Στα τέλη Μαρτίου, όταν οι ρωσικές δυνάμεις αποχώρησαν από την Μπούκα, ένα προάστιο κοντά στο Κίεβο, άφησαν πίσω τους αναμνηστικά της φονικής κατοχής τους. Πτώματα έμειναν διασκορπισμένα στους δρόμους. Γραφικά σπίτια μετατράπηκαν σε χαλάσματα. Ένα χωράφι κοντά στην εκκλησία της κωμόπολης έγινε μαζικός τάφος.

Τώρα, καθώς οι ουκρανικές και οι διεθνείς εισαγγελικές αρχές ξεκινούν το έργο της ταυτοποίησης όσων ευθύνονται για τις καταγγελλόμενες ωμότητες, το πρακτορείο Reuters ερεύνησε όσα ακολούθησαν τη βιαστική υποχώρηση των Ρώσων – και βρήκε ζωτικής σημασίας στοιχεία για την ταυτότητα ορισμένων Ρώσων στρατιωτών και των στρατιωτικών μονάδων που ήταν παρούσες κατά την αιματηρή κατοχή.

Μεταξύ αυτών: μια επίλεκτη παραστρατιωτική δύναμη που υπάγεται σε έναν πρώην σωματοφύλακα του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν. Μια μοίρα αλεξιπτωτιστών που παρασημοφορήθηκε για τον ρόλο της στο μακροχρόνιο «μυστικό πόλεμο» της Ρωσίας στην ανατολική Ουκρανία. Τσετσένοι στρατιώτες που συνδέονται με τον ισχυρό ηγέτη της περιοχής αυτής. Και ένας αλεξιπτωτιστής που εντοπίστηκε χάρη σε μια ερωτική επιστολή που βρέθηκε στα συντρίμμια.

Οι δημοσιογράφοι του πρακτορείου Reuters έμειναν τρεις εβδομάδες στην Μπούκα, πήραν συνεντεύξεις από περισσότερους από 90 κατοίκους, είδαν φωτογραφίες και βίντεο που τράβηξαν οι ντόπιοι και εξέτασαν έγγραφα που άφησαν πίσω τους οι Ρώσοι. Ένα μεγάλο μέρος των αποδεικτικών στοιχείων και των μαρτυριών έχει ως επίκεντρο την οδό Γιαμπλούνσκα, μήκους 4,5 χιλιομέτρων, το όνομα της οποίας σημαίνει «Μηλιά». Εδώ, στο νότιο άκρο της Μπούκα, βρέθηκαν πτώματα πολιτών, σκόρπια στον δρόμο. Πολλές λεπτομέρειες γα τις κατοχικές δυνάμεις και τη διοίκησή τους αναφέρονται για πρώτη φορά σε αυτό το ρεπορτάζ.

Όταν ρωτήθηκε για τη στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας στην Μπούκα, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ απάντησε: «Η ιστορία της Μπούκα είναι στημένη και ψεύτικη. Για λεπτομέρειες, θα πρέπει να επικοινωνήσετε με το υπουργείο Άμυνας». Ούτε το υπουργείο, ούτε ο ρωσικός στρατός απάντησαν στις ερωτήσεις του πρακτορείου.


Μεταξύ των κατοχικών δυνάμεων ήταν και στρατιώτες της δύναμης ασφαλείας Βιτιάζ, όπως δείχνει μια ταυτότητα που βρέθηκε στο σημείο. Η Βιτιάζ, η παρουσία της οποίας στην Μπούκα αποκαλύπτεται για πρώτη φορά, είναι υπό τη διοίκηση της Εθνοφρουράς, της Ροσγκβάρντιγια. Ο διοικητής της, ο Βίκτορ Ζολότοφ, είναι πρώην σωματοφύλακας του Πούτιν και αναφέρεται απευθείας στον Ρώσο πρόεδρο.

