Οταν πρωτοδιατυπώθηκε το ελληνικό αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στον τόπο τους, η βρετανική πλευρά προέβαλε μια σειρά από επιχειρήματα.

Ένα επιχείρημα ήταν αυτό της «προστασίας» – η Ελλάδα, έλεγαν, δεν διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές για να φιλοξενήσει έναν τέτοιου μεγέθους πολιτιστικό πλούτο.

Ένα δεύτερο ήταν αυτό της φήμης του Βρετανικού Μουσείου – εδώ, υποστήριζαν, μπορούν να θαυμάσουν τον αρχαιοελληνικό θησαυρό εκατομμύρια επισκέπτες.

Κι ένα τρίτο ήταν αυτό της «ιδιοκτησίας» – κάποιο «φιρμάνι» που δεν επιδείχθηκε ποτέ υποτίθεται πως αποδείκνυε πως ο Λόρδος Ελγιν είχε αποκτήσει νόμιμα τα Γλυπτά.

Από τη διεθνή εκστρατεία της Μελίνας Μερκούρη χρειάστηκε να περάσουν χρόνια συστηματικής δουλειάς για να αποδυναμωθούν κάθε ένα από αυτά τα επιχειρήματα.

Η τοποθέτηση της αξιωματούχου του υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας στη διακυβερνητική διάσκεψη της UNESCO ότι δεν υπάρχει κανένα «φιρμάνι» με ισχύ νομικού εγγράφου αποδυνάμωσε και το τελευταίο επιχείρημα των Βρετανών.

Αυτό διεφάνη εξάλλου και από την αντίδραση του Βρετανικού Μουσείου, εκπρόσωπος του οποίου δήλωσε πως «επιθυμούμε μια ρεαλιστική λύση».

Γεγονός που καθιστά ακόμη πιο σαφές ότι από τη φάση του «χρόνιου αιτήματος» για την επιστροφή των Γλυπτών έχουμε περάσει σε εκείνο της αναζήτησης μιας «φόρμουλας» για την επανένωσή τους.

Θα απαιτηθούν ασφαλώς λεπτοί χειρισμοί και η άσκηση μιας «πολιτιστικής διπλωματίας» χωρίς εντυπωσιασμούς που θα έβλαπταν την πορεία των διαπραγματεύσεων και με μοναδικό σκοπό να επιστρέψουν επιτέλους τα Γλυπτά στον τόπο τους για να μπορούν πλέον να τα θαυμάζουν τα πλήθη του παγκοσμιοποιημένου τουρισμού στο σύνολό τους.