Παρατεινόμενη η υγειονομική κρίση θέτει τα δικά της εμπόδια, τους δικούς της περιορισμούς στην απελευθέρωση της οικονομίας, της κοινωνίας και της χώρας ολόκληρης από τα πανδημικά δεσμά. Ηδη η τελευταία έξαρση των κρουσμάτων και η επιδείνωση συνολικά των επιδημιολογικών συνθηκών περιόρισε την κοινωνική κινητικότητα και βεβαίως άρχισε να επιδρά αρνητικά στην κατανάλωση, όπως βεβαιώνουν όσοι παρακολουθούν συστηματικά τις λιανικές πωλήσεις. Αν διατηρηθεί επί μακρόν, κατά πάσα βεβαιότητα θα μειώσει τη δραστηριότητα, όσο κι αν η οικονομία, δύο χρόνια τώρα μετά την εκδήλωση του πανδημικού φαινομένου, έχει βρει τρόπους να ξεπερνά τα όποια εμπόδια ορθώνουν τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης.

Ωστόσο, κοινή είναι η πεποίθηση ότι μεσοπρόθεσμα η υγειονομική αβεβαιότητα θα εκλείψει και σταδιακά θα αναδειχθούν τα προπαρασκευασμένα εδώ και καιρό πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας και συνολικά της χώρας στον γεμάτο ευκαιρίες μεταπανδημικό κόσμο.

Η Ελλάδα, έπειτα από την οδυνηρή εμπειρία της μεγάλης οικονομικής κρίσης, έχει να επιδείξει σημαντική πρόοδο, την οποία μόνο όσοι μεμψιμοιρούν και όσοι φορούν κομματικά, αμιγώς προπαγανδιστικά γυαλιά δεν βλέπουν.

Η αλήθεια είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας, αφού περιπλανήθηκε αρχικώς, κατ’ απόλυτα αδιέξοδο τρόπο, στον κύκλο των αυταπατών και των ψευδαισθήσεων που καταδίωκαν τον ίδιο και το κόμμα του, προσαρμόστηκε και εν τέλει, υιοθετώντας δύσκολες και επώδυνες πολιτικές, παρέδωσε μια χώρα δημοσιονομικά σταθεροποιημένη, με ισχυρό απόθεμα ταμειακών διαθεσίμων, ικανών να στηρίξουν τη στροφή που επαγγέλθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Κοινώς ο Πρωθυπουργός δεν παρέλαβε «καμένη γη» το καλοκαίρι του 2019. Το ακριβές είναι ότι δεν ακύρωσε την προηγούμενη σταθεροποίηση, παρά αντιθέτως «πάτησε» πάνω της, τη χρησιμοποίησε στον μέγιστο βαθμό προκειμένου να ελέγξει το τεράστιο πανδημικό κόστος και ταυτόχρονα κατάφερε επ’ αυτής να οικοδομήσει τη δική του φιλελεύθερη μεταρρυθμιστική ατζέντα, η οποία, είναι αλήθεια, απέδωσε και αποδίδει τα προσδοκώμενα.

Κακά τα ψέματα, ο κ. Μητσοτάκης, όσο κι αν τον αντιμάχεται κανείς και εντοπίζει τις παλινωδίες και τα όποια λάθη του, διαμόρφωσε, εν μέσω υγειονομικής κρίσης, περιβάλλον ανάκαμψης, οικονομικής προόδου και υψηλών προσδοκιών.

Ανέταξε τη διεθνή εικόνα της χώρας, της προσέδωσε γεωπολιτική υπόσταση σε τούτη την κρίσιμη μεταβατική περίοδο και μαζί την επανένταξε στο διεθνές οικονομικό σύστημα, την κατέστησε ξανά επενδύσιμη και ελκυστική στον ευρύ κύκλο των πανίσχυρων παγκόσμιων επενδυτικών δυνάμεων.

Ευνοήθηκε βεβαίως από την ευρωπαϊκή στροφή και από την πρώτη κοινή πανευρωπαϊκή επενδυτική προσπάθεια για την αντιμετώπιση των πολλαπλών υγειονομικών, κλιματικών και τεχνολογικών προκλήσεων της εποχής μας. Την εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο και αυτή τη στιγμή έχει εγκαταστήσει στο προσκεφάλι της χώρας χρηματοδοτικούς πόρους ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ, φροντίζοντας ταυτόχρονα να έχει μετατρέψει την Ελλάδα σε βάση υποδοχής των ξένων επενδύσεων.

Το ενδιαφέρον για επενδύσεις στη χώρα μας δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Είναι η πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρόνια που η Ελλάδα διαθέτει τόσο πολλά χρήματα μέσω των ευρωπαϊκών ταμείων και μαζί προσελκύει με τέτοια ένταση πολυεθνικά σχήματα και κεφάλαια, συνεπικουρούμενη μάλιστα από αξιόμαχες εγχώριες επιχειρηματικές δυνάμεις, οι οποίες δείχνουν έτοιμες και ικανές να πραγματοποιήσουν τα δικά τους επενδυτικά άλματα.

Εξαιρουμένων των υγειονομικών συνθηκών, οι ευρύτερες οικονομικές συνθήκες φαντάζουν μοναδικές, όπως μαρτυρεί το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον, που επιβεβαιώνεται μέσα από τις απίστευτες αποτιμήσεις ελληνικών αξιών και περιουσιακών στοιχείων.

Η Ελλάδα έχει μια ευκαιρία μοναδικής αλλαγής στα χρόνια που θα ακολουθήσουν μέχρι το 2030. Μπορεί να κάνει αυτό που δεν τόλμησε μετά το 2000 με την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ. Διαθέτει πλέον τους πόρους και τις δυνάμεις να μεταρρυθμιστεί και να μετασχηματιστεί. Να αλλάξει παραγωγικό μοντέλο, να επιτύχει το σύνθετο έργο της ενεργειακής και ψηφιακής μετάβασης, να αναγεννήσει την παιδεία της, να ξαναχτίσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας και να προσφέρει μέλλον ξεχωριστό στις νεότερες γενιές, που είναι τεχνολογικά προηγμένες, πιο ελεύθερες, πιο κινητικές και απελευθερωμένες από τα στερεότυπα των γονιών τους.

Αυτή η ευκαιρία είναι κοινή και οφείλουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις να την υπηρετήσουν.