Tυλιγμένο στην ομίχλη, το Mont-Saint-Michel έμοιαζε ιδανικό σκηνικό για ιστορίες φαντασμάτων, από εκείνες τις τρομακτικές αλλά και γοητευτικές συνάμα, που μας έχουν διηγηθεί ο Εντγκαρ Αλαν Πόου και ο Χένρι Τζέιμς. Αλλά και από τις πιο ρεαλιστικές, στα όρια του σπλάτερ, ιστορίες, που διηγείται τώρα στα σίριάλ του o Ράιαν Μέρφι – έχει εξάλλου και κάτι το τρομακτικό το εν λόγω φυσικό φαινόμενο. Το σύννεφο που τύλιξε την καστροπολιτεία την ώρα που περπατούσαμε στον κεντρικό, ανηφορικό και στριφογυριστό δρόμο ο οποίος μας οδηγούσε στην κορυφή της, έκανε ιδιαιτέρως ατμοσφαιρική την ανάβασή μας, μια διαδρομή που μας οδηγούσε, θαρρείς, πολλούς αιώνες πίσω, στο παρελθόν της Γαλλίας. Επιπλέον, το μαγικό αυτό σύννεφο εξαφάνιζε τα δεκάδες μικρά τουριστικά μαγαζιά που συναντούσαμε στον δρόμο μας και μαζί τους οτιδήποτε θύμιζε 21ο αιώνα, κάνοντας ακόμα πιο έντονη την ψευδαίσθηση: Ξαφνικά βρεθήκαμε στον 11ο αιώνα, τότε που μέσα σε αυτή την αιώνια ομίχλη η οποία ακόμα μας περιέβαλλε, εκατοντάδες εργάτες δούλευαν νυχθημερόν για το χτίσιμο της τεράστιας εκκλησίας που στεφανώνει με την επιβλητική παρουσία της τον μικρό οικισμό. Οι άνθρωποι περνούσαν δίπλα μας βιαστικά και αθόρυβα, σε μια σιωπηλή παρέλαση σαν αυτή που περιγράφει σε ένα ποίημά του ο Αλφρέ ντε Μισέ: «Ξάφνου θωρώ στης νύχτας το σκοτάδι/ κάτι που αθόρυβα γλιστρά/ περνά μπροστά μου σαν σκιά, σαν χάδι…». Κάτι ο καιρός, κάτι το δραματικό τοπίο
– ένας βράχος ο οποίος χάρη στην έντονη παλίρροια που παρατηρείται στην περιοχή μία γίνεται (σαν) νησί, μία ενώνεται με τη στεριά -,
κάτι ο πέτρινος διατηρητέος οικισμός που έχει χτιστεί πάνω στον βράχο και εντυπωσιάζει με την παλιομοδίτικη ομορφιά του… νιώσαμε σαν ποιητές για λίγο εκείνη τη στιγμή, στην επίσκεψή μας σε ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του γαλλικού Βορρά. Σιγοψιθυρίσαμε στίχους από γαλλικά τραγούδια, έπειτα σταθήκαμε σιωπηλοί για να θαυμάσουμε το τοπίο, δηλαδή ό,τι μπορούσαμε να διακρίνουμε πίσω από το σύννεφο, και νιώσαμε για λίγο την καρδιά μας να γεμίζει από τη συγκίνηση που προκαλούν μέρη σαν αυτό.

Το φαινόμενο της παλίρροιας

Τέσσερις ώρες με το αυτοκίνητο δυτικά του Παρισιού και δυόμισι ώρες βορείως της Ναντ, το Mont-Saint-Michel είναι ένας από τους πιο ξεχωριστούς και διάσημους ιστορικούς θησαυρούς της Νορμανδίας. Πρόκειται για μία μικρή νησίδα, στις εκβολές του ποταμού Κουενόν, σε πολύ μικρή απόσταση από τις ακτές, η οποία ενώνεται με τη στεριά με έναν στενό ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Η περιοχή είναι διάσημη για τις παλίρροιές της, οι οποίες είναι τόσο ισχυρές που την περίοδο της πλημμυρίδας ο δρόμος σκεπάζεται (σχεδόν) εντελώς από το νερό και το οχυρό βρίσκεται αποκομμένο από την ξηρά. Ακολούθως, την περίοδο της άμπωτης που η στάθμη του νερού είναι χαμηλή, ο δρόμος αποκαλύπτεται ξανά και μαζί του όλα τα γύρω χωράφια. Το φαινόμενο προσελκύει εκατομμύρια τουρίστες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Αλλά και χωρίς την παλίρροια το Mont-Saint-Michel είναι ένα αξιοθέατο που αξίζει να δει κάποιος έστω για μία φορά στη ζωή του.

Προς την κορυφή

Χαρακτηρισμένο ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, το γραφικό χωριό που είναι χτισμένο στη νησίδα και το αββαείο που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη από την πρώτη στιγμή που θα τα αντικρίσει, πλησιάζοντας από μακριά: Σε ένα τοπίο επίπεδο, μια τεράστια βαλτώδη πεδιάδα όπου το νερό συναντά τη μαλακή γη για να δημιουργήσει τεράστιες εκτάσεις με λάσπη, ακόμα και με κινούμενη άμμο, ο ναός με το μυτερό καμπαναριό του και τα γκρι σπίτια που τον περιτριγυρίζουν δημιουργώντας γύρω τείχος, διακρίνεται από μακριά σαν παιχνίδι-μινιατούρα, σαν ένα μπιμπελό που κάποιο αόρατο χέρι τοποθέτησε στην εικόνα. Οσο πλησιάζεις και το αξιοθέατo αποκτά τις πραγματικές διαστάσεις του, και εσύ είσαι τόσο μικρός μπροστά στον τεράστιο επιβλητικό όγκο του, τόσο περισσότερο γοητεύεται με την αρχοντική όψη του. Η διαδρομή που θα ακολουθήσεις είναι μία και μοναδική: Πλησιάζεις με το αυτοκίνητο, παρκάρεις στις ειδικές θέσεις που έχουν διαμορφωθεί έξω από τον οικισμό και ακολουθείς τον δρόμο που οδηγεί από τους πρόποδες στην κορυφή. Στη γύρω περιοχή, στα σημεία που τις περιόδους της πλημμυρίδας μπορεί σε μερικά λεπτά να έχουν χαθεί κάτω από το νερό, υπάρχουν πινακίδες που απαγορεύουν το περπάτημα και προειδοποιούν για τους κινδύνους. Η κινούμενη άμμος δεν αστειεύεται, μπορεί να παγιδεύσει, ακόμα και να καταπιεί τον απερίσκεπτο που θα πατήσει επάνω της (γίνονται βεβαίως πεζοπορίες με γκρουπάκια και με οδηγό που γνωρίζει τα κατατόπια και μπορεί να προβλέψει τους όποιους κινδύνους).

Το μοναστήρι που έγινε φυλακή

Ασφαλές καταφύγιο, περιβεβλημένο από αυτή την περίεργη, ευμετάβλητη και αρκετά αφιλόξενη «στεριά», το Mont-Saint-Michel υπήρξε κατά τον Εκατονταετή Πολέμου μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας (1337-1453) κάστρο απόρθητο, καλά προστατευμένο από τις καταιγίδες του χειμώνα. Το χωριό που βρίσκεται κάτω από το αββαείο το οποίο είχαν χτίσει οι Βενεδικτίνοι μοναχοί που είχαν εγκατασταθεί εκεί ήδη από τον 10ο αιώνα, και ήταν γεμάτο ζωή. Το δε αββαείο στην αρχή ήταν μικρό, αλλά στη συνέχεια άρχισε να επεκτείνεται, για να μετατραπεί κατά τον 11ο αιώνα στην τεράστια, διάσημη εκκλησία που βρίσκεται στην κορυφή του οικισμού. