Ο Νοέμβριος του 2019 υπήρξε καταλυτικός στον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα αντιλαμβανόταν ως τότε την Αφρική. Η υπογραφή του Μνημονίου Αγκυρας – Τρίπολης για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στη Λιβύη, τόσο με την αποστολή συμβούλων και αμυντικού υλικού όσο και ισλαμιστών μισθοφόρων (εκπαιδευμένων κατά κύριο λόγο από την ιδιωτική εταιρεία SADAT) από τη Συρία προκάλεσαν ένα σοκ. Αίφνης, ο κίνδυνος «μετάστασης» της τουρκικής στρατιωτικής απειλής στο ελληνικό υπογάστριο – νοτίως της Κρήτης – έφερε στο προσκήνιο δύο ζητήματα: α) την άμεση αναγκαιότητα να επανέλθει η Ελλάδα στη ζώνη της Βόρειας Αφρικής και β) να διευρυνθεί, όσο αυτό είναι δυνατόν, το ελληνικό διπλωματικό αποτύπωμα στη Μαύρη Ηπειρο, μία περιοχή στην οποία η τουρκική επιρροή έχει διευρυνθεί εντυπωσιακά την τελευταία 15ετία. Και τούτο διότι η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) μπορεί να πολλαπλασιάσει την επιρροή της σε μια περιοχή που «προβάλλει αστάθεια» στη Μεσόγειο και πέραν αυτής. Σε διαφορετική περίπτωση, θα είναι σχεδόν αδύνατο να ανταγωνιστεί μετωπικά την Τουρκία. Για να συμβεί αυτό όμως η σημερινή ισχνή παρουσία αποτελεί μια τάση που πρέπει να αναστραφεί.

Η συνάντηση στο Παρίσι για τη Λιβύη

Σε αυτό το πλαίσιο, αποκτά ιδιαίτερη ουσιαστική όσο και συμβολική σημασία το γεγονός ότι έπειτα από τον διπλό αποκλεισμό της Ελλάδος από τις προηγούμενες δύο συναντήσεις κορυφής για τη Λιβύη που είχε οργανώσει το Βερολίνο, η Αθήνα θα είναι παρούσα στη συνάντηση που θα πραγματοποιηθεί την προσεχή Παρασκευή 12 Νοεμβρίου στο Παρίσι. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρεθεί στη γαλλική πρωτεύουσα, προσκεκλημένος του Εμανουέλ Μακρόν – σε μία κίνηση που ήδη έχει προκαλέσει ενόχληση στην Αγκυρα, αν πιστέψει κανείς τις δημόσιες δηλώσεις του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η ελληνική παρουσία στο Παρίσι έρχεται ως συνέχεια των κινήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί μετά την αλλαγή κυβέρνησης στη Λιβύη. Πριν από μερικές ημέρες, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας βρέθηκε στη βορειοαφρικανική χώρα όπου και συμμετείχε στη συνάντηση «Libya Stabilization Initiative» που διεξήχθη με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας (GNU).

Οι επαφές Δένδια στη Ρουάντα

Αναμφίβολα, οι εξελίξεις στη Λιβύη – καθώς επίκεινται και εκλογές, που ενδέχεται να καθυστερήσουν πέραν της 24ης Δεκεμβρίου, ενώ παράλληλα η Αθήνα αναζητεί τρόπους να εξουδετερώσει το τουρκολιβυκό Μνημόνιο – είναι σημαντικές, αλλά ο φάκελος «ελληνική παρουσία στην Αφρική» εμπεριέχει υψηλές προκλήσεις.

Την περασμένη Πέμπτη 4 Νοεμβρίου ο κ. Δένδιας βρέθηκε στη Ρουάντα, έναν από τους σταθμούς μίας νέας στρατηγικής που σκοπό έχει και την ανάσχεση της τουρκικής επιρροής. «Ψάχνουμε κοιτίδες σταθερότητας και ανάπτυξης στην Υποσαχάρια Αφρική. Η Ρουάντα έχει περιφερειακό και διεθνές αποτύπωμα» υπογράμμιζαν στο «Βήμα» διπλωματικές πηγές. Την ίδια ώρα βέβαια ορέγεται, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, και την αγορά τουρκικών drones. Η Ρουάντα είναι μέλος του G20, ενώ τόσο η αντιπρόεδρος της Αφρικανικής Ενωσης όσο και η γενική γραμματέας του Διεθνούς Οργανισμού Γαλλοφωνίας (ΔΟΓ) κατάγονται από τη Ρουάντα. Η Ελλάδα έχει καθεστώς παρατηρητή στην Αφρικανική Ενωση, ενώ είναι πλήρες μέλος στον ΔΟΓ. Πρόσφατα, μάλιστα, στη θέση του επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΔΟΓ στη Νέα Υόρκη ορίστηκε έλληνας πρέσβης.