Άλλα έγγραφα, όπως μια ερωτική επιστολή που βρέθηκε σε ένα σπίτι το οποίο είχαν καταλάβει οι Ρώσοι στρατιώτες, βοήθησαν να τοποθετηθεί στην Μπούκα η 76η Μοίρα Αεροπορικών Επιδρομών, μια δύναμη αλεξιπτωτιστών από το Πσκοφ, στη βορειοδυτική Ρωσία. Το ρεπορτάζ του Reuters για πρώτη φορά συνέδεσε αυτή τη δύναμη με βιαιοπραγίες εναντίον αμάχων. Το 2014 ο Πούτιν είχε παρασημοφορήσει την 76η Μοίρα για τις μάχιμες αποστολές που εκτέλεσε κατά τον πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία. Επισκεπτόμενος τη βάση της το 2020, είπε στους αλεξιπτωτιστές: «Ο λαός μας είναι υπερήφανος για εσάς». Το σώμα αυτό υπάγεται στον υπουργό Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού, στενό σύμμαχο του Πούτιν, ο οποίος κάνει διακοπές με τον πρόεδρο. Ούτε το υπουργείο Άμυνας ούτε ο Σοϊγκού απάντησαν στις ερωτήσεις του Reuters.

Με συνεντεύξεις δεκάδων μαρτύρων, με αναλύσεις των αναρτήσεων σε ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης και χρησιμοποιώντας άλλες πληροφορίες από ανοιχτές πηγές για να εντοπίσει τις τοποθεσίες όπου τραβήχθηκαν τα βίντεο, το Reuters ανακάλυψε ότι τουλάχιστον τρεις μονάδες Τσετσένων, συνδεόμενες με τον Τσετσένο ηγέτη Ραμζάν Καντίροφ -άλλον έναν ένθερμο υποστηρικτή του Πούτιν- δρούσαν κοντά στην Μπούκα τον Μάρτιο. Οι μάρτυρες είπαν ότι είδαν Τσετσένους στρατιώτες και μέσα στην Μπούκα. Οι τσετσενικές αρχές δεν απάντησαν σε ερωτήσεις για τη δράση των δυνάμεων αυτών στην περιοχή.

Αντιδρώντας στις αναφορές για περισσότερους από 400 θανάτους στην Μπούτσα, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν χαρακτήρισε τον Πούτιν «εγκληματία πολέμου». Το Κρεμλίνο καταδίκασε το σχόλιο ως «ασυγχώρητο». Αρνείται ότι οι ρωσικές δυνάμεις διέπραξαν ωμότητες και υποστηρίζει ότι οι φωτογραφίες με τους νεκρούς στους δρόμους της Μπούκα ήταν ψεύτικες. Η Ρωσία λέει ότι η εισβολή της στην Ουκρανία είναι μια «ειδική επιχείρηση» με στόχο την αποστρατιωτικοποίηση και την αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας.

Οι Ουκρανοί εισαγγελείς λένε ότι ερευνούν περισσότερα από 9.000 πιθανά εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι ρωσικές δυνάμεις και εκατοντάδες υπόπτους. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξετάζει επίσης πιθανές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η γενική εισαγγελέας της Ουκρανίας ανακοίνωσε τον Απρίλιο ότι έχει ταυτοποιήσει 10 Ρώσους στρατιώτες που είναι ύποπτοι για κακοποίηση πολιτών στην Μπούκα. Απαντώντας σε ένα ερώτημα του Reuters, η γενική εισαγγελία παρέπεμψε το πρακτορείο στον περιφερειακό εισαγγελέα που είπε ότι περισσότεροι από 120 αξιωματούχοι έχουν ήδη πάρει καταθέσεις από 1.400 μάρτυρες και θύματα στην πόλη. Ο εισαγγελέας είπε ότι είναι υπό διερεύνηση 323 ποινικές υποθέσεις.

«Υπηρετώντας την πατρίδα»

Πριν από τον πόλεμο, η Μπούκα ήταν ένα ήσυχο προάστιο, που το προτιμούσαν οι νέες, εύπορες οικογένειες. Μέσα σε λίγες ημέρες από την εισβολή, η Μπούκα και οι γύρω κωμοπόλεις έγιναν το επίκεντρο των μαχών με τις ρωσικές δυνάμεις που προωθούνταν προς την πρωτεύουσα, το Κίεβο. Το αεροδρόμιο Χοστόμελ, ακριβώς έξω από την Μπούκα, ήταν ένας πρώτος στόχος στρατηγικής σημασίας για τους Ρώσους.

Στις 27 Φεβρουαρίου από τους ουκρανικούς βομβαρδισμούς καταστράφηκε μια φάλαγγα ρωσικών αρμάτων μάχης στην Μπούκα. Από τις 3 Μαρτίου άρχισαν να καταφτάνουν και άλλοι Ρώσοι στρατιώτες στην πόλης, σύμφωνα με τους κατοίκους της. Κυκλοφορούσαν στην οδό Γιαμπλούνσκα με άρματα που έφεραν το σύμβολο V. Στρατοπέδευσαν στη μεγάλη βιομηχανική ζώνη, στη μία άκρη της οποίας βρισκόταν ένα εργοστάσιο επισκευής γεωργικών μηχανημάτων και στην άλλη ένα υαλουργείο. Οι στρατιώτες επέλεξαν τα ωραιότερα σπίτια του δρόμου για να μείνουν και διέταξαν τους κατοίκους να μην βγαίνουν έξω.

Στις 3 Μαρτίου δεκάδες στρατιώτες που επέβαιναν σε θωρακισμένα οχήματα γκρέμισαν τον φράχτη του Βιτάλι Ζιβοτόφσκι. Έκαναν επίταξη στο σπίτι του, σε έναν ιδιαίτερα όμορφο παράδρομο της Γιαμπλούνσκα. Για τις επόμενες επτά ημέρες, ο 50χρονος μηχανικός λέει ότι αναγκάστηκε να μοιραστεί το σπίτι με σχεδόν 30 Ρώσους στρατιώτες, οι οποίοι το μετέτρεψαν, μαζί με ένα γειτονικό, σε επιτελείο τους. Ο Ζιβοτόφσκι, η 20χρονη κόρη του και ένας γείτονας έμειναν σε ένα δωμάτιο στο υπόγειο.

Λίγο μετά την άφιξη τους, οι στρατιώτες άρχισαν να φέρνουν άνδρες με λευκές κουκούλες στο κεφάλι και να τους βάζουν σε ένα άλλο δωμάτιο του υπογείου. Οι αιχμάλωτοι αυτοί συνοδεύονταν πάντα από στρατιώτες και ήταν αδύνατον να τους μιλήσει κανείς ιδιαιτέρως. Σε μια περίπτωση, ο Ζιβοτόφσκι είδε τέσσερις στρατιώτες να έρχονται στο σπίτι μαζί με έναν ψηλό άνδρα, το κεφάλι του οποίου ήταν επίσης καλυμένο με λευκή κουκούλα. Αργότερα την ίδια ημέρα, είδε τον άνδρα να έχει γονατίσει μπροστά στον πίσω φράχτη του σπιτιού. Άκουσε Ρώσους στρατιώτες να τον χτυπούν και να υπερηφανεύονται ότι αιχμαλώτισαν έναν μαχητή που είχε υπηρετήσει στην ανατολική Ουκρανία, όπου οι φιλορώσοι αυτονομιστές πολεμούν τις κυβερνητικές δυνάμεις από το 2014.

«Άκουσα τον ήχο που κάνουν τα οστά όταν σπάνε. Το ξυλοκόπημα. Υπήρχαν κραυγές, πολλές κραυγές», είπε ο Ζιβοτόφσκι.

Αργότερα, άκουσε πολλούς πυροβολισμούς κοντά στο σημείο όπου είχε δει τον γονατισμένο άνδρα. «Μετά, σιωπή», είπε. Δεν ήξερε τι συνέβη στον άνδρα. Ένας ρεπόρτερ του Reuters είδε κάλυκες και πολλές τρύπες από σφαίρες στον φράχτη όπου ο Ζιβοτόφσκι είπε ότι είδε τον γονατισμένο άνδρα.

Την εβδομάδα που πέρασε στο υπόγειο με τους στρατιώτες να ζουν από πάνω, ο Ζιβοτόφσκι είπε ότι είδε τουλάχιστον επτά αιχμαλώτους να μεταφέρονται στο κτίριο. Ο γείτονας θυμάται επίσης τους κουκουλοφόρους αιχμαλώτους. Μέχρι τις 10 Μαρτίου, ο Ζιβοτόφκσι, η κόρη του και ο γείτονας κατάφεραν όλοι τους να φύγουν από το σπίτι.

Όταν επέστρεψε στην Μπούκα, μετά την αποχώρηση των Ρώσων στα τέλη Μαρτίου, ένα μεγάλο μέρος του σπιτιού του είχε καεί. Στο κατεστραμμένο καθιστικό οι Ρώσοι στρατιώτες είχαν αφήσει μια στοίβα ουκρανικών εγγράφων των ντόπιων που είχαν αιχμαλωτίσει ή ανακρίνει. Από κάτω, ο Ζιβοτόφσκι είπε ότι βρήκε ένα γράμμα που απευθυνόταν στον στρατιώτη Αλεξάντρ Λογκβινένκο, τον οποίο αργότερα το Reuters ταυτοποίησε ως έναν αλεξιπτωτιστή από το Πσκοφ. Η Οξάνα Ριμπακόβα, που έγραψε το γράμμα, τον αποκαλούσε «στρατιώτη της». Στη χειρόγραφη επιστολή, η Ριμπακόβα ανησυχούσε για την ασφάλειά του και ρωτούσε: «Πώς είναι εκεί;»

