Ο νόμος που επιτρέπει την λειτουργία μη κρατικών ιδρυμάτων ή παραρτημάτων ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα βρίσκεται ήδη σε ισχύ και σε αναμονή της συνταγματικής του κρίσης από το ΣτΕ. Παρά την έντονη πολιτική αντιπαράθεση και τις κινητοποιήσεις αλλά και την μοιρασμένη σε πολλές μετρήσεις κοινή γνώμη, η γενική αίσθηση είναι πως η κοινωνική πλειοψηφία δεν αντέδρασε στην προοπτική λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, με όσες προϋποθέσεις και αστερίσκους μπορεί να προσθέτει κανείς σε αυτό.

Το μείζον ζητούμενο όμως ήταν και παραμένει το παρόν και το μέλλον των δημόσιων πανεπιστήμιων. Αυτών που αφορούν μέχρι σήμερα και για το μακρό μέλλον, την συντριπτική πλειοψηφία των ακαδημαϊκών δασκάλων, ερευνητών και φοιτητών. Ακριβώς γιατί μια σειρά από ανάγκες, εκκρεμότητες και παθογένειες δεν αγγίχθηκαν καν από το νομοσχέδιο για τα μη κρατικά δημιουργώντας έτσι πρόσθετο κόστος όχι μόνο σε χρόνο αλλά και σε ανταγωνιστική ισχύ, αφού τα «εκκολαπτόμενα» ιδιωτικά δεν θα βαρύνονται από τα αντίστοιχα ζητήματα.

Χαρακτηριστική περίπτωση ο θεσμικός εναγκαλισμός των δημόσιων ιδρυμάτων από την διοικητική και οικονομική καθοδήγηση του υπουργείου παιδείας. Σε μια εποχή που η ευελιξία και η αυτοτέλεια αποτελεί κύριο συγκριτικό πλεονέκτημα διάκρισης και ανάπτυξης των πανεπιστημίων διεθνώς, τα ελληνικά πανεπιστήμια, παρά την σαφή συνταγματική πρόβλεψη περί αυτοδιοίκητου, διανύουν μία από τις πιο περιπλεγμένες με το κράτος διοικητικές περιόδους της ιστορίας τους. Αξιοσημείωτη η αποστροφή του γραμματέα της ΠΟΣΔΕΠ, καθηγητή ΑΠΘ κ. Γιώργου Λιτσαρδάκη σε πρόσφατη εκδήλωση του InSocial, πως «τα τελευταία είκοσι χρόνια κανένας πρύτανης δεν έχει επανεκλεγεί με το ίδιο σύστημα εκλογής». Για να θεμελιωθεί μάλιστα το ρεκόρ της εικοσαετίας δεν αρκούσε η αλλαγή του συστήματος με κάθε κυβέρνηση αλλά και με κάθε υπουργό εντός της ίδιας κυβέρνησης!

Αμέτρητες οι επισημάνσεις ακαδημαϊκών για περιπλοκές και καθυστερήσεις στην γραφειοκρατία των ερευνητικών προγραμμάτων η οποία στοιχίζει σε συνεχή μείωση της ερευνητικής δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια παράλληλα με την φυγή πολλών ερευνητών στο εξωτερικό. Ένας ακαδημαϊκός χάρτης πνιγμένος στις παθογένειες του παρελθόντος, επιφορτίζει συνεχώς τα κεντρικά ιδρύματα, πολλαπλασιάζοντας τις επιπτώσεις της υποχρηματοδότησης τους (όλο και λιγότερα χρήματα για περισσότερους φοιτητές) και αφαιμάσει τα περιφερειακά προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στον μεταρρυθμιστικό ρεαλισμό των πραγματικά χρήσιμων και αξιολογημένων ιδρυμάτων που αξίζει να υποστηριχθούν και όσων παραμένουν σε λειτουργία για λόγους άλλους, εκτός από διδακτικούς ή ερευνητικούς.

Προσθέτοντας στα παραπάνω τις διαχρονικές παθογένειες των μισθολογικών ζητημάτων της πλειοψηφίας των ακαδημαϊκών και ειδικά όσων δεν μπορούν παράλληλα να ασκήσουν κάποιο ελεύθερο επάγγελμα αλλά και τα ζητήματα ασφάλειας και προστασίας του προσωπικού, των κτιρίων και των υλικών, τα αμεταρρύθμιστα δημόσια πανεπιστήμια θα βρεθούν στην αφετηρία των μη κρατικών σε θέση σοβαρής αδυναμίας και ελλιπούς ανταγωνιστικότητας.

Η κυβέρνηση κατά την πρόσφατη νομοθέτηση δίστασε να προτάξει ακόμα και στον τίτλο του νομοσχεδίου το άνοιγμα στον μη κρατικό χαρακτήρα και προέβαλλε την «ενίσχυση του δημοσίου πανεπιστήμιου» αλλά και σε μια πιο επικοινωνιακή απόδοση τα «ελεύθερα πανεπιστήμια». Μόνο που χωρίς τολμηρές και ουσιαστικές παρεμβάσεις με μεταρρυθμιστική τόλμη, ενίσχυσης της αυτονομίας και στήριξης τους, τα δημόσια πανεπιστήμια θα παραμείνουν κατά τον ποιητή «ελεύθερα πολιορκημένα» και με την επιλογή της Μεσολογγίτικης «εξόδου» να οδηγεί προς τα μη κρατικά, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για την κοινωνία και οικονομία.

Ο κύριος Γιώργος Παπούλιας  είναι Πολιτικός Επιστήμονας – Διευθυντής του InSocial και διετέλεσε Ειδικός συνεργάτης υπουργού Παιδείας 2009-2012.