Ακούγοντας στη Βουλή το κουδούνι του Τασούλα πριν καν πατήσει το κουμπί και βλέποντας το απερίγραπτο θέαμά της, κατάλαβα ότι αυτό είναι το τέλος της «αρχής της αντιπροσώπευσης» -αλλά ακόμα δέν ξέρω υπό ποία έννοια.

Και επειδή η αντιπροσώπευση -πέρα από την άμεση Δημοκρατία που ονειρεύεται η Ζωή- είναι κεκτημένη, τουλάχιστον ως «φαντασίωση» από τις ονειροπολήσεις και τους μοναχικούς περιπάτους του Ρουσσώ, διερωτώμαι αν είναι το ίδιο και ως «πραγματικότητα»;

Διότι -το ξέρουμε- η αντιπροσώπευση ως «πραγματικότητα» αναιρείται αμέσως μόλις εφαρμοστεί (λόγω πλειοψηφίας). Βέβαια η αντιπροσώπευση-«φαντασίωση» διαθέτει μια δυνητικότητα μέσα από το θεσμικό πλαίσιό της (το Σύνταγμα) -ιστορικού και λογικού χαρακτήρα που δεν παραγνωρίζω. Όμως, πώς να μην αναγνωρίσω ότι ο θεσμός αυτοανατρέπεται συνεχώς, παρά τους κανονισμούς που του επιτρέπουν να υφίσταται αλλά και να ευτελίζεται από θεμιστοπόλους της συμφοράς;

Και αν ο θεσμός βρίσκεται διαρκώς υπό αποδόμηση πολύ πριν η αποδόμηση εισέλθει στους θεσμούς, τί γίνεται όταν η αποδόμηση εισέρχεται εκ των υστέρων υπό μορφή Βελόπουλου; Και μάλιστα, εξ αιτίας της ίδιας της «αρχής της αντιπροσώπευσης» (με τις καρδούλες) χάριν της οποίας και οι περικεφαλαίες των Σπαρτιατών που καμαρώνουν στα πίσω έδρανα;

Το να ισχυριστώ πως η «αρχή της αντιπροσώπευσης» είναι ένα από τα ονόματα εκείνου που διαφεύγει του ερωτήματος: «Ποιός επιτέλους είναι αυτός που αντιπροσωπεύεται;», θα όφειλα προηγουμένως να σκεφτώ όχι ακριβώς τη δήλωση του Μπάμπη Δρακοπούλου («Ο Λαός έχει δικαίωμα να κάνει και λάθος»), αλλά την πρόκληση του Μπρεχτ: «Εν ανάγκη αλλάζουμε τον Λαό».

Αλλά τόσο στην περίπτωση του Δρακόπουλου όσο και του Μπρεχτ πίσω από την λέξη «Λαός» κρύβεται το μόρφωμα του Νατσιού και η αμορφωσιά για την οποία πάλι η αντιπροσώπευση ευθύνεται.

Να το έχουμε κατά νου : η «αρχή της αντιπροσώπευσης» παράγει την άρνηση της ίδιας της «αρχής» της.

Και επειδή στην πολιτική οι «αρχές» είναι θεμελιωδώς διφορούμενες και διαρκώς αναιρέσιμες, η «αρχή» αυτή δομείται και συγχρόνως αποδομεί τη Δημοκρατία πολλαπλασιάζοντας τις εξαρτήσεις της από την «αγορά» και τους ολιγάρχες της .

Αν ο αναγνώστης μου επιμένει να διακρίνει «άρνηση» σε όσα επίμονα επισημαίνω, ας διαβάσει τον Ετιέν Μπαλιμπάρ: «Η αρνητικότητα» αντιστοιχεί στην «ιδεατή καθολικότητα», διότι «κάθε πολιτική ηγεμονία, μέσα στην Ιστορία θεμελιώνεται σε μια επαναστατική εμπειρία ή σε μια λαϊκή ανταρσία (…) θέτοντας το ζήτημα της ίσης ελευθερίας ή της αδυνατότητας μιας ελευθερίας δίχως ισότητα»*
Αυτό το αίτημα η σημερινή Βουλή μπορεί να το ονομάσει αλλά δεν μπορεί να το ικανοποιήσει. Όπως επίσης δεν μπορεί να διακρίνει αυτό που έρχεται υπό τον μανδύα και τις περικνημίδες του Στίγκα.

Η Βουλή μιλάει μια άλλη γλώσσα. Και χωρίς μια νέα γλώσσα δεν μπορεί να υπάρξει μια νέα πραγματικότητα.

Η τραγωδία μάλιστα του Σύριζα στη Βουλή έγκειται σ’ αυτό: ενώ είναι λαλίστατος, είναι βουβός. (Το αντίθετο με την Ζωή που, ενώ είναι βουβή, είναι λαλίστατη).

Στο ποίημα της «Αίνιγμα» η Ingeborg Bachmann, που αυτοκτονεί συνεχώς για όλους εμάς, διαβάζω :

«Μην κλαις λέει η μουσική.

Κατά τ’ άλλα δεν λέει κανένας κάτι».
Αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα; Και πώς; Διερωτώμαι επίσης, γιατί επιμένω να διαμορφώνομαι και να επιμορφώνω -μετά το Άουσβιτς.

*Etienne Balibar, Πολιτική και αλήθεια, εκδόσεις Νήσος, σσ. 159-160.