Πόλεμος στην Ουκρανία: Η απόλυτη φρίκη στην πόλη Μπούκα – Εκατοντάδες πτώματα ανδρών | tovima.gr

«Είναι καλό που είσαι κοντά στην καρδιά μου, όμως είσαι μακριά, υπηρετώντας την πατρίδα μας, προστατεύοντάς μας. Είμαι υπερήφανη για σένα», έγραψε η γυναίκα, που φίλησε το κάτω μέρος του χαρτιού, αφήνοντας το σημάδι των χειλιών της.

Το Reuters εντόπισε τη Ριμπακόβα στην περιοχή του Πσκοφ, όπου εδρεύει η 76η Μοίρα. Η μονάδα αυτή είναι γνωστή στη Ρωσία για τη σκληρή μάχη που έδωσε πριν από δύο δεκαετίες με Τσετσένους αντάρτες, κατά την οποία έχασε εκατοντάδες άνδρες.

Η Ριμπακόβα, με την οποία επικοινώνησε δύο φορές το πρακτορείο τον Απρίλιο, είπε ότι ο Λογκβινένκο ήταν ο σύντροφός της και επιβεβαίωσε ότι εκείνη έστειλε το γράμμα. Δύο γνωστοί της επιβεβαίωσαν ότι ήταν ζευγάρι με τον στρατιώτη. Ο Λογκβινένκο υπηρετούσε στους αλεξιπτωτιστές και έλειπε για εβδομάδες σε μια στρατιωτική αποστολή, είπε η Ριμπακόβα, χωρίς να διευκρινίσει τη μονάδα του. Ο Λογκβινένκο δεν απάντησε σε μηνύματα που του έστειλε το πρακτορείο.

Σε μια συζήτηση λίγο πριν δημοσιευτεί το ρεπορτάζ, η Ριμπακόβα άλλαξε την ιστορία της και είπε ότι ο Λογκβινένκο δεν ήταν σύντροφός της.

Στην κρεβατοκάμαρα ενός γειτονικού σπιτιού, το οποίο, σύμφωνα με τον Ζιβοτόφσκι, είχαν καταλάβει οι ίδιοι Ρώσοι στρατιώτες, κάποιος είχε γράψει με σπρέι στον τοίχο «Λύκος_68.» Ο αριθμός 68 στις πινακίδες των αυτοκινήτων παραπέμπει στην περιοχή του Ταμπόφ, στα νότια της Μόσχας. Το Reuters εντόπισε έναν Ρώσο που ονομάζεται Κίριλ Κριούτσκοφ και χρησιμοποιεί διάφορες παραλλαγές του «Λύκου_68» στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Ο Κριούτσκοφ κατάγεται από το Ταμπόφ και σήμερα ζει στο Πσκοφ. Δύο άνθρωποι που τον γνωρίζουν είπαν στο Reuters ότι υπηρέτησε στην 234η Μοίρα Αεροπορικών Επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί τμήμα της 76ης. Ένας από αυτούς είπε ότι ο Κριούτσκοφ βρισκόταν στην Ουκρανία.

Ο Κριούτσκοφ ανήρτησε τρία βίντεο στον λογαριασμό του στο Instagram στις 19 Απριλίου, τα οποία έδειχναν ένστολους στρατιώτες σε ένα μπαρ, να πίνουν μπίρα και να καπνίζουν ναργιλέ. Το Reuters δεν κατάφερε να εντοπίσει πού τραβήχτηκαν τα βίντεο. Ο ένας στρατιώτης είχε στο μπράτσο το έμβλημα των αλεξιπτωτιστών, ένας δεύτερος είχε το γράμμα V, το σύμβολο του πολέμου.

Το πρακτορείο επικοινώνησε με έναν άλλο φίλο του Κριούτσκοφ, τον Βιτάλι Σερμπάκοφ, ο οποίος είχε αναρτήσει πολλές φωτογραφίες στην πλατφόρμα VKontakte, με τον ίδιο και τον Κριούτσκοφ να φορούν στολές αλεξιπτωτιστών. Ο Σερμπάκοφ απέφυγε να μιλήσει για τον Κριούτσκοφ, αλλά είπε: «Μπορείτε να γράψετε: Στον διάολο οι Ουκρανοί», χρησιμοποιώντας μια μειωτική λέξη. Ο ίδιος ο Κριούτσκοφ δεν απάντησε σε ένα μήνυμα του πρακτορείου.

Το Reuters βρήκε και άλλες αποδείξεις για την παρουσία αλεξιπτωτιστών της 76ης Μοίρας στην Μπούκα. Ένα έγγραφο που εντόπισε ένα κάτοικος σε μια στοίβα εγκαταλειμμένων οβίδων στην οδό Βοντοπρόβιντνα ανέφερε ότι οι όλμοι είχαν ελεγχθεί από αξιωματικούς της μονάδας 74268, η οποία εδρεύει στο Πσκοφ, σύμφωνα με μια ρωσική βάση δεδομένων. Η διεύθυνση της μονάδας είναι στο ίδιο στρατιωτικό συγκρότημα όπου εδρεύει και η 76η Μοίρα.

Άλλος κάτοικος έδωσε στο Reuters μια λίστα με χαρακτηριστικούς κωδικούς για ραδιοεπικοινωνίες. Το έγγραφο ανέφερε ότι οι κωδικοί αυτοί χρησιμοποιούνται από την 104η Μονάδα Αεροπορικών Επιχειρήσεων, που είναι επίσης τμήμα της 76ης Μοίρας, σύμφωνα με τον ιστότοπο του ρωσικού υπουργείου Άμυνας.

Το αιματοβαμμένο αρχηγείο

Στις αρχές Μαρτίου, περίπου την ίδια περίοδο που οι στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι του Ζιβοτόφκσι, άλλοι κατέλαβαν ένα κτίριο γραφείων στον αριθμό 144 της οδού Γιαμπλούνσκα, όπου συνήθως στεγάζονταν μικρομεσαίες επιχειρήσεις της περιοχής. Σχεδόν 90 κάτοικοι είχαν βρει καταφύγιο στο μεγάλο υπόγειο του κτιρίου αφότου ξέσπασε ο πόλεμος. Από την κρυψώνα τους, άκουγαν τον ήχο των βημάτων και το σφυροκόπημα από πάνω τους, καθώς οι Ρώσοι στρατιώτες οχύρωναν το κτίριο. Άλλοι στρατιώτες πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι στη Γιαμπλούνσκα και συγκέντρωναν τους άνδρες μάχιμης ηλικίας, είπαν άλλοι κάτοικοι.

Ένας άνδρας, που αποκαλείται Σλάβικ, είπε ότι τον πήγαν στην αυλή μπροστά από το κτίριο αυτό στις 4 Μαρτίου, τον έγδυσαν και τον ανάγκασαν να γονατίσει με τα χέρια δεμένα στην πλάτη. Καθώς κουβαριάστηκε στο έδαφος δίπλα σε άλλους τέσσερις αιχμάλωτους, είπε ότι είδε το πτώμα ενός νέου που μόλις τον είχαν σκοτώσει. Ο Σλάβικ και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες αργότερα διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για τον Βιτάλι Καρπένκο, έναν εργάτη οικοδομής που είχε πρόσφατα δηλώσει εθελοντής στη Δύναμη Εδαφικής Άμυνας, μια τοπική πολιτοφυλακή που σχημάτισαν οι Ουκρανοί λίγο πριν από τη ρωσική εισβολή.

Οι Ρώσοι στρατιώτες εξαφανίστηκαν όσο γρήγορα είχαν φτάσει. Αφότου έφυγαν, στα τέλη Μαρτίου, κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο ένα ανατριχιαστικό βίντεο. Έδειχνε οκτώ πτώματα, πεταμένα δίπλα στο ρωσικό αρχηγείο. Το φόντο του βίντεο, που εξετάστηκε από το Reuters, ταιριάζει με την περιοχή του κτιρίου όπου, σύμφωνα με ένα επίσημο έγγραφο, βρέθηκαν τα πτώματα.

Η Ολένα Σίχαν, 31 ετών, που εργάζεται σε μια αγορά τροφίμων στο Κίεβο, ήταν η φίλη του Καρπένκο. Έχασε κάθε επαφή μαζί του τις πρώτες ημέρες του πολέμου και τον αναγνώρισε ανάμεσα στα πτώματα, στο βίντεο αυτό. «Δεν έκανε κακό σε κανέναν», είπε. Το ζευγάρι σχεδίαζε να συγκατοικήσει το καλοκαίρι και να αποκτήσει παιδιά. «Μόλις ξεκινούσαμε την κοινή μας ζωή. Είχαμε τόσα πολλά σχέδια», είπε η γυναίκα.


Το κτίριο που χρησιμοποιήθηκε ως αρχηγείο ήταν αναστατωμένο όταν το επισκέφθηκαν οι ρεπόρτερ, τον Απρίλιο. Στο χολ του πρώτου ορόφου υπήρχε ένας κάλυκας, καλυμμένος με αίμα, δίπλα σε άλλα ίχνη αίματος. Απ’ έξω, μέλη της ουκρανικής Εθνοφρουράς, που είναι αρμόδια για τη δημόσια ασφάλεια, μάζευαν πεταμένα κουτιά με ρωσικά πυρομαχικά και μάσκες αερίων και τα έβαζαν σε ένα φορτηγό. Έδειξαν στο Reuters μια ρωσική ταυτότητα που είπαν ότι την βρήκαν μέσα.

Η ταυτότητα επιβεβαίωσε ότι ο κάτοχός της είχε ολοκληρώσει ένα μάθημα χρήσης τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού. Είχε εκδοθεί στις 7 Δεκεμβρίου 2021 στο όνομα του δεκανέα Κονσταντίν Βλαντιμίροβιτς Κορσούνοφ, μέλους της στρατιωτικής μονάδας Αρ. 3179, η οποία ανήκει στη δύναμη Βιτιάζ. Η Βιτιάζ με τη σειρά της ανήκει στην Εθνοφρουρά Ροσγκαρντίγια, η οποία υπάγεται στον πρώην σωματοφύλακα του Πούτιν, τον Ζολότοφ. Οι ΗΠΑ του επέβαλαν κυρώσεις τον Μάρτιο για τον ρόλο που φέρεται να έπαιξε αυτή τη δύναμη στην καταστολή των διαφωνούντων στις κατεχόμενες περιοχές της Ουκρανίας αλλά και στην καταστολή των Ρώσων που αντιτίθενται στον πόλεμο.

Διασταυρώνοντας τα στοιχεία της ταυτότητας με προφίλ σε ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης και δημόσια διαθέσιμες βάσεις δεδομένων, το Reuters διαπίστωσε ότι ο Κορσούνοφ είναι 23 ετών και κατάγεται από την Πένζα, 625 χιλιόμετα νοτιοανατολικά της Μόσχας. Δύο άνθρωποι από την Πένζα, που τον γνωρίζουν, επιβεβαίωσαν ότι υπηρετεί στη Ροσγκβαρντίγια και ο ένας ότι υπηρετεί στη μονάδα αρ. 3179, που υπάγεται στη Βιτιάζ. Είπαν ότι έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι. Το Reuters προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του, αλλά εκείνος δεν απάντησε.

Η Βιτιάζ είναι επίλεκτη μονάδα, με ειδικά εκπαιδευμένα μέλη. Έπαιξε ρόλο σε ένα σημαντικό συμβάν, στην αρχή της προεδρίας του Πούτιν: όταν Τσετσένοι αντάρτες πήραν ομήρους τους θεατές στο θέατρο Νορντ Οστ της Μόσχας, το 2002, στάλθηκε η Βιτιάζ για να βοηθήσει να τερματιστεί η ομηρεία. Από τους 700 ανθρώπους που βρίσκονταν μέσα, σκοτώθηκαν τουλάχιστον 100, πολλοί εν μέρει λόγω των αερίων που έριξαν οι ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας για να εξοντώσουν τους δράστες.

Ο επικεφαλής της εισαγγελίας της περιφέρειας της Μπούκα, Ρουσλάν Κραφτσένκο, είπε στο Reuters ότι άνδρες της Ροσγκβαρντίγια βρίσκονταν στην Μπούκα. Η Ροσγκβαρντίγια δεν απάντησε στις ερωτήσεις του Reuters για την παρουσία της Βιτιάζ στην πόλη. Δεν υπήρξε απάντηση σε κανένα από τα τηλέφωνα που είναι καταχωρημένα ότι ανήκουν στη Βιτιάζ.