Στα σχέδια Γκάνα και ίσως Γκαμπόν

O κ. Δένδιας συναντήθηκε με τον ομόλογό του Βινσέντ Μπιρούτα και τον πρόεδρο Πολ Καγκάμε. Η Αθήνα δώρισε επιπλέον 330.000 εμβόλια, ανεβάζοντας σε 530.000 την εμβολιαστική της συνδρομή στη χώρα. Επίσης, υπογράφηκαν δύο Μνημόνια Συνεργασίας – Πολιτικών Διαβουλεύσεων και Συνεργασία μεταξύ των Διπλωματικών Ακαδημιών. Η τελευταία διμερής συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών ανέρχεται στο μακρινό 1986. Τέλος, πραγματοποιήθηκε δωρεά 80.000 ευρώ στο Rwanda Governance Board για την χρηματοδότηση προγραμμάτων που αφορούν την ελευθερία του Τύπου και την προστασία των δημοσιογράφων.

Οπως «Το Βήμα» πληροφορείται, λίγες μέρες αργότερα, στις 25 Νοεμβρίου, ο κ. Δένδιας σχεδιάζει να επισκεφθεί την Γκάνα και ίσως την Γκαμπόν. Οι δύο χώρες εξελέγησαν τον περασμένο Ιούνιο μη μόνιμα μέλη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για την περίοδο 2022-2023. «Είναι σαφές ότι αυτή η ήπειρος προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες. Πολιτικές και οικονομικές» σημείωναν ενημερωμένες πηγές. «Προσπαθούμε να αναπτύξουμε σχέσεις σε μια περιοχή που πλέον μας ενδιαφέρει» τόνισαν στο «Βήμα» αξιωματούχοι που χειρίζονται την αφρικανική πολιτική της Ελλάδος.

Οι πρεσβείες και οι επιδιώξεις

Σήμερα πάντως η Ελλάδα διαθέτει πρεσβείες μόλις σε επτά αφρικανικές χώρες: Σενεγάλη, Αιθιοπία, Νιγηρία, Ζιμπάμπουε, Κονγκό και Νότιος Αφρική. Υπάρχει επίσης πιθανότητα επισκέψεων του υπουργού Εξωτερικών σε Ανγκόλα και Γκάμπια. Σίγουρο, πάντως, θεωρείται ότι το 2022 ο κ. Δένδιας θα μεταβεί στη Σενεγάλη, όπου άνοιξε ελληνική πρεσβεία τον περασμένο Φεβρουάριο. Το ταξίδι αυτό ίσως συμπεριλάβει επισκέψεις και σε άλλες χώρες του Σαχέλ, τις εξελίξεις στις οποίες παρακολουθεί η ελληνική πρεσβεία στη Σενεγάλη. Η δε σκέψη της ελληνικής πλευράς να βοηθήσει τη Γαλλία με την αποστολή ελλήνων στρατιωτικών στο πλαίσιο της επιχείρησης «Takhuba» δεν είναι άσχετη με τις ελληνικές επιδιώξεις. Στο ελληνικό μικροσκόπιο υπάρχουν και άλλες χώρες, με προεξάρχουσα τη Νιγηρία, μια χώρα με τεράστια ενεργειακά αποθέματα και ταχύτατα αυξανόμενο πληθυσμό.

Η ιδέα από το 1998 του Ισμαήλ Τζεμ

Στην Ελλάδα, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ισμαήλ Τζεμ είναι γνωστός κυρίως από την απόπειρα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης στα τέλη της δεκαετίας του 1990 κατά τη «διπλωματία των σεισμών». Μία λιγότερο γνωστή πτυχή της δράσης του Τζεμ ήταν ότι το 1998 ανέπτυξε το πρώτο Σχέδιο Δράσης για την Αφρική, ως μέρος μίας πιο πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Το 2002, όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του κ. Ερντογάν ανήλθε στην εξουσία, σαρώνοντας το παλαιό κομματικό σύστημα, αποφάσισε να αξιοποιήσει και να διευρύνει την ιδέα του Τζεμ.

Επενδύσεις 6,5 δισ.δολάρια το 2021

Το 2003 παρουσιάστηκε η «Στρατηγική για την Ενίσχυση των Οικονομικών και Εμπορικών Σχέσεων με την Αφρική». Το 2005 ονομάστηκε μάλιστα «το έτος της Αφρικής». Και αν οι αριθμοί έχουν σημασία στη διπλωματία, σίγουρα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Τουρκία διέθετε 12 πρεσβείες στην Αφρική και σήμερα έχει 43 (με την τελευταία που άνοιξε να είναι αυτή στο Τόγκο), ενώ ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών εκτοξεύθηκε από το 2003 ως σήμερα από τα πέντε δισεκατομμύρια δολάρια στα 25 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 2003, οι τουρκικές άμεσες ξένες επενδύσεις στην Αφρική ήταν μόλις 100 εκατομμύρια δολάρια. Το 2021 έφθασαν τα 6,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο δε Ερντογάν έχει επισκεφθεί περίπου 30 αφρικανικές χώρες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Η σημερινή προσέγγιση της Τουρκίας προς την Αφρική είχε περιγραφεί το 2017 σε ένα άρθρο του Ιμπραχήμ Καλίν. Ο εξ απορρήτων διπλωματικός σύμβουλος του κ. Ερντογάν είχε πει ότι η Αγκυρα θέλει να ακολουθήσει μία «πολυεπίπεδη προσέγγιση» με τους αφρικανούς εταίρους της και εντός ενός νέου πολυπολικού κόσμου. Ο ίδιος ο Ερντογάν επιδιώκει να… πλασάρει την Τουρκία ως σύμμαχο που προωθεί «αφρικανικές λύσεις σε αφρικανικά προβλήματα», κατ’ αντιδιαστολή με εξωτερικές «αποικιοκρατικού χαρακτήρα» παρεμβάσεις, όπως αυτές ευρωπαϊκών χωρών. Σε αυτό το σημείο μοιάζει να ακολουθεί μία τακτική που ακολουθούν χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα, οι οποίες επιδιώκουν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους αδιαφορώντας για θέματα όπως το κράτος δικαίου ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φυσικά, αυτή η «επένδυση» δεν είναι χωρίς κόστος. Η δε σημερινή δυσχερής κατάσταση της τουρκικής οικονομίας με τον υψηλό πληθωρισμό, τα χαμηλά συναλλαγματικά αποθέματα και την αποδυνάμωση της λίρας θέτει εκ των πραγμάτων περιορισμούς στη διεύρυνση και εμβάθυνση της τουρκικής επιρροής.

Σύμφωνα με τουρκικές διπλωματικές πηγές, «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον ρόλο που θα διαδραματίσει η Αφρική τα επόμενα χρόνια στην παγκόσμια οικονομία». Οπως έχει επίσης γράψει ο Μάικλ Τάνχουμ στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του «Turkey’s Maghreb-West Africa Economic Architecture: Challenges and Opportunities for the European Union», η Αγκυρα προσπαθεί να διαμορφώσει μία παραγωγική βάση στην αφρικανική ήπειρο βασιζόμενη σε τρεις τομείς στους οποίους είναι ανταγωνιστική διεθνώς: στην παραγωγή σιδήρου και χάλυβα, στην τσιμεντοβιομηχανία και στα υφάσματα και την ένδυση. Η Αλγερία και η Σενεγάλη είναι χώρες σημαντικές στην οικονομική πολιτική της Τουρκίας ιδιαίτερα για την εμπορική σύνδεση Μεσογείου και Ατλαντικού μέσω Δυτικής Αφρικής.

Η… οθωμανική προσέγγιση

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία του Ερντογάν έχει προσπαθήσει επιμελώς να εκμεταλλευθεί το οθωμανικό παρελθόν για να διεισδύσει στην Αφρική και ιδιαίτερα στη Βόρεια Αφρική. Σε αυτό το πλαίσιο η Αγκυρα αναζήτησε, όπως και οι Οθωμανοί, τοπικούς δρώντες με τους οποίους να μοιράζεται κάποια ιδεολογική – άρα και ισλαμική – συγγένεια. Αυτός ήταν ο λόγος της προσέγγισης με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στην Αίγυπτο (μέχρι και την κατάρρευση της σύντομης παραμονής τους στην εξουσία), της στήριξης στο κόμμα «Ennahda» στην Τυνησία και στους ισλαμιστές του Φαγέζ αλ Σάρατζ στη Λιβύη (η τελευταία επέτρεψε και την υπογραφή του τουρκολιβυκού Μνημονίου για τις θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο). Και αυτή η τακτική ήταν που προκάλεσε την αντισυσπείρωση χωρών όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ).

Η στρατιωτική διάσταση, το Κέρας της Αφρικής και το Σαχέλ

Η τουρκική διείσδυση λαμβάνει όμως εσχάτως μια ολοένα και πιο «στρατιωτικοποιημένη» μορφή, η οποία καθοδηγείται από την ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας. Η Αγκυρα προβάλλει τις επιτυχίες των προϊόντων της βιομηχανίας της, ιδιαίτερα δε τον καταλυτικό ρόλο των τουρκικών drones Bayraktar TB2 στην έκβαση του πολέμου του Ναγκόρνο-Καραμπάχ υπέρ του Αζερμπαϊτζάν, καθώς και την ικανότητά της στην παροχή στρατιωτικής εκπαίδευσης (διαθέτοντας και τη νατοϊκή εμπειρία), με σκοπό να επιτύχει επενδυτικές, ενεργειακές και κατασκευαστικές συμφωνίες, διευρύνοντας την επιρροή της ακόμη και σε περιοχές όπως το Σαχέλ που παραδοσιακά αποτελούσαν μια γεωγραφική περιοχή αποκλειστικά γαλλικού ελέγχου και οικονομικής/στρατιωτικής επικυριαρχίας.

Από τις 17 ως τις 20 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος Ερντογάν επισκέφθηκε, συνοδευόμενος από τους υπουργούς Εξωτερικών και Αμυνας Μεβλούτ Τσαβούσογλου και Χουλουσί Ακάρ, την Ανγκόλα, το Τόγκο και τη Νιγηρία. Και στις τρεις χώρες η αγορά drones φέρεται να έπεσε στο τραπέζι. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι τόσο η Ανγκόλα όσο και η Νιγηρία είναι σημαντικές πετρελαιοπαραγωγικές χώρες, ενώ η δεύτερη είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας στην υποσαχάρια Αφρική και η συμφωνία προμήθειας φυσικού αερίου στην Αγκυρα έληγε στα τέλη Οκτωβρίου.

Αυτή η «στρατιωτική διάσταση» άρχισε να αναπτύσσεται πρώτα από τη Σομαλία, όπου μετά την αρχική ανθρωπιστική προσέγγιση που αναπτύχθηκε όταν ο κ. Ερντογάν επισκέφθηκε την πρωτεύουσα Μογκαντίσου το 2011, όταν η χώρα πληττόταν από λοιμό, η Αγκυρα προχώρησε το 2017 στη δημιουργία στρατιωτικής βάσης (Camp TURKSOM), αρχικά για την εκπαίδευση σομαλικών στρατιωτών (σομαλοί κομάντος εκπαιδεύονται σε τουρκικό έδαφος), ενώ τουρκικές εταιρείες διαχειρίζονται αεροδρόμια και λιμάνια σε αυτό το σημαντικό κράτος στο Κέρας της Αφρικής. Το τελευταίο στοιχείο ενισχύει την ικανότητα προβολής ισχύος στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Ινδικό Ωκεανό. Η Αγκυρα επεδίωξε να διεισδύσει και στο Σουδάν, αλλά ο σχεδιασμός να αναλάβει τη διαχείριση του παλαιού οθωμανικού λιμένος του Σουακίν απέτυχε. Η δε πρόσφατη πληροφορία ότι σχεδιάζει να πουλήσει drones στην Αιθιοπία σίγουρα θα επιβαρύνει τις ήδη δύσκολες σχέσεις με την Αίγυπτο, τις οποίες η Αγκυρα δηλώνει ότι θέλει να ομαλοποιήσει.

Στο Σαχέλ πάντως (Μπουρκίνα Φάσο, Τσαντ, Μάλι, Μαυριτανία, Νίγηρας), η Αγκυρα επιδιώκει να εκμεταλλευθεί και μια υποβόσκουσα αντιγαλλική δυσαρέσκεια. Σε αυτό το πλαίσιο αξιοποιεί το ισλαμικό στοιχείο, όπου αυτό είναι εφικτό. Αυτό όμως που έχει ανησυχήσει πολλές πλευρές (π.χ. Παρίσι και Αμπου Ντάμπι) είναι ότι πλέον επιδιώκει να διευρύνει και τη στρατιωτική συνεργασία με χώρες όπως ο Νίγηρας. Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου έσπευσε να συναντήσει πρώτους τους ηγέτες του πραξικοπήματος στο Μάλι τον περασμένο Αύγουστο, ενώ στη συμφωνία με τον Νίγηρα φέρεται να προβλέπεται και η εκπαίδευση του στρατού να αντιμετωπίσει την εξτρεμιστική ισλαμική οργάνωση Boko Haram (σε ένα μοντέλο που προσιδιάζει με την εκπαίδευση των σομαλικών δυνάμεων να πολεμήσουν την Al-Shahaab). Δεν αποκλείεται πάντως η τουρκική υπερ-δραστηριοποίηση στο Σαχέλ να προκαλέσει μια αντισυσπείρωση, όπως αυτή που προκάλεσε στο Κέρας της Αφρικής.