Κάθε χρόνο, δύο φορές, όσες και οι στιγμές σε ένα εικοσιτετράωρο που ένα χαλασμένο ρολόι δείχνει σωστά την ώρα, καλούμαστε να αναρωτηθούμε τι είναι η πατρίδα μας. Μην είναι οι παρελάσεις, μην είναι οι καινούριοι εξοπλισμοί που επιδεικνύονται σε αυτές; Μην είναι τα βαρύγδουπα πολιτικά μηνύματα περί ενωμένου στα δύσκολα έθνους, εν μέσω συχνά πολωτικών αντιπαραθέσεων στη δημόσια σφαίρα;
Φυσικά κανείς και καμία δεν νομίζω πως περιμένει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Μοιάζει όμως με τραγική ειρωνεία ότι 200 χρόνια μετά την επανάσταση που οδήγησε στη σύσταση του νεοελληνικού κράτους φαντάζει περισσότερο γρίφος παρά βεβαιότητα η ανίχνευση των στοιχείων που διατηρεί τη συνοχή των πολιτών του. Σε αντίθεση με τον ρομαντικό μύθο του έθνους, που βλέπει σε αυτό την αποκρυστάλλωση μιας κοινότητας βιωμάτων και κοινής ρίζας, σήμερα το έθνος φαίνεται να είναι αυτό το ίδιο ο δεσμός και το περιεχόμενό του μένει να συμπληρωθεί – εκτός φυσικά και αν πείθει το αφήγημα περί τρισχιλιετούς συνέχειας που από την αρχαιότητα φτάνει στο σήμερα, βάζοντας μέσα και λίγο χριστιανισμό στην πορεία.
Το πόσο ρευστός είναι πλέον σήμερα αυτός ο κοινός πυρήνας βιωμάτων φαίνεται από τις ερωτήσεις για την απόκτηση της υπηκοότητας που καλούνται να απαντήσουν άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικές χώρες και θέλουν να γίνουν έλληνες και ελληνίδες πολίτες. Αν εξαιρέσουμε τη γενική ιστορία και τη γλώσσα και πάμε στον πολιτισμό, βλέπουμε την έκφραση μιας αμηχανίας που
νομίζω είναι δικαιολογημένη αν σκεφτεί κανείς τη δυσκολία παραγωγής τοπικού πολιτισμού (λες και είναι φέτα ΠΟΠ) σε μια παγκοσμιότητα ανταλλαγής πολιτισμικών προϊόντων, ιδεών και ερεθισμάτων.
Παρ’ όλη αυτή τη διάχυτη αμηχανία, οι εορτασμοί των εθνικών επετείων επιδεικνύουν μια αξιοθαύμαστη σταθερότητα. Μπορεί τα παιδιά της μισής και βάλε τάξης του σχολείου να είναι παιδιά μεταναστών, εντούτοις καλούνται να απομνημονεύσουν τα ίδια ποιήματα που απομνημονεύαμε και εμείς το πάλαι… τρέχα γύρευε πότε. «Είμαι εγώ μια Ελληνοπούλα…», λίγος Κολοκοτρώνης και λίγος Καραϊσκάκης δίνουν σταθερά το εθνεγερτικό «παρών». Τουλάχιστον, όπως αντιλαμβάνομαι από παρατηρήσεις φίλων που έχουν παιδιά, έχει κάπως βελτιωθεί η… ηρωική ποσόστωση, με την Μπουμπουλίνα και τη Μαντώ Μαυρογένους να έχουν ανέλθει βαθμίδες ορατότητας σε ένα σύμπαν γεμάτο παλικάρια.
Άλλη μια ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ενόσω το έθνος μένει πιστό στο παρελθόν του με παρελθοντικό τρόπο, το παρόν παράγει τους δικούς του ήρωες, προσαρμοσμένους σε μια πιο περίπλοκη πραγματικότητα. Πριν λίγες μέρες, για παράδειγμα, ο Εμμανουήλ Καραλής σημείωσε νέο πανελλήνιο ρεκόρ στο άλμα επί κοντώ, κατακτώντας ταυτόχρονα και το ασημένιο μετάλλιο στο παγκόσμιο πρωτάθλημα κλειστού στίβου. Ξεπερνώντας τον ενδημικό ως φαίνεται ρατσισμό της ελληνικής επαρχίας, ο Καραλής «αναγκάζει» τον πολιτικό κόσμο να τον συγχαίρει για τις επιτυχίες του, όπως παλιότερα -το μέγιστο ίσως παρόμοιο παράδειγμα- έκανε και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.
Ίσως να μην είναι υπόθεση επιστημονικής (ή, μάλλον, εν προκειμένω, ιστορικής) φαντασίας να σκεφτεί κανείς ότι στο μέλλον οι εορτασμοί των εθνικών επετείων θα εστιάζουν στις διαφορές παρά στις ομοιότητες των συμμετεχόντων στα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα. Να εστιάζουν δηλαδή στο πώς άνθρωποι που καλά καλά δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα (ή έστω διάλεκτο) κατάφεραν εν ονόματι ενός ανώτερου σκοπού να ενωθούν για να πετύχουν την ελευθερία τους. Κι ίσως έτσι να γίνει πιο εύκολο και για τους ανθρώπους που το επιθυμούν σήμερα να γίνουν μέρος αυτής της πολιτικής ενότητας που ονομάζεται έθνος.