«Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο»…

Νομίζεις πως σε διάβασαν; Μπήκαν στο tovima.gr, είδαν τα επίκαιρα με τον πόλεμο, πέρασαν στα ψιλά, χάζεψαν λίγο με την Αργυρώ και την εκδοχή της στα γεμιστά, λίγο με τον καιρό, είδαν την παράξενη φωτο που ανεβάζεις, τσίμπησαν, σ’ άφησαν στη μέση μετά τη δεύτερη αναφορά σου στη σκληρή βιβλιογραφία.

Δεν έχουν τα στοιχεία σου. Κι όμως και μ’ αυτή την πεταλουδική τους ανάγνωση -παραξενιά θες, θες «που το πάει πάλι» -σε ξαναδιάβασαν. Έγιναν οι συνάψεις. Κατάλαβαν το όφελος σε κρυπτονομίσματα.

«Τι τρέχει; Έγινε κατολίσθηση ..;», ρωτάει συνεχώς ο Σαββόπουλος.

Ναι, έπεσε ενα βότσαλο στη λίμνη. Ακούστηκε «πλατς», αλλά δεν ήταν ο Νίκος Παππάς («Είμαι δυστυχώς για το κόμμα μας και ευτυχώς για τη συνείδησή μου ο μοναδικός υποψήφιος πρόεδρος του 2023 που είμαι στο κόμμα»).

Ήταν το πνεύμα της Ανάγνωσης που σχηματίζει κύκλους όταν πέφτει στην γαλάζια λίμνη όσων διαβάζουν ακόμη. Το πνεύμα προτρέπει να συνεχίσεις. Και να λάβεις σοβαρά υπ’ όψιν σου την αφιέρωση στον υπότιτλο του νέου ένθετου περιοδικού «Int.» στα «Νέα» του Σαββάτου: «Για όσους επιμένουν να διαβάζουν».

Τη συμπληρώνω με ένα: «Για όσους επιμένουν να διαβάζονται».

Και είμαι βέβαιος πως αμέσως θα σκιαγραφηθεί ευκρινώς -όπως με το σκιαγραφικό στις αξονικές- η σχέση που θα ήθελες με τον συγγραφέα που σε προκαλεί ως «υποκριτή αναγνώστη»: «Επιμονή»! Διότι αν έλεγα «υπομονή», θα αφαιρούσα ό,τι διακρίνει ένα καλό γραπτό: την απόλαυση του κειμένου που την δικαιούσαι αφού αποφάσισες να διαβάσεις τον Μπωντλαίρ. Έχεις λοιπόν τα στοιχεία μου: είναι το «υπερκείμενο» που διαβάζεις για το κείμενο που έπεται.

Παράδειγματος χάριν -σε ό,τι ακολουθεί- ιδού το «κείμενο»:

«Απο το: «Είστε σε γραμμή προτεραιότητας. Παρακαλώ περιμένετε», που το εισπράττω άφωνος κάθε φορά και δεν ξεχωρίζω αν η προτεραιότητά μου είναι για το σφαγείο, μέχρι τα 27.000.000 € για τον προϋπολογισμό του «νέας γενιάς» 112, η ευγένεια και η φιλανθρωπία της κοινωνίας όσο και το αμφίδρομο της επικοινωνίας γίνονται εφιάλτης.

Και ο μεγάλος αδελφός του δυστοπικού μυθιστόρηματος του Όργουελ, τι είναι; Ένας χαβαλές είναι με σαγιονάρες στο ομώνυμο σίριαλ ακριβώς μετά τις ειδήσεις και τα σανέλ.

Γιατί χαβαλέδες είναι και οι σπουδαίοι brothers που με κυβερνούν πετώντας μου σαν ξεροκόμματο την εικόνα τους για να μην τους α-ψηφάω όταν μου τσιμπούν το μάγουλο, όπως ο εθνάρχης, όταν ήμουν μικρός, στη Μύκονο, στον Ορνό του Θόδωρου, όπου οι γονείς μου, σέρνοντάς με, υπέβαλαν τα σέβη τους μαζί με άλλους παράγοντες της νήσου που μετέφεραν αιτήματα των ψηφοφόρων για διορισμό σε κάποιο γκισέ τραπέζης.

Και έπρεπε να φτάσω στον Πιερρακάκη και στο .gov για να καταλάβω την αξία του γκισέ και της χαμένης ουράς με τις γνωριμίες της. Τότε δεν είχε ο πρώτος τυχόντας τα data μου εκτός από τον Τάκο Μακρή και τον Νάτσινα. Ούτε επέτρεπαν στον κάθε Τσίπρα της εποχής να χρησιμοποιεί τη λέξη «πατριωτισμό».