Οι κάτοικοι είπαν ότι ένας μυστηριώδης διοικητής έφτασε στα μέσα Μαρτίου στην Μπούκα και κατέλαβε ένα από τα ωραιότερα σπίτια στη Γιαμπλούνσκα. Ο διοικητής, που οι ντόπιοι τον αποκαλούσαν «Μακρύ» επειδή ήταν ψηλός και αδύνατος, έμεινε εκεί μέχρι σχεδόν το τέλος της κατοχής. Δύο κάτοικοι είπαν ότι πάντα απέστρεφε το πρόσωπό του όταν βρίσκονταν κοντά ντόπιοι, για να μην τον δουν. Απειλούσε επίσης, μέσω των σωματοφυλάκων του, ότι θα σκότωνε όποιον έβλεπε το πρόσωπό του.

Ο διοικητής εργαζόταν στο κτίριο του αρχηγείου. Είχε ασφάλεια όλο το 24ωρο και οι φρουροί του είπαν στους ντόπιους ότι ακόμη και εκείνοι τον φοβούνταν. Κατά την παραμονή του εκεί υπήρχε περισσότερη βία και απαγορεύτηκε στους κατοίκους να θάβουν τους νεκρούς. Το Reuters δεν μπόρεσε να εξακριβώσει την ταυτότητα του διοικητή ή των σωματοφυλάκων, ούτε τη μονάδα τους.

«Ο Αχμάτ είναι η δύναμή μας»

Όλη αυτήν την περίοδο, Τσετσένοι μαχητές δρούσαν μέσα και γύρω από την Μπούκα.

Οι τσετσενικές δυνάμεις που είναι πιστές στον ηγέτη της περιοχής Ραμζάν Καντίροφ είναι διαβόητες. Οι εισηγητές των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι οργανώσεις Human Rights Watch και Διεθνής Αμνηστία κατηγορούν τους Τσετσένους μαχητές για εξωδικαστικές εκτελέσεις, απαγωγές, βασανιστήρια και παράνομη κράτηση ανθρώπων στην Τσετσενία. Ο Καντίροφ αρνείται ότι παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και υποστηρίζει ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών δυτικών χωρών επινοούν αυτούς τους ισχυρισμούς.

Έξω από το χωριό Λουμπιάνκα, περίπου 13 χιλιόμετρα βορείως της Μπούκα, μέλη των ουκρανικών Δυνάμεων Εδαφικής Άμυνας έδειξαν στο Reuters ένα σπίτι όπου είπαν ότι έμεναν οι Τσετσένοι στρατιώτες. Σε μια από τις πόρτες ήταν γραμμένο, στα ρωσικά: «Ο Αχμάτ είναι η δύναμή μας». Η φράση παρέπεμπε προφανώς στον Αχμάτ Καντίροφ, τον πρώην ηγέτη της Τσετσενίας και πατέρα του Ραμζάν.

Τρεις κάτοικοι είπαν ότι οι Τσετσένοι φορούσαν στολές στο χρώμα της άμμου που έδειχναν πιο καινούργιες και καλύτερης ποιότητας από τις πράσινες στολές των άλλων Ρώσων στρατιωτών. Ένας είπε μάλιστα ότι μπορούσε να ξεχωρίσει τους Τσετσένους επειδή φορούσαν «ωραίες» στολές και κάποιοι είχαν στο στήθος τους κεντημένο το πρόσωπο του Καντίροφ. Άλλος κάτοικος είπε ότι οι άνδρες είχαν γένια, σε αντίθεση με τους Ρώσους, καθώς και τσετσενικά εμβλήματα στις στολές τους.

Κάποιοι από τους Τσετσένους αναρτούσαν βίντεο με τους ίδιους στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, χωρίς να αποκαλύπτουν την τοποθεσία όπου βρίσκονταν. Το Reuters ωστόσο διαπίστωσε ότι ήταν στην περιοχή της Μπούκα, αφού ανέλυσε τα βίντεο και μίλησε με μάρτυρες. Η κυβέρνηση της Τσετσενίας δεν απάντησε στις ερωτήσεις του πρακτορείου. Σε ένα βίντεο που αναρτήθηκε στο Telegram στις 26 Φεβρουερίου, ένας Τσετσένος διοικητής, ο Χουσεΐν Μεζίντοφ, βρίσκεται, σύμφωνα με το Reuters που ανέλυσε τις πινακίδες των δρόμων στο φόντο, στο Χοστόμελ, περίπου 5 χιλιόμετρα βορείως της Μπούκα.

Άλλο βίντεο που αναρτήθηκε στο YouTube στις 4 Μαρτίου δείχνει τον Τσετσένο διοικητή Ανζόρ Μπισάγεφ να οδηγεί σε έναν βομβαρδισμένο δρόμο που το Reuters εντόπισε στην Μποροντιάνκα, μια πόλη 25 χλμ. δυτικά της Μπούκα. Ο Μπισάγεφ ακούγεται στο βίντεο να λέει: «Ο Αχμάτ είναι η δύναμή μας».

Ένα βίντεο της 22ας Μαρτίου που αναρτήθηκε από τον Καντίροφ στο Telegram δείχνει μια μονάδα με επικεφαλής τον Τσετσένο διοικητή Ραγιάν Ντοκάσεφ, σε άγνωστη τοποθεσία. Στην ανάρτησή του ο Καντίροφ αποκαλεί «αδελφό μας» τον Ντοκάσεφ. Το Reuters διαπίστωσε ότι το φόντο, σε μια σκηνή του βίντεο, παραπέμπει στην οδό Λένιν, στην Μποροντιάνκα.

Το πρακτορείο δεν ήταν σε θέση να καθορίσει αν οι μονάδες του Μπισάγεφ, του Ντοκάσεφ ή του Μεζίντοφ βρέθηκαν στην Μπούκα. Όμως πέντε αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι Τσετσένοι μαχητές δρούσαν στην πόλη.

Από το σπίτι του στη γωνία της οδού Γιαμπλούνσκα ο Βολοντίμιρ Αμπράμοφ είπε ότι παρακολουθούσε ενώ οι Τσετσένοι έμπαιναν στην πόλη στις 4 Μαρτίου. Ο 72χρονος Αμπράμοφ, που εγκαταστάθηκε στην Μπούκα αφού βοήθησε να καθαριστούν τα ραδιενεργά κατάλοιπα από το πυρηνικό δυστύχημα του Τσερνόμπιλ, ζούσε δίπλα στην κόρη του Ιρίνα, 48 ετών και τον σύζυγό της, τον Όλεχ, 40 ετών. Την επόμενη ημέρα, στις 5 Μαρτίου, Τσετσένοι στρατιώτες πήγαν στο σπίτι τους, είπε. Φορούσαν ανοιχτόχρωμες στολές και ακριβές μπότες και είχαν καλύτερο εξοπλισμό από τον τακτικό στρατό, σύμφωνα με τον Αμπράμοφ, η περιγραφή του οποίου ταιριάζει με όσα είπαν άλλοι κάτοικοι στα βόρεια της πόλης.

Οι Τσετσένοι διέταξαν τον Αμπράμοφ, την Ιρίνα και το Όλεχ να βγουν έξω με τα χέρια ψηλά. Ένας τους ρωτούσε επανειλημμένα την Ιρίνα πού κρύβονταν οι «Ναζί» και έβαλε φωτιά στο σπίτι.

Ενώ ανέκριναν την Ιρίνα, άλλοι στρατιώτες διέταξαν τον σύζυγό της να βγάλει το πουκάμισό του. Τον έβγαλαν μισόγυμνο στον παγωμένο δρόμο. Ο Αμπράμοφ είπε ότι τον άκουσε να τους παρακαλάει να μην του κάνουν κακό. Οι στρατιώτες τον ανάγκασαν να γονατίσει και τον πυροβόλησαν στον κρόταφο. Το αίμα έτρεχε ακόμα από την πληγή όταν έφτασε η Ιρίνα και φώναξε «σκοτώστε με κι εμένα».

Όταν αποχώρησαν οι Ρώσοι, στα τέλη Μαρτίου, το πτώμα του Όλεχ ήταν μεταξύ εκείνων που είχαν μείνει στην οδό Γιαμπλούνσκα. Τον Απρίλιο, η Ιρίνα και ο πατέρας της τον έθαψαν τελικά σε ένα χωράφι στην Μπούκα.

Η Ιρίνα είπε ότι ελπίζει να αποδοθεί δικαιοσύνη για τον φόνο του συζύγου της, αλλά ξέρει ότι αυτό μπορεί να μην γίνει ποτέ. Ακόμη πιο εξοργιστικοί, είπε, είναι οι ισχυρισμοί των Ρώσων ότι οι ακρότητες στην Μπούα ήταν σκηνοθετημένες από τους ίδιους τους κατοίκους.

«Ήρθαν εδώ και σκότωσαν και βασάνισαν ανθρώπους και λένε ότι το κάναμε εμείς οι ίδιοι. Θέλω μόνο να ξέρω γιατί συνέβη αυτό, γιατί συνέβη αυτό στον σύζυγό μου».