατί τελικά δεν είναι μια ιστορία για το πώς ο Τσακ έφτασε στο θάνατο, αλλά για το πώς και γιατί η ζωή του άξιζε να βιωθεί.

Στην τρίτη πράξη, η Γη καταρρέει κάτω από περιβαλλοντικές καταστροφές—πλημμύρες, σεισμοί, πυρκαγιές—οδηγώντας τους ανθρώπους σε υπαρξιακή απόγνωση. Μέσα σε αυτό το αναμενόμενο χάος, με τις διαφημίσεις που ευχαριστούν έναν άγνωστο Τσαρλς Κραντζ, δημιουργείται αυτή η παράδοξη εικόνα: ένα παζλ που καλεί τον θεατή να το συναρμολογήσει, καθώς η αφήγηση ταξιδεύει αντίστροφα στον χρόνο, αποκαλύπτοντας σιγά-σιγά τις μικρές, φαινομενικά ασήμαντες στιγμές που συνθέτουν την ύπαρξη του Τσακ, προς την αθωότητα της παιδικής του ηλικίας.

Κάθε βήμα προς τα πίσω λοιπόν αποκαλύπτει μια νέα πτυχή του χαρακτήρα, απαντώντας στα ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχή, συνθέτοντας παράλληλα μία αναδρομική πορεία με τη μορφή μίας μεταφυσικής εξερεύνησης της συνείδησης, που ξετυλίγει τον κώδικα της ύπαρξής της.

Το τέλος, το οποίο είναι η αρχή της ιστορίας του, δεν είναι άλλο από τον θάνατο των γονιών του. Με αυτόν τον τρόπο, η ταινία υπογραμμίζει την ιδέα ότι η ζωή δεν καθορίζεται μόνο από το τέλος της, αλλά από το σύνολο των στιγμών που την απαρτίζουν.

Μία στιγμή που θα μείνει σε όλους -λαμβάνει χώρα στη δεύτερη πράξη («Buskers Forever»)- αποκαλύπτει μία άλλη πτυχή του χαρακτήρα του ήρωα ως έναν άνθρωπο με ένα κρυφό χορευτικό πάθος: ξαφνικά ο Τσακ σε  μια στιγμή υπαρξιακής φόρτισης, παρασύρεται από τον ρυθμό μιας μουσικού του δρόμου και ξεσπά σε έναν αυθόρμητο, γεμάτο ζωντάνια απελευθερωτικό χορό με μια ξένη (Annalise Basso). Αυτή η σκηνή, μια εκδήλωση γνήσιας απλής χαράς, είναι ο πυρήνας της ταινίας και η απόδειξη ότι η ζωή δεν μετριέται σε μεγάλες στιγμές δόξας, αλλά σε αυτές τις μικρές, αυθόρμητες εκδηλώσεις της ύπαρξής μας.

Έτσι, ενώ ο κόσμος γύρω του βρίσκεται σε σύγχυση, βρισκόμενος σε μία τρομακτική εικόνα πραγματικής αποκάλυψης, ο Τσακ επιλέγει να ζήσει, να εκφραστεί και να συνδεθεί. Η πράξη του αυτή, τόσο μικρή και ταυτόχρονα τόσο κοσμική, εγείρει το βασικό ερώτημα: Πώς ζούμε τη ζωή μας, γνωρίζοντας ότι μια μέρα θα τελειώσει; Η απάντηση που φωτίζεται στην ταινία είναι σαφής: ζούμε κάθε στιγμή στο έπακρο, δημιουργώντας και συνδεόμενοι με τους άλλους, επειδή αυτές οι στιγμές είναι που καθορίζουν την ουσία μας.

Η φιλοσοφική βάση της ταινίας χτίζεται σε δύο φαινομενικά αντίθετες προσεγγίσεις: το ποίημα «Song of Myself» («Τραγούδι του Εαυτού μου») του Walt Whitman και το «Κοσμικό Ημερολόγιο» του Carl Sagan.

Από τη μία βλέπουμε ότι η ιστορία, μέσω του ποιητικού λόγου «I contain multitudes» του Whitman, εισηγείται ότι κάθε ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι απλά μια φευγαλέα αναλαμπή, αλλά ένας ολόκληρος κόσμος, ένα προσωπικό σύμπαν γεμάτο αναμνήσεις, σχέσεις και εμπειρίες. Το σύμπαν του Τσακ δεν βρίσκεται έξω από αυτόν, αλλά μέσα του, αποτελούμενο από τις χαρές και τις λύπες, τις νίκες και τις απώλειες που τον διαμόρφωσαν.

Από την άλλη, από το «Κοσμικό Ημερολόγιο» του Carl Sagan και με κινηματογραφική μαεστρία ο Flanagan, συνδυάζει την μακροσκοπική, αστρονομική προοπτική. Το ανθρώπινο είδος αν και κατέχει μια απειροελάχιστη στιγμή στη χρονολογική γραμμή του σύμπαντος, δημιουργεί ένα ολόκληρο δικό μας κόσμο. Η ταινία δεν διστάζει να δείξει τα αστέρια να σβήνουν από τον ουρανό, μόνο για να υπογραμμίσει ότι το πιο σημαντικό σύμπαν βρίσκεται μέσα στον καθένα μας, όχι έξω.

Η ταινία, τελικά, μας υπενθυμίζει να αγκαλιάσουμε και να απολαύσουμε κάθε στιγμή, γιατί κάθε άνθρωπος που συναντάμε είναι μια ακόμα ευκαιρία να επεκτείνουμε το δικό μας σύμπαν.

Η ταινία επίσης είναι μια απόδειξη ότι ο Flanagan δεν είναι απλώς ένας σκηνοθέτης τρόμου, αλλά ένας πραγματικός αφηγητής που μπορεί και ασχολείται με τα μεγάλα ερωτήματα. Η απόφασή του να αφήσει για λίγο στην άκρη τα στοιχεία του είδους που τον ανέδειξε για μια τόσο στοχαστική και συναισθηματική προσέγγιση είναι θαρραλέα και επιτυχημένη. Δημιουργεί μια ταινία που μπορεί να θρηνεί την αναπόφευκτη φθορά, αλλά τελικά την αγκαλιάζει ως μέρος του κύκλου, προτείνοντας ότι το πραγματικό νόημα βρίσκεται στην κατανόηση ότι το προσωπικό μας σύμπαν αξίζει να κτιστεί με πάθος και αγάπη (…και ίσως με λίγο αυθόρμητο χορό). Οπότε, ακόμα και μέσα στο χάος, η πιο σημαντική πράξη είναι να είμαστε άνθρωποι.

Από 04/09 στους κινηματογράφους από το Cinobo.

YouTube thumbnail