Οπότε πώς να μην βλέπουν σημαντικές ευκαιρίες οι τεχνολόγοι για την συνεργασία του cloud computing, των big data analytics και του «Internet of Things»; Και πώς η βία απο τα πεζοδρόμια να μην περνάει στις οθόνες;

Κατάλαβα. Το βήμα προς την «υπολογιστική πραγματικότητα» της βίας έχει συντελεσθεί.

Γι’ αυτή την πραγματικότητα διαβάζω ότι υπολογίζεται πως στα επόμενα είκοσι χρόνια η Τεχνητή Νοημοσύνη θα επηρεάσει τις περισσότερες ειδικότητες.

«Μέχρι το 2030 ένα 30% των επαγγελμάτων θα αυτοματοποιηθεί και ένα 60% θα δει τα βασικά εργαλεία του να επηρεάζονται από τις λειτουργίες της Τεχνητής Νοημοσύνης. Η Goldman Sachs άλλωστε πληροφορεί ότι μέχρι το 2040 τριακόσια εκατομμύρια δουλειές θα παραδοθούν στην Τεχνητή Νοημοσύνη, δηλαδή το 25% της παγκόσμιας αγοράς εργασίας. Κάποιοι χώροι θα παραδοθούν πιο εύκολα και πιο γρήγορα και κάποιοι άλλοι όχι τόσο». Αλλά οι πρώτοι και καλύτεροι άνεργοι θα είναι οι γραφιάδες.

Η βία προφανώς, δεν είναι μόνον η θορυβώδης χειρονομία, είναι επίσης και η σιωπή. Οχι σιωπή των ηλεκτρονικών υπολογιστών (έξω απο την πρίζα) αλλά η σιωπή των αμνών στην πρίζα της «φωνής» της μηχανής που με έχει ταράξει στο » Παρακαλώ περιμένετε…..»

Και παρ’ ότι οι μηχανές αυτές ενώ διαθέτουν γλωσσικές δομές ανεξάρτητα από κάθε πόθο ή παρορμητική πρόθεση, δεν είναι ο άνθρωπος -πράγμα που σημαίνει πως δεν είναι ανθρώπινες δομές αλλά γλωσσικές ανεξάρτητα από κάθε βούληση του ανθρώπου- συγχρόνως είναι μια «κατασκευή» του ανθρώπου (σε συνέχεια της δυστυχίας του μέσα στον πολιτισμό για να θυμόμαστε τον Φρόιντ και το μαγικό σημειωματάριό του Φρόιντ).

Απέναντι σ’ αυτή τη βία της γλώσσας που, αν και είναι η γλώσσα μου, δεν είναι, έμαθα να αμύνομαι με μια γλωσσική υπερβολή: ό,τι γράφω, ποιητική αδεία την επικαιρότητα συνδυάζοντας μαθήματα δημοσιογραφίας (σημειολογίας) και ύφους – ασφαλώς όχι με την αποτελεσματικότητα ενός Ρότζερ Στόουν. (Εξού και δεν με έχει ζητήσει κανείς από την Ελλάδα).

Έγινα ο «μοραλίστ» που δεν θέλησα να είμαι; Κάτι μεταξύ Νικόλα Σεβαστάκη και Μαρίας Ευθυμίου.

Το ξέρω. Η βία της γλώσσας έγκειται στο τραύμα απο τη γλώσσα που το υφίσταμαι, όταν η γλώσσα με μπερδεύει για το πότε και πώς μου επιτρέπεται να είμαι ο εαυτός μου και να αντιστέκομαι στις ξύλινες γλώσσες του συστήματος και πότε να μην είμαι επακριβώς ο εαυτός γράφοντας δημόσια και παριστάνοντας τον παράγοντα που έλεγα πιο πάνω.

Και όταν η Χάνα Άρεντ επιμένει πως η βία θριαμβεύει εάν η σκέψη είναι σε αποδρομή ή ο ευέξαπτος Αντόρνο, εικοσιπέντε χρόνια μετά το Άουσβιτς ( και την τύχη της ποίησης μετά το Άουσβιτς) γράφει για την «Εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς», κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι ύστερα από 82 χρόνια το Άουσβιτς έχει επανέλθει μέσω αυτού του » μετά», του μετα- σύμπαντος κόσμου: το metaverse .

Και μάλιστα με τη μορφή αυτού που ο Νταβίντ Πανατζία ονομάζει #datapolitik.

Άλλως «κλιμακωτή εντατικοποίηση μορφών κυβερνητικης ορθολογικότητας και όλης της βίας που αυτές οι μορφές φέρουν»».