Την ώρα που ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, προσπαθεί να πείσει τον κόσμο ότι είναι «ειρηνοποιός», για την προσωπική του δόξα και ένα Νόμπελ Ειρήνης, η μια επίδειξη αυταρχισμού από πλευράς της κυβέρνησης του ακολουθεί την άλλη τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και εκτός αυτών.
Τουλάχιστον αυτό καταδεικνύουν οι εξελίξεις αυτήν την εβδομάδα. Με τα διεθνή μέσα ενημέρωσης να ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την συνάντηση στην Αλάσκα για την Ουκρανία, η κυβέρνηση Τραμπ επιδίδεται σε μια ολομέτωπη επίθεση απέναντι στα δικαιώματα και την ελευθερία της έκφρασης, όπως καταδεικνύουν όσα συμβαίνουν στην Ουάσινγκτον. Ταυτόχρονα εργαλειοποιεί την ετήσια έκθεση του Στέητ Ντιπάρτμεντ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για να αναβαπτίσει φιλικές προς την ίδια αυταρχικές κυβερνήσεις, οριακά ως υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για να κάνει το αντίθετο σε παραδοσιακά πιο φιλελεύθερες κυβερνήσεις.
Από την «κατάληψη» της Ουάσινγκτον στον έλεγχο των μουσείων
Η «κατάληψη» της πρωτεύουσας των ΗΠΑ, της Περιφέρειας της Κολούμπια από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, με την ανάληψη του ελέγχου της αστυνομίας και με την Εθνοφρουρά στους δρόμους, για την πάταξη -υποτίθεται- του εγκλήματος (τα επίσημα στοιχεία τα οποία τώρα αμφισβητεί η κυβέρνηση καταδεικνύουν ότι τα ποσοστά εγκληματικότητας ήταν σε χαμηλό τριετίας) δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Είχαν ακολουθήσει τόνοι απειλών από τον ίδιο τον Τραμπ τις προηγούμενες εβδομάδες, ενώ στο παρελθόν είχε «τεστάρει» το νερό με την αποστολή της Εθνοφρουράς στο Λος Άντζελες προ μηνών, με την δικαιολογία τότε του μεταναστευτικού.
Η επιστολή-οδηγία του Λευκού Οίκου προς το Smithsonian Institution
Αυτό όμως που ήταν ουσιαστικά καινοφανές και κανείς δεν περίμενε ότι θα μπορούσε να αποτελεί έναν από τους στόχους της κίνησης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης απέναντι στις τοπικές Αρχές και τους θεσμούς της Ουάσινγκτον, είναι η επιστολή που έστειλε ο Λευκός Οίκος στον φορέα διαχείρισης των μουσείων της Περιφέρειας της Κολούμπια -κάποια εκ των οποίων είναι διάσημα παγκοσμίως- στην οποία αναφερόταν πως «η αμερικανική κυβέρνηση θα πραγματοποιήσει μια ενδελεχή εξέταση για να βεβαιωθεί ότι τα εν λόγω μουσεία είναι «ευθυγραμμισμένα» με το όραμα για την Αμερική που προωθεί ο Ντόναλντ Τραμπ και το οποίο βασίζεται, σύμφωνα με την επιστολή του Λευκού Οίκου, στην «αλήθεια και τη λογική»».
Σύμφωνα με την σχετική επιστολή προς τον φορέα διαχείρισης το Smithsonian Institution: «Η εξέταση αυτή, αφορμή για την οποία είναι οι εορτασμοί της ερχόμενης χρονιάς για τη 250η επέτειο των Ηνωμένων Πολιτειών, θα αφορά τις εκθέσεις, τα κείμενα ή ακόμα τον προγραμματισμό οκτώ μουσείων της πρωτεύουσας».
Προεδρικό διάταγμα για τον έλεγχο της ιστορικής αφήγησης
Όπως επί λέξει αναφέρει η επιστολή: «Η πρωτοβουλία αυτή έχει στόχο να εγγυηθεί την ευθυγράμμιση με την οδηγία του προέδρου για να εορτασθεί ο εξαιρετικός χαρακτήρας της Αμερικής, να απαλειφθούν οι διχαστικοί ή μεροληπτικοί λόγοι και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στους πολιτιστικούς θεσμούς μας».
Η σχετική επιστολή είναι επίσης αποκαλυπτική για το ότι οι κινήσεις αυτές είναι προμελετημένες και μέρος της ατζέντας του Ντόναλντ Τραμπ καθώς επικαλείται προεδρικό διάταγμα που υπογράφηκε το Μάρτιο με στόχο να ανακτηθεί ο έλεγχος του περιεχομένου των μουσείων του Smithsonian, τα οποία κατηγορούνται από τον Ντόναλντ Τραμπ για «ιστορικό αναθεωρητισμό» και ότι διεξήγαγαν στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας φυλετική «ιδεολογική κατήχηση».
Στόχοι: από το Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας έως την National Portrait Gallery
Τα ιδρύματα που αφορά το διάταγμα είναι το Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το Μουσείο Αφροαμερικανικής Ιστορίας και Πολιτισμού, το Μουσείο των Ινδιάνων της Αμερικής, το Μουσείο Αεροπορίας και Διαστήματος, το Μουσείο Smithsonian Αμερικανικής Τέχνης, η πινακοθήκη National Portrait Gallery και το Hirshhorn Museum and Sculpture Garden.
Το «νόμος και τάξη» σε συσκευασία antiwoke
Με βάση τα παραπάνω, ένα ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ εφαρμόζει το κλασικό δόγμα του «νόμος και τάξη» με την «κατάληψη» της Ουάσινγκτον και το συνδυάζει άψογα με την antiwoke ρητορική, συνδέοντας επικοινωνιακά το έγκλημα με τον «ιστορικό αναθεωρητισμό» και την «φυλετική ιδεολογική κατήχηση».
Η ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ως εργαλείο πολιτικής
Περίπου το ίδιο μείγμα επιβολής της πολιτικής του ατζέντας με ολίγο ρεβανσισμό για τον έλεγχο της αφήγησης, φαίνεται ότι χρησιμοποίησε το Στέητ Ντιπάρτμεντ και στην ετήσια έκθεση αξιολόγησης του για τα ανθρώπινα δικαιώματα ανά τον κόσμο το 2024.
Πιο συγκεκριμένα το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ στην έκθεση του εκφράζει την ανησυχία της αμερικανικής κυβέρνησης για «την διάβρωση της ελευθερίας του λόγου στην Ευρώπη», συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ παράλληλα αύξησε την ένταση της κριτικής του κατά της Βραζιλίας και της Νότιας Αφρικής, με τους «αριστερούς» ηγέτες των οποίων (Λούλα Ντα Σίλβα και Σίριλ Ραμαφόζα) ο Ντόναλντ Τραμπ έχει συγκρουστεί για μια σειρά από ζητήματα. Με τον μεν Λούλα έχει συγκρουστεί για τα μάτια του πολιτικού του φίλου και πρώην προέδρου της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρου και με τον δε Ραμαφόσα για αυτό που ο Τραμπ περιέγραψε ως «μαζικές δολοφονίες λευκών αγροτών στη Νότια Αφρική», κάτι που τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν έχει συμβεί ποτέ.
Σκληρή κριτική σε αντιπάλους, επιείκεια σε συμμάχους
Ταυτόχρονα με τα παραπάνω η έκθεση παρουσιάζει μια εξαιρετική εικόνα ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα σε χώρες που οι ηγέτες τους διατηρούν φιλικές σχέσεις με τον Τραμπ και συνεργάζονται στενά σε θέματα της ατζέντας της Αμερικανικής κυβέρνησης, όπως είναι το μεταναστευτικό και η Μέση Ανατολή. Χώρες όπως το Ελ Σαλβαδόρ ή το Ισραήλ, που επί πολλά χρόνια οι οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγορούν για σοβαρές παραβιάσεις, «έπεσαν στα μαλακά» στην έκθεση του Στέητ Ντιπάρτμεντ. Επί παραδείγματι για το Ελ Σαλβαδόρ, όπου πρόεδρος είναι ο πιο τραμπικός από τον ίδιο τον Τραμπ, Ναγίμπ Μπουκέλε, η έκθεση ανέφερε ότι: «Δεν υπήρξαν αξιόπιστες αναφορές για σημαντικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Οι αντιδράσεις Γερμανίας και διεθνών οργανώσεων
Οι διαπιστώσεις της έκθεσης που παραδοσιακά θεωρείται αξιόπιστος «δείκτης» για τις εκτιμήσεις σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από τις οργανώσεις υπεράσπισης τους, όπως είναι αναμενόμενο προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις τόσο από κυβερνήσεις όπως επί παραδείγματι της Γερμανίας, αλλά και από τις ίδιες τις οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πιο συγκεκριμένα από την πλευρά της Γερμανίας η απάντηση ήρθε δια στόματος του αναπληρωτή εκπροσώπου της κυβέρνησης Στεφάν Μέγιερ, ο οποίος δήλωσε πως η γερμανική κυβέρνηση απορρίπτει την έκθεση και τόνισε ότι: «Δεν υπάρχει λογοκρισία στην Γερμανία. Έχουμε πολύ υψηλό επίπεδο ελευθερίας της έκφρασης στην χώρα μας και θα συνεχίσουμε να το υπερασπιζόμαστε σε όλες τις μορφές του».
Από την πλευρά τους η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατέκριναν την έκθεση υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει κατηγοριοποιήσει με λάθος τρόπο ορισμένες περιπτώσεις παραβιάσεων καταχρήσεων και άλλες τις έχει παραλείψει για να ταιριάζουν με την πολιτική της ατζέντα.
Η αναφορά στην Ελλάδα
Η έκθεση αναφέρεται και στην Ελλάδα σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως: «Δεν υπήρξαν σοβαρές αλλαγές στο καθεστώς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα».






