Μετά την αλλαγή της ηγεσίας, οι διψήφιες δημοσκοπικές επιδόσεις του ΚΙΝΑΛ, ύστερα από παρατεταμένο χειμώνα μονοψήφιων καταγραφών, σηματοδοτούν το πέρασμα στην άνοιξη και στην άνθηση της ελπίδας ότι αυτή τη φορά η άνοιξη ήρθε για να μείνει. Την προηγούμενη άνοιξη, που ξεκίνησε το 2015 με τη συγκρότηση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (ΠαΣοΚ, ΔΗΜΑΡ, Κινήσεις Πολιτών) και συνεχίστηκε το 2017 με την προσχώρηση του Ποταμιού και του ΚΙΔΗΣΟ και την ίδρυση του ΚΙΝΑΛ το 2018, οι ελπίδες διαψεύστηκαν εξαιτίας εσφαλμένων επιλογών και προσωπικών στρατηγικών.

Η εκλογή τότε της ηγεσίας πριν από το ιδρυτικό συνέδριο (παγκόσμια πρωτοτυπία!) και η λειτουργία εξαμελούς επιτροπής υπεράνω θεσμικών οργάνων, καθώς και η έλλειψη εσωκομματικής δημοκρατίας, η οποία διευκόλυνε τις προσωπικές στρατηγικές, τις φυγόκεντρες τάσεις και τις αποσκιρτήσεις, οδήγησαν σύντομα σε συρρίκνωση του εγχειρήματος στα όρια του εναπομείναντος ΠαΣοΚ.

Εκτός από οργανωτικά λάθη υπήρξαν και εσφαλμένες πολιτικές επιλογές. Η παραλυτική πολιτική των ίσων αποστάσεων από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και ο συνεχής ετεροκαθορισμός έναντι των δύο αυτών κομμάτων υπονόμευαν την προσπάθεια ανάδειξης αυτόνομης φυσιογνωμίας. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις που επιχειρήθηκε να διατυπωθεί σύγχρονος προγραμματικός λόγος, όπως στην υγεία, η έλλειψη οράματος και ο συντηρητισμός των συνδικαλιστών αφαιρούσαν κάθε μεταρρυθμιστική πνοή.

Η αναδρομή στα λάθη και στις αδυναμίες του παρελθόντος δεν ακυρώνει τη μεγάλη συμβολή της Φώφης Γεννηματά στην επιβίωση του χώρου και στη βελτίωση των εκλογικών του επιδόσεων κάτω από ιδιαίτερες αντίξοες συνθήκες, καθώς και στις ιστορικές υπερβάσεις που πραγματοποίησε για τη συσπείρωση ευρύτερων δυνάμεων. Τώρα όμως, που το ΚΙΝΑΛ έκλεισε τον κύκλο του, η αρνητική και θετική παρακαταθήκη που αφήνει αποτελεί πολύτιμο εφόδιο για την ανασυγκρότηση του χώρου με νέα ηγεσία και νέα ονομασία.

Η ισχυροποίηση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας δεν θα επιτευχθεί βέβαια μόνο με την επιβεβλημένη πλέον επαναφορά του «ΠαΣοΚ» στον τίτλο του κόμματος. Η επιτυχία του εγχειρήματος, που μεσοπρόσθεσμα προϋποθέτει διπλάσιο ποσοστό στις επερχόμενες εκλογές, θα κριθεί από τρεις κυρίως παράγοντες. Από τη διατύπωση προωθημένου μεταρρυθμιστικού λόγου με πειστικές απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα, διεθνή και εθνικά, από τη διαχείριση των μετεκλογικών συνεργασιών σε περίπτωση που δεν υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση ΝΔ, καθώς και από την κατοχύρωση της εσωκομματικής δημοκρατίας, με ρήξη με τον εμπεδωμένο αρχηγισμό του ΠαΣοΚ.

Στο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι η κατ’ εξοχήν μεταρρυθμιστική πολιτική δύναμη, που επιχειρεί να διατηρήσει τις αρχές και τις αξίες που οικοδομήθηκαν στη μεταπολεμική Ευρώπη χωρίς να εστιάζει πλέον στο «παλιό» δίπολο Δεξιάς – Αριστεράς, αλλά στο ανοικτό ή κλειστό κοινωνικό και παραγωγικό μοντέλο και στην καταπολέμηση του αναδυόμενου εθνικισμού και λαϊκισμού. Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία καλείται να αποτελέσει τον σημαιοφόρο αυτών των αξιών, αλλά και των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών, οι οποίες να υπηρετούν ταυτόχρονα την ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος, και μάλιστα σε μια δύσκολη εποχή, όπου οι συνεχείς κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές αλλά και υγειονομικές αναταράξεις οδηγούν σε περιπέτειες την παγκοσμιοποίηση και σε αναδιάταξη του παγκόσμιου γεωπολιτικού χάρτη, καθώς και στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Οι συντηρητικοί περιορισμοί της ΝΔ στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση των αναγκαίων διαθρωτικών αλλαγών και η διαιώνιση του πελατειακού κράτους, από τη μια, καθώς και η κυβερνητική ανικανότητα και ο κρατισμός του ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, δίνουν τη δυνατότητα στην τριπλή αυτή στόχευση να αναδειχθεί ως το μείγμα της πολιτικής που έχει ανάγκη ο τόπος. Η επερχόμενη προεκλογική μάχη βέβαια θα κριθεί από την αντιμετώπιση και άλλων σημαντικών προβλημάτων, όπως είναι η ασφάλεια, η ακρίβεια, η ανεργία, η υγεία, αλλά και από τον τρόπο αντιμετώπισης του τουρκικού αναθεωρητισμού.

Από όλα αυτά τα ζητήματα, οι μετεκλογικές συνεργασίες θα αποτελέσουν την πιο δύσκολη πρόκληση για το μέλλον της Κεντροαριστεράς. Ασφαλώς δεν υπάρχει κανένας λόγος, ούτε συνηθίζεται, να δηλώνει ένα κόμμα προεκλογικά με ποιους θα συνεργαστεί μετεκλογικά εάν προκύψει ανάγκη. Αυτό που όμως απαιτείται από κάθε κόμμα εξουσίας και όχι διαμαρτυρίας είναι να αποτρέψει το καταστροφικό σενάριο της ακυβερνησίας, επιζητώντας, όχι μόνο μετεκλογικά αλλά και προεκλογικά, προγραμματικές συγκλίσεις που να διασφαλίζουν την καλύτερη δυνατή διακυβέρνηση της χώρας με πρόσωπα κοινής αποδοχής. Η οποιαδήποτε σχετική απόφαση δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν εσωκομματικών δημοκρατικών διεργασιών, προκειμένου να απορροφηθούν με το μικρότερο δυνατό κόστος οι αναπόφευκτοι κραδασμοί της όποιας επιλογής.

Σε ό,τι αφορά το κρίσιμο αυτό ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας, κάθε κόμμα οφείλει να διασφαλίζει εκείνες τις διαδικασίες που προάγουν τον διάλογο και τη συλλογικότητα, όχι μόνο ως θέμα αρχής, αλλά και ως προϋπόθεση πολυσυλλεκτικότητας και γόνιμης συνύπαρξης διαφορετικών απόψεων στη βάση πάντα του σεβασμού της πλειοψηφίας, αλλά και χωρίς να προκαλούνται αποκλεισμοί και συνακόλουθες φυγόκεντρες τάσεις. Η ανάγκη αυτή είναι πολύ πιο επιτακτική για ένα κόμμα που γαλουχήθηκε στον αρχηγισμό, αλλά που φιλοδοξεί, προκειμένου να αναπτυχθεί, να προσελκύσει νέες δυνάμεις – και πρωτίστους νέους – σε δημιουργικές πολιτικές διαδικασίες, οι οποίες μπορούν να αποκτήσουν ακόμα πιο συμμετοχικό περιεχόμενο με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας.

Τα δείγμα γραφής της νέας ηγεσίας είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, οι μεγάλες προκλήσεις που θα κρίνουν το μέλλον του χώρου είναι μπροστά, ίσως και προ των πυλών.

*Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι ομότιμος καθηγητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ).