ΖΟΛΟΤΕ, ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΟΥΧΑΝΣΚ

Ο Σέρχιι ήταν μόλις 17 ετών όταν αποφάσισε ότι ήθελε να καταταγεί στις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας και μπήκε στη στρατιωτική ακαδημία του Λβιβ, πόλης της Δυτικής Ουκρανίας. Αυτό συνέβη το 2015 και σίγουρα τα γεγονότα εκείνης της εποχής έπαιξαν τον ρόλο τους. Σήμερα είναι 23 ετών και υπηρετεί στην πρώτη γραμμή του ουκρανικού μετώπου. Τον συναντάμε στο Ζολοτέ, ένα χωριό της επαρχίας Λουχάνσκ, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου από το σημείο που ξεκινούν τα κατεχόμενα από τους φιλορώσους αυτονομιστές εδάφη και μόλις 80 χιλιόμετρα από τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα Ουκρανίας – Ρωσίας. Η γραμμή επαφής, που επιτηρείται από τον ΟΑΣΕ, βρίσκεται μεταξύ των δύο πλευρών.

«Είμαι εδώ από τον Σεπτέμβριο του 2021» μας λέει χαμογελαστός, και ενώ στέκεται μπροστά από ένα κτίριο-φάντασμα που κάποτε στέγαζε κατοίκους της περιοχής που την έχουν πλέον εγκαταλείψει – πιθανότατα ανεπιστρεπτί. Η αχανής έκταση, πέραν του στρατοπέδου, σε κάνει να αναρωτιέσαι, για μια στιγμή, περί της ματαιότητας της αντιπαράθεσης για μία περιοχή που μοιάζει με no man’s land. Ο νεαρός Ουκρανός πάντως επιμένει ότι αν και δεν μπορεί να γνωρίζει τι ακριβώς θα συμβεί το προσεχές διάστημα, «το ηθικό όλων εδώ είναι υψηλό».

Το Ζολοτέ δεν είναι ένα χωριό, αλλά στην πραγματικότητα πέντε. Ιδρύθηκε τη σοβιετική περίοδο και είχε χωριστεί σε Ζολοτέ 1, 2, 3, 4, 5. Σήμερα, τα Ζολοτέ 1-4 ελέγχονται από την επίσημη ουκρανική κυβέρνηση, ενώ το Ζολοτέ 5 από τους αυτονομιστές. Η είσοδός μας εκεί, χάρη στη βοήθεια της Ακαδημίας Τύπου της Ουκρανίας που οργάνωσε το ταξίδι, μας φέρνει κυριολεκτικά σε απόσταση βολής από τους αυτονομιστές.

Οι καιρικές συνθήκες είναι πολύ δύσκολες και όταν φθάνουμε, περίπου στις 13.00, έχοντας οδηγήσει τον νέο ασφαλτοστρωμένο δρόμο από το Σεβεροντονέτσκ, χιονίζει και η θερμοκρασία είναι -2 βαθμοί Κελσίου. Τα χωριά έχουν ερημώσει, έχουν απομείνει ελάχιστοι κάτοικοι, ενώ ορισμένα σκυλιά αναζητούν απεγνωσμένα τροφή. Το Ζολοτέ 4 είχε περίπου 100 κατοίκους πριν από δύο χρόνια και η πλειοψηφία εργαζόταν στα ανθρακωρυχεία της περιοχής.

Διαβάστε περισσότερα στο ΒΗΜΑ της Κυριακής που κυκλοφορεί