Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου που επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας, μετά τις αντιδράσεις των φοιτητών, μετά την τόσο σκόνη που σήκωσε η δημόσια συζήτηση για το μέλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ως δημόσιοι λειτουργοί του Πανεπιστημίου θα αρκεστούμε στη συνέχεια να υπερασπιζόμαστε το δημόσιο Πανεπιστήμιο με τον ίδιο τρόπο και ως έχει;

Δεν πρέπει άραγε να σκεφτούμε ότι, εάν έφτασαν τα σχέδια της κυβέρνησης να έχουν τόση κοινωνική δύναμη είναι γιατί και εμείς, οι μέτοχοι του δημόσιου πανεπιστημίου, συμβάλλαμε στην αναγνώριση τους;

Η παρούσα αρνητική συγκυρία μπορεί να αποβεί, με ένα τρόπο, επωφελής. Είναι η στιγμή σε αυτόν τον πολιτικό χρόνο να αδράξουμε την ευκαιρία και να θέσουμε σε κριτική το Πανεπιστήμιο μας, με τρόπο ώστε να μην αφήσουμε στους συντηρητικούς επαναστάτες την δυνατότητα της συνέχισης της κριτικής του και της νομιμοποίησης αυτής της κριτικής.

Οφείλουμε να ασκήσουμε κριτική για να διατηρήσουμε καλύτερα ό,τι αξίζει να διατηρηθεί χωρίς να κάνουμε καμία υποχώρηση στο συντηρητισμό που διαιωνίζεται από την κυριαρχία του κομφορμισμού του αντικομφορμισμού και του ακαδημαϊσμού του αντι-ακαδημαϊσμού εντός του πανεπιστημιακού χώρου, από την νοσηρή αναδίπλωση του πανεπιστημιακού μικρόκοσμου στον εαυτό του, στην οποία οδηγεί οι παλατιανές (μικρο)αντιδικίες και οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις του.

Σε αυτή την προοπτική θα πρέπει, αφ’ ενός, η κάθε αυτοοριζόμενη «προοδευτική σκέψη» θα πρέπει να γίνει πιο ριζοσπαστική, να πάψει να ικανοποιείται από έναν ιδεαλισμό χωρίς ιδέες, και, αφ’ ετέρου, η κάθε τεχνοκρατικής προοπτικής κριτική να πάψει να αποτελεί ένα σύνολο προκάτ ιδεών χωρίς, τέχνη, σκέψη και πραγματικό αντικείμενο. Είναι τόσο επείγουσα, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά, η ανάγκη για μια βαθιά μεταρρύθμιση και ανάπτυξη του δημόσιου πανεπιστημίου μας που ούτε ο τεχνοκρατικού τύπου συγκαταβατικός λαϊκισμός, ούτε η «πρωτοποριακή» σκέψη της «αυτοϊκανοποίησης» και του «αυτοθαυμασμού», αλλά ούτε και ο «τρίτος δρόμος» του αριστοκρατικού συντηρητισμού μπορούν να ανταποκριθούν.

Η ριζοσπαστικοποίηση του ριζοσπαστισμού της κριτικής σκέψης για το Πανεπιστήμιο οφείλει να οδηγήσει: α. σε μια οξεία κριτική τόσο του τρόπου λειτουργίας του όσο και των επενδυμένων σε αυτόν συμφέροντα των μελών του, μια κριτική που δεν θα αφήνει περιθώρια στη σημερινή συντηρητική κριτική του Πανεπιστημίου υποκρίνεται αποτελεσματικά πως αποτελεί ριζοσπαστική επαναστατική προοπτική, β. στην αναζήτηση των πρακτικών και, κυρίως, αποτελεσματικών όρων δυνατότητας της αυτονομίας του δημόσιου Πανεπιστημίου γ. στη πλήρωση των απαραίτητων όρων (ανα) παραγωγής συνθηκών και ατομικών διαθέσεων οι οποίες, με τη σειρά τους θα παράγουν πανεπιστημιακές εκπαιδευτικές και ερευνητικές πρακτικές με συμφέρον στη καθολικότητα και όχι στη μετριότητα.

Βέβαια, μέσα στο σημερινό περιβάλλον όπου είναι δύσκολο, σε ορισμένες περιπτώσεις, να ξεχωρίσει κανείς το νέο-ρεαλισμό και το νέο-κυνισμό της πεφωτισμένης «αριστεράς» από τη σκέψη της παραδοσιακής «δεξιάς», όπου το πέρασμα από τον «κομφορμισμό της ανατροπής» και της υποχρεωτικής ριζοσπαστικότητας στον κομφορμισμό της συναινετικής ένταξης» αποτέλεσε πάγια και επικυρωμένη κοινωνική τροχιά του κοινωνικά κυρίαρχου τμήματος της πανεπιστημιακής διανόησης, το μέλλον μιας τέτοιας κριτικής σκέψης εμφανίζεται δυσοίωνο.

Ωστόσο, δεν μένει άλλος δρόμος από το επιχειρήσουμε να επινοηθούν και να αναπτυχθούν εντός του πανεπιστημίου οι απαραίτητες εκείνες δομές έρευνας, διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης, οι οποίες θα χαράξουν σταδιακά, μέσα στα πράγματα και στα μυαλά των ανθρώπων του πανεπιστημιακού χώρου, ένα νέο τρόπο άσκησης της πολιτικής για το παρόν και το μέλλον του, ένα νέο τρόπο πολιτικής σκέψης για το Πανεπιστήμιο που δε θα σκέπτεται «πολιτικά», με την στενή, επαγγελματική έννοια του όρου.

Ο κ. Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι καθηγητής στο ΕΚΠΑ.