«Μια κοινωνική επιστήμη: η φυσική». Αυτόν τον προκλητικό τίτλο έδωσε ο φυσικός Ζαν-Μαρκ Λεβύ-Λεμπλόν σε ένα κείμενο του 1976 που αργότερα περιέλαβε στο βιβλίο του Lesprit de Siel (Seuil, 1984). Με αυτόν τον τρόπο ο Λεβύ-Λεμπλόν, που λίγα χρόνια νωρίτερα επιμελήθηκε τη συλλογική κειμένων (Αυτό)κριτική της επιστήμης (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1973 από τις εκδόσεις Βέργος), θέλησε να δείξει ότι η διάκριση ανάμεσα σε κοινωνικές επιστήμες (ή επιστήμες του ανθρώπου) και θετικές επιστήμες είναι σε μεγάλο βαθμό ιδεολογική. Οι λεγόμενες θετικές επιστήμες δεν είναι διαχωρισμένες από το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσονται και ο ίδιος ο επιστημονικός λόγος δεν είναι αμόλυντος από ιδεολογικές και κοινωνικές αναφορές και αναπαραστάσεις.

Θεωρητικός φυσικός ο ίδιος, ο Λεβύ Λεμπλόν εκπροσωπεί μια γενιά επιστημόνων που ακριβώς επειδή ενεπλάκησαν ενεργά στα μεγάλα κινήματα αμφισβήτησης που συνήθως περιγράφουμε ως ο «παγκόσμιος Μάης του 1968» αλλά και επειδή είδαν να εξελίσσονται «σε πραγματικό χρόνο» σημαντικές μορφές χειραγώγησης της επιστημονικής έρευνας, είτε από την πολεμική βιομηχανία (κάποιες φορές ξεχνάμε σε ποια κλίμα η επιστημονική έρευνα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σχετίστηκε με το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα) είτε από τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, θεώρησαν πρώτη προτεραιότητα να αναστοχαστούν κριτικά την ίδια την επιστημονική πρακτική, ξεκινώντας από την θεμελιώδη θέση ότι η επιστήμη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ουδέτερη».

Ο Γάλλος θεωρητικός φυσικός Ζαν-Μαρκ Λεβύ-Λεμπλόν

Είναι αλήθεια ότι στα χρόνια που πέρασαν και με την μεγάλη ανάπτυξη διαφόρων κριτικών ρευμάτων στο χώρο της επιστημολογίας και της ιστορίας των επιστημών, η θέση για τον κοινωνικό καθορισμό της επιστημονικής πρακτικής ή για τον χαρακτήρα κοινωνικής κατασκευής που κάποιες φορές έχουν οι επιστημονικές μας γνώσεις, έχει γίνει σχεδόν κομμάτι της εκπαίδευσης των επιστημόνων, αν και ένας «σκληρός πυρήνας» θετικισμού παραμένει πάντα η «αυθόρμητη ιδεολογία» στις θετικές επιστήμες.

Από την άλλη, η ίδια η έννοια της κοινωνικής κατασκευής της γνώσης συχνά λοιδορήθηκε από τη δεκαετία του 1990 ως ένα ακόμη παράδειγμα του πόσο προβληματικός είναι ο «μεταμοντερνισμός» όταν γίνει «σχετικισμός» που υπονομεύει την αντικειμενική γνώση. Η διαβόητη «υπόθεση Sokal», όταν ένας φυσικός έστειλε ένα συμπίλημα από «μεταμοντέρνες» θεωρητικές αποφάνσεις περί επιστήμης και γνώσης απλώς και μόνο για να μπορεί να καταγγείλει μετά ότι το σημαντικού κύρους περιοδικό κοινωνικής θεωρίας Social Text δεν μπορεί να διακρίνει ένα πραγματικό επιχείρημα από μια φάρσα (όταν αυτή είναι γραμμένη στη σωστή θεωρητική «ιδιόλεκτο»), συχνά αναφέρεται ως παράδειγμα των προβλημάτων από την υπερβολική «θεωρία» και της ανάγκης να επιστρέψουμε σε μια «κλασσική» εκδοχή επιστημονικότητας.

Η ανάγκη κριτικού αναστοχασμού

Ωστόσο, νομίζω ότι η συγκυρία στην οποία είμαστε επαναφέρει τη συζήτηση για την ανάγκη ενός κριτικού αναστοχασμού της ίδιας της έννοιας της επιστημονικότητας και δη με όρους που να μπορούν να επηρεάζουν τελικά την ίδια την κατεύθυνση της επιστημονικής έρευνας. Η πανδημία έδειξε ότι η επιστήμη συνεπάγεται μια ορισμένη «ταπεινότητα», τη διαρκή παραδοχή αβεβαιοτήτων, την αναμέτρηση με τα «άγνωστα άγνωστα», την ανάγκη για «ολιστικές» προσεγγίσεις που να υπογραμμίζουν τον βαθιά κοινωνικό προσδιορισμό και της ευαλωτότητας και της νοσηρότητας και όχι προφανώς την εύκολη θεώρηση ότι βρέθηκε κάποια «πανάκεια». Επιπλέον, η πανδημία καταδεικνύει ότι εύκολα η επιστήμη μπορεί να λειτουργήσει ως νομιμοποίηση πολιτικών σε τελική ανάλυση επιλογών (με τους ίδιους τους επιστήμονες να προσδίδουν κύρος σε πολιτικές επιλογές και μετασχηματισμούς όπως π.χ. τη μετάβαση σε εντυπωσιακά πιο επιτηρούμενες κοινωνίες) αλλά και τον κίνδυνο που υπάρχει στην πλήρη απόρριψη οποιασδήποτε εκδοχής «επιστημονικότητας» προς όφελος της ευκολίας των συνωμοσιολογικών απόψεων ή του απλού ανορθολογισμού.

Δεν υπάρχουν λύσεις που είναι μόνο «τεχνικές»

Την ίδια στιγμή, σε άλλα πεδία, όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής, η αποδοχή της επιστημονικής αντικειμενικότητας της θέση για την επικείμενη κλιματική καταστροφή, σε συνδυασμό με την ύπαρξη τεράστιων συμφερόντων που διακυβεύονται προσανατολίζει μεγάλο μέρος της επιστημονικής και τεχνικής έρευνας σε μια μάλλον ατελέσφορη προσπάθεια να βρεθούν «τεχνικές» λύσεις που να εξασφαλίζουν ότι θα διατηρηθεί εκείνο το καταναλωτικό και παραγωγικό υπόδειγμα που στην πραγματικότητα ευθύνεται για την επικείμενη κλιματική καταστροφή.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η επιστήμη και τεχνολογική ανάπτυξη οφείλουν να εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως βαθιά κοινωνικές διεργασίες και ως πεδία που διαπερνώνται από τις κοινωνικές αντιθέσεις και τα ανταγωνιστικά συμφέροντα που αυτές συνεπάγονται, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει ότι ο κριτικός αναστοχασμός, η αποφυγή κάθε εκδοχής δογματισμού, η ανοιχτή και ελεύθερη συζήτηση και αμφισβήτηση, η παραδοχή ότι οι επιστημονικές θεωρίες εξελίσσονται, αλλάζουν και συχνά ανατρέπονται, όπως και η ανάγκη οι επιστήμονες να έχουν μια ορισμένη κοινωνική «μεροληπτικότητα» κατά των μορφών καταπίεσης παραμένουν αναγκαίες αφετηρίες και αναπόσπαστες πλευρές οποιασδήποτε εκδοχής πραγματικής και γι’ αυτό πάντα διακυβευόμενης επιστημονικότητας.

Κριτική μέσα στην επιστήμη και όχι ενάντια σε αυτή

Το αντίθετο της θέσης ότι «όλα είναι άσπρα» δεν είναι «όλα είναι μαύρα», αλλά ότι «όλα δεν είναι άσπρα», υπογραμμίζει ο Λεβύ-Λεμπλόν για να εξηγήσει πως ότι η επιστήμη δεν είναι ουδέτερη ή πλήρως αντικειμενική δεν σημαίνει ότι είναι απατηλή ή ένοχη για τα κοινωνικά προβλήματα. Μια κριτική μέσα στην επιστήμη και όχι ενάντια σε αυτή επιτρέπει να ξαναβρούμε τον τρόπο να γνωρίσουμε τον κόσμο και τη δύναμη να τον αλλάξουμε.