Στην πολιτική, όπως και στην πραγματική ζωή, τα πάντα ρει. Το ρηθέν από τον Ηράκλειτο απόφθεγμα είναι κυρίαρχο. Και αυτό γιατί οι ευρύτερες συνθήκες, οικονομικές, κοινωνικές, υγειονομικές, γεωπολιτικές και άλλες, μεταβάλλονται διαρκώς και επιδρούν με τον τρόπο τους στο κοινωνικό σώμα, αλλάζοντας και τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Σε τούτους μάλιστα τους δύσκολους και μεταβατικούς καιρούς, που οι εκπλήξεις περισσεύουν, τα απρόοπτα παραμονεύουν και οι κακοτοπιές πολλαπλασιάζονται διαρκώς, οι αβεβαιότητες πληθαίνουν, οι σταθερές κλονίζονται, η καθημερινή ζωή μεταβάλλεται και οι ανάγκες των πολλών ανθρώπων βαίνουν συνεχώς αυξανόμενες.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε τις εκλογές του 2019 στη βάση της προσδοκίας ότι θα αλλάξει τη χώρα. Αυτή ήταν η υπόσχεσή του και αυτή η πεποίθηση των περισσοτέρων ψηφοφόρων.

Ωστόσο, δεν πρόλαβε ούτε το πρόγραμμα που είχε εξαγγείλει να εφαρμόσει ούτε το σχέδιο που είχε εκπονήσει να ξεδιπλώσει. Προτού καν περάσει το πρώτο εξάμηνο της κυβερνητικής θητείας του βρέθηκε αντιμέτωπος με την πρωτοφανή σε ένταση και διάρκεια πανδημία, που συγκλόνισε και κατέλαβε εξαπίνης όλες τις κυβερνήσεις του πλανήτη.

Για να αναχαιτιστεί η ενσκήψασα υγειονομική κρίση χρειάστηκε να ληφθούν πρωτοφανή περιοριστικά μέτρα και να ανατραπούν σχεδόν τα πάντα. Οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους, οι κοινωνικές σχέσεις σχεδόν εκμηδενίστηκαν, οι εργαζόμενοι ανακάλυψαν την τηλεργασία και η φιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη χρειάστηκε να αναλάβει δυσθεώρητες κρατικές δαπάνες και να εφαρμόσει πολιτικές που δεν είχε ποτέ συμπεριλάβει στο πρόγραμμά της.

Εκτοτε η ισορροπία δεν αποκαταστάθηκε. Και το χειρότερο είναι ότι ενδιαμέσως ανεδείχθησαν καινούργιοι κίνδυνοι, πληθωριστικοί, νομισματικοί και γεωπολιτικοί, που επιδρούν υπονομευτικά, ως άλλες ασύμμετρες απειλές, στην προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης και εξόδου από την υγειονομική κρίση.

Σχεδόν δυόμισι χρόνια μετά την εκλογή της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δρα και πολιτεύεται σε περιβάλλον έκτακτων συνθηκών. Πάλεψε και παλεύει να προσδώσει στη διακυβέρνηση δικά της χαρακτηριστικά και στοιχεία, επέτυχε να εντάξει πόρους δεκάδων δισ. ευρώ μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, η διεθνής της παρουσία είναι εντυπωσιακή, είναι αλήθεια ότι προσέθεσε συμμάχους στην προσπάθειά της και κέρδισε την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών, αλλά η πανδημία επανερχόμενη συνεχώς την πλήττει, υπενθυμίζοντας τα διαχειριστικά και άλλα ελλείμματά της και περιορίζοντας τις όποιες επιθυμίες και δυνατότητές της.

Ηδη διανύει την τρίτη χρονιά διακυβέρνησης και το καλοκαίρι θα εισέλθει στην τέταρτη αμιγώς προεκλογική και κατά τα φαινόμενα θα κριθεί όχι για το πρόγραμμα και τα προ πανδημίας σχέδιά της, αλλά για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και όσα αυτή συσσώρευσε.

Αντιστοίχως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αδράνησε, στα δυόμισι χρόνια που μεσολάβησαν ο κ. Τσίπρας δεν προέβη στην υπεσχημένη αλλαγή και ανασυγκρότηση του κόμματός του. Επένδυσε στη φθορά του χρόνου και στη θεωρία του «ώριμου φρούτου», άφησε χώρο και χρόνο σε άλλες δυνάμεις να αναγεννηθούν και να ανασυγκροτηθούν.

Ο αιφνίδιος θάνατος του Φώφης Γεννηματά, η συγκίνηση που μετέφερε το δράμα της και το περιβάλλον πολιτικής μνήμης που διαμορφώθηκε επέτρεψαν την αναγέννηση του ΚΙΝΑΛ, που βρήκε χώρο στη φθορά που αφήνει πίσω της η κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία και στο κενό που άφησε ο αδρανής ΣΥΡΙΖΑ.

Τώρα όλοι οι ερευνητές των διαθέσεων της κοινής γνώμης διαπιστώνουν ότι το πολιτικό τοπίο τείνει να γίνει τρικομματικό, ότι η αυτοδυναμία παίζεται στις δεύτερες κάλπες, ότι ο κ. Τσίπρας καλώς αντέδρασε και έστω αργά επιχειρεί να ξεφύγει από τα δεσμά του «μικρού» αριστερού κόμματος και ακόμη ότι ο κ. Ανδρουλάκης αν κινηθεί δυναμικά μπορεί να διεκδικήσει τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Είναι προφανώς πολύ νωρίς για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Αλλωστε «τα πάντα ρει» και η διαδρομή μέχρι τις κάλπες κρύβει πολλές εκπλήξεις σε τούτους τους τόσο μεταβατικούς και ενδιαφέροντες καιρούς…

 ΤΟ ΒΗΜΑ