H συζήτηση για την καθιέρωση ενός συστήματος το οποίο θα καταμετρά με ακρίβεια τον χρόνο απασχόλησης, δεν είναι καινούργια. Ηδη προ δεκαετίας, ο νομοθέτης εισήγαγε την έννοια της κάρτας εργασίας, με βασικό στόχο την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας. Ωστόσο, η καινοτόμος αυτή νομοθετική πρωτοβουλία ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πράξη για τον σκοπό αυτόν, καθιστώντας τη διάταξη κενή περιεχομένου.

Αφορμή για την αναζωπύρωση της σχετικής συζήτησης στάθηκε η απόφαση της 14ης Μαΐου 2019 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (CCOO κατά Deutsche Bank), η οποία ανέδειξε τη λειτουργική υποχρέωση των επιχειρήσεων να εφαρμόζουν ένα αποτελεσματικό, αντικειμενικό, αξιόπιστο και ευχερώς προσβάσιμο τεχνικό σύστημα, μέσω του οποίου θα καθίσταται εφικτή η παρακολούθηση και η τήρηση των ανωτάτων χρονικών ορίων απασχόλησης.

Σε συμμόρφωση με την ανωτέρω υποχρέωση, το υπουργείο Εργασίας (αυτή τη φορά με μεγαλύτερο δυναμισμό) θεσμοθέτησε με τον Ν. 4808/2021 – την υποχρέωση χρήσης «ψηφιακής κάρτας εργασίας», τουλάχιστον πιλοτικά για το πρώτο εξάμηνο του 2022.

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η διαδικασία εναρμόνισης των επιχειρήσεων με τον νέο τρόπο καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, καθώς πλέον η «ψηφιακή κάρτα εργασίας» δεν θα αποτελεί κατ’ ανάγκη μία κάρτα σε φυσική μορφή, όπως συμβαίνει στα συμβατικά συστήματα ωρομέτρησης, αλλά θα είναι μία ψηφιακή εφαρμογή (app).

Το νέο νομοθετικό πλαίσιο αντιμετωπίζει την «ψηφιακή κάρτα εργασίας» ως ένα τεχνικό μέσο, ένα πρακτικό εργαλείο κατ’ ακριβολογία, με το οποίο θα επιτευχθεί η συμμόρφωση των επιχειρήσεων με την υποχρέωση τήρησης των χρονικών ορίων εργασίας. Ωστόσο, από πρακτική σκοπιά, εγείρονται πολλά και, μάλιστα, σύνθετα ερωτήματα ως προς την υλοποίηση και εφαρμογή του μέτρου. Ειδικότερα, ανακύπτουν ερωτήματα ως προς τη συσχέτιση του νέου μέτρου με άλλες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων στο πεδίο της εργατικής και κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, ιδίως ως προς την υποχρέωση δήλωσης της υπερωριακής απασχόλησης, την εξαίρεση των διευθυνόντων υπαλλήλων από τα ανώτατα χρονικά όρια απασχόλησης και την τηλεργασία.

Η ακριβής καταγραφή του χρόνου απασχόλησης, μέσω της ψηφιακής κάρτας εργασίας, δεν αφορά αποκλειστικά στην άσκηση αξιώσεων των εργαζομένων έναντι των εργοδοτών σχετικά με την επιπρόσθετη απασχόλησή τους. Αντιθέτως, ο επιδιωκόμενος έλεγχος του χρόνου απασχόλησης, εστιάζει ιδίως στην ανάγκη προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων από φυσικούς αλλά και ψυχοκοινωνικούς κινδύνους, που σχετίζονται με την απασχόληση.

Αδιαμφισβήτητα, επιχειρήσεις που ήταν προετοιμασμένες για έναν επικείμενο ψηφιακό μετασχηματισμό μεταξύ άλλων και των όρων απασχόλησης, έχοντας επενδύσει σε τεχνολογικές υποδομές και εν γένει σε μία κουλτούρα ευελιξίας στην απασχόληση, φαίνεται να έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα ως προς το πλαίσιο μετριασμού σχετικών κανονιστικών κινδύνων (όπως π.χ. κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων).

Παρά ταύτα, υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα στήριξης του συνόλου των επιχειρήσεων από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς και κοινωνικούς εταίρους, με γνώμονα την εν συνόλω ομαλή μετάβαση και προσαρμογή της αγοράς εργασίας στη νέα ψηφιακή εποχή.

 

* Επικεφαλής του Τμήματος Εργατικού και Κοινωνικοασφαλιστικού Δικαίου της Δικηγορικής Εταιρείας Κοϊμτζόγλου – Μπακάλης – Βενιέρης – Λεβέντης & Συνεργάτες (KBVL), μέλους του διεθνούς δικτύου δικηγορικών Εταιρειών Deloitte Legal.