Έχω χρόνια στο μυαλό μου αυτό το κείμενο, το οφείλω στην παιδική ηλικία όλων εκείνων που μεγάλωσαν τις δεκαετίες που τα αυτοκίνητα δεν είχαν ντε και καλά κλιματισμό και τα ταξίδια προς τα πάτρια εδάφη του καθενός έκρυβαν περισσότερες εκπλήξεις από όσες θα φανταζόμασταν σήμερα. Η περίοδος του Πάσχα, πρώιμη ή όψιμη, περιελάμβανε σίγουρα μια απόδραση στην επαρχία.

Ήταν συνείδηση όλων το «Χριστούγεννα στην πόλη και Πάσχα στο χωριό», οπότε δεν ήταν καθόλου δύσκολο να φορτωθούν τα οικογενειακά αυτοκίνητα με παιδιά, βαλίτσες, παπούτσια της νέας σεζόν, τσουρέκια, λαμπάδες και σοκολατένια αβγά για να μεταφερθεί η γιορτή κοντά στους παππούδες, στο νιόβγαλτο χορτάρι και στα αρνάκια που θα θυσιάζονταν για πάρτη μας την Κυριακή του Πάσχα – κάτι που φυσικά δεν γνώριζαν ακόμη και βέλαζαν αμέριμνα μέχρι την ύστατη στιγμή.

Έτσι ξεκινούσε το ταξίδι με τη χαρά των μικρότερων να είναι τεράστια, καθώς όλο αυτό φάνταζε σαν μια μεγάλη περιπέτεια. Και η αλήθεια είναι ότι ήταν μια μεγάλη περιπέτεια. Οι δρόμοι αποτύπωναν με ακρίβεια την εθνική μας δυσκαμψία στη δημιουργία οδικών αρτηριών που να μας οδηγούν με ασφάλεια στον προορισμό μας, η πείνα μας ήταν μεγάλη λόγω της επιβεβλημένης από τα χριστιανικά ήθη νηστείας και οι ώρες περνούσαν βασανιστικά υπό τους ήχους ελαφρολαϊκών ασμάτων ή τροπαρίων αν ανήκαμε σε κάποια ανορθόδοξα ορθόδοξη οικογένεια.

Όλο αυτό αποτελούσε μια μεγάλη πρόκληση που έβαζε σε δοκιμασία τις δυνάμεις μας: θα τα καταφέρναμε να φτάσαμε σώοι για να κάνουμε Πάσχα και να φορέσουμε τα παπούτσια που μας είχαν πάρει δώρο οι νονοί μας; Αυτό το σιγουρεύαμε μόλις μπαίναμε με δόξα και τιμές στο χωριό.

Η «αποσκευή» που λεγόταν Σοκολατένιο Αβγό

Βέβαια, μέσα στην καρδιά μας, εκτός από την αγωνία της διαδρομής μετ’ εμποδίων, κυριαρχούσε μια χαρά που συνοψιζόταν στην ύπαρξη του πακέτου που βρισκόταν συνήθως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, διαχέοντας την αστραφτερή του λάμψη σε όλο τον ουρανό του, για να μας υπενθυμίζει σε κάθε χιλιόμετρο την παρουσία του. Είχαμε φάει όλα τα «μπλουμ» του κόσμου μέσα στη Σαρακοστή, είχαμε αντέξει πολλές και ζεστές ώρες στην εθνική, είχαμε κοινωνήσει τη Μεγάλη Πέμπτη βεβαιώνοντας τον παπά της ενορίας μας ότι ήμαστε τα καλύτερα παιδιά, γι’ αυτό και ξέραμε ότι πλησίαζε η επιβράβευση, η ώρα που θα κρατούσαμε τη λαμπάδα μας και θα μπουκώναμε με ευχαρίστηση το σοκολατένιο ανυποψίαστο λαγό, δημιούργημα του αγαπημένου συνοικιακού ζαχαροπλαστείου.

Ο κατάκοπος ήρωας πατέρας ξεφόρτωνε τις βαλίτσες από το αυτοκίνητο, εμείς πέφταμε σε αγκαλιές που μας υποδέχονταν με ανείπωτη χαρά και η μητέρα έσπευδε να βγάλει τα λαμπερά πακέτα όταν η ζωή και οι νόμοι της φυσικής τής έδειχναν το πιο σκληρό τους πρόσωπο. Η κραυγή της διαπερνούσε τον αέρα και μας έκανε να στραφούμε άπαντες προς το μέρος της για να καταλάβουμε ότι κάτι πολύ κακό είχε συμβεί, κάτι που δεν μπορούσε να διορθωθεί· ίσως και να είχε ξεχάσει τις λουστρινένιες της γόβες στο σπίτι και να αναγκαζόταν να πάει με την παντόφλα στην Ανάσταση.

Αλλά δεν ήταν αυτό το κακό που είχε πέσει σαν κατάρα στο σπιτικό μας. Το βλέμμα της που έπεφτε με θλίψη και σπαραγμό στα πρόσωπα των παιδιών της μας ανάγκαζε να υποψιαστούμε το λόγο της απόγνωσής της. Το τρομερό σενάριο να μην είχε αντέξει ο σοκολατένιος λαγός το ταξίδι και να είχε μεταμορφωθεί σε υγρή σοκολάτα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δραπετεύσει από το αυτοκίνητο που μαινόταν στις στροφές και αγκομαχούσε στις ανηφόρες, επιβεβαιωνόταν σύντομα με τον πατέρα να ζουλάει το περιτύλιγμά του και τη σοκολάτα να ρέει πάνω στις λευκές του ελβιέλες.

Κάθε ελπίδα για χαρούμενο Πάσχα εξανεμιζόταν και ενωνόταν με το κύμα γύρης ανοιξιάτικων λουλουδιών που η ομορφιά τους μας κοιτούσε χλευαστικά: τα πρωτευουσιανάκια ξέμεναν από σοκολατένια αβγά και χαρά. Η Μεγάλη Παρασκευή αποκτούσε διαστάσεις μυθικές και μας έκανε πρωταγωνιστές της. Ο Χριστός δεν θα κουβαλούσε μόνος του το σταυρό, αλλά με εμάς συνοδοιπόρους και συμπάσχοντες. Η Ανάσταση έμοιαζε ξαφνικά με μακρινό όνειρο. Ο πατέρας ξαναέμπαινε βιαστικά στο αυτοκίνητο και κινούσε προς την πλησιέστερη κωμόπολη με ένα μόνο σκοπό: να επιστρέψει με σοκολατένια αβγά, να γίνει για μία ακόμα φορά ο ήρωάς μας, είτε το ήθελε είτε όχι.

«Τα σοκολατένια αβγά, ως έθιμο και δώρο προς τα παιδιά, πρέπει να καθιερώθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1960, ενώ τώρα πια η τέχνη τους έχει φτάσει σε υψηλό επίπεδο».

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά το τραύμα παραμένει ζωντανό. Και δεν ανέφερα καν τις λαμπάδες που επίσης δέχονταν μεγάλο πλήγμα στο ταξίδι, με το κερί τους να γίνεται στις καλύτερες περιπτώσεις σαν σίγμα τελικό. Από τότε, δεν μεταφέρω σοκολατένια αβγά ποτέ με το αυτοκίνητο για μεγάλες αποστάσεις και, αν τύχει να πρέπει να τα πάω από το ζαχαροπλαστείο μέχρι το σπίτι, βάζω στο τέρμα το air condition και τρέχω σαν τρελή. Κι όλα αυτά για ένα έθιμο που ξεκίνησαν οι Δυτικοευρωπαίοι, που δεν γνώριζαν από υψηλές θερμοκρασίες και δεν είχαν ποτέ να κάνουν τη διαδρομή Αθήνα-Καρδίτσα ή Αθήνα-Ιωάννινα ή έστω Αθήνα-Κόρινθο. Αλήθεια, καλά δεν ζούσαμε με το τσουρεκάκι μας και μόνο;

Σοκολατένια αβγά: Η ιστορία τους

Γνωρίζουμε ότι τα αβγά ήταν από την αρχαιότητα, για πολλούς πολιτισμούς, σύμβολο ζωής και αναγέννησης. Βέβαια, η σοκολατένια εκδοχή τους ανήκει στην πρόσφατη ιστορία μας, αν και έχει καταφέρει να ενσωματωθεί τέλεια στα έθιμα πολλών χωρών και να κλέψει τις καρδιές μικρών και μεγάλων. Πώς όμως φτάσαμε από τα απλά αβγά στη σύλληψη των σοκολατένιων;

Είναι γεγονός ότι πολλές πασχαλινές παραδόσεις προέρχονται από μεσαιωνικές και παγανιστικές δοξασίες και σε αυτό συμβάλλει το γεγονός ότι το Πάσχα γιορτάζεται την άνοιξη, τότε που ανέκαθεν απονέμονταν τιμές στη γη και στο συναρπαστικό ξύπνημά της. Έτσι, τα αβγά ήταν πάντα στο προσκήνιο και, μάλιστα, βάφονταν σε έντονα χρώματα πολύ πριν από την επικράτηση του χριστιανισμού. Το Μεσαίωνα, σε όλη την Ευρώπη, το βάψιμο των αβγών, αλλά και ο περίτεχνος στολισμός τους, έγινε μια δημοφιλής παράδοση που εξελίχθηκε σε κάθε χώρα με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την κουλτούρα της. Μία από τις σημαντικές αναφορές στο έθιμο θέλει τον Εδουάρδο Α΄ να δωρίζει στους αυλικούς του αβγά τυλιγμένα με φύλλα χρυσού. Έτσι κάπως φτάσαμε στα σφυρήλατα Fabergé, με το πρώτο να προσφέρεται στην αυτοκράτειρα Μαρία της Ρωσίας από το σύζυγό της, τσάρο Αλέξανδρο, το 1883, και μετέπειτα η πολύτιμη σοκολάτα μπήκε στο παιχνίδι, κατά κύριο λόγο επειδή ήταν σπάνια, εξωτική και ακριβή.

Συγκεκριμένα, η σοκολάτα έφτασε το 17ο αιώνα στη Βρετανία για να φέρει την επανάστασή της. Φυσικά, δεν μιλάμε για πλάκες σοκολάτας, αλλά για το ρόφημά της, εμπλουτισμένο με πιπέρι τσίλι, όπως συνήθιζαν να το απολαμβάνουν οι Αζτέκοι. Γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη και έγινε αγαπημένη συνήθεια των ευγενών. Την ίδια εποχή είχαν καταφθάσει στη χώρα ο καφές και το τσάι οδηγώντας στη δημιουργία χώρων εστίασης που προορίζονταν αποκλειστικά για την κατανάλωσή τους, κάτι σαν καφενεία. Μάλιστα, ήταν τόση η ευδαιμονία που προκαλούσε το ξεχωριστό ρόφημα που, αν και φτιαχνόταν μόνο με νερό, είχε ζητηθεί από την εκκλησία να το νηστεύουν, όπως ακριβώς το κρέας, τα γαλακτοκομικά και τα αβγά.

Μέχρι το 19ο αιώνα, η σοκολάτα παρέμενε κάτι που μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να προσεγγίσουν λόγω της υψηλής τιμής της. Την είχαν εξελίξει βέβαια ως ρόφημα, το οποίο είχε ταξιδέψει και στην υπόλοιπη Ευρώπη. To 1828 o Ολλανδός σοκολατοποιός Van Houten κατάφερε με μια ειδική πρέσα να αφαιρέσει μεγάλο ποσοστό βούτυρου κακάο από τη σοκολάτα, φτιάχνοντας τη σκόνη κακάο, ικανή να συμμετέχει σε διάφορες παρασκευές. Η πρώτη πλάκα σοκολάτας δημιουργήθηκε ή το 1847 από την αγγλική σοκολατοποιία J. S. Fry & Sons ή το 1842 από τον John Cadbury. Η σοκολατοποιία του δεύτερου είναι κι εκείνη που κυκλοφόρησε στο εμπόριο το 1875 τα πρώτα πασχαλινά αβγά από μαύρη σοκολάτα, χωρίς ωστόσο μεγάλη επιτυχία. Στην αυγή του 20ού αιώνα, το 1900, η εταιρεία έφτιαξε τα πρώτα από σοκολάτα γάλακτος και στη συνέχεια πειραματίστηκε με γεμίσεις, κρέμες και φοντάν για να φτάσει το 1923 στο διάσημο Cadbury Crème Egg, με επικάλυψη σοκολάτας υγείας και γέμιση από λευκό και κίτρινο φοντάν για να προσομοιάζει, όσο το δυνατόν, σε πραγματικό αβγό. Η ιστορία συνεχίστηκε με περίτεχνες διακοσμήσεις τόσο από την Cadbury όσο και από άλλες σοκολατοποιίες ή ζαχαροπλάστες.

Τα ελληνικά ’60s

Στην Ελλάδα, η σοκολάτα έκανε την εμφάνισή της μετά το 1850, ακολουθώντας την τάση υιοθέτησης ευρωπαϊκών συνηθειών. Σιγά σιγά άρχισαν να φτιάχνονται τα πρώτα κεράσματα και γλυκά από το εξωτικό αυτό υλικό και στις αρχές του 1900 η σοκολάτα ήταν ήδη πρωταγωνίστρια σε όλα τα αστικά ζαχαροπλαστεία. Τα σοκολατένια αβγά, ως έθιμο και δώρο προς τα παιδιά, πρέπει να καθιερώθηκαν μετά το 1960, ενώ τώρα πια η τέχνη τους έχει φτάσει σε υψηλό επίπεδο.

Πού θέλουμε να καταλήξουμε; Πως ευτυχώς που παράλληλα με την εξέλιξη της σοκολατοποιίας είχαμε και τη ραγδαία εξέλιξη της αυτοκινητοβιομηχανίας και έτσι μπορούν τα σοκολατένια αβγά να ταξιδεύουν με ασφάλεια σε καμπίνες με άριστο κλιματισμό. Φυσικά, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η ευαίσθητη σοκολάτα πάντα θα κινδυνεύει όταν θα πέφτουν πάνω της οι ακτίνες του ήλιου. Μήπως είναι πιο σοφό, τελικά, να την καταναλώνουμε προτού καν ξεκινήσει το ταξίδι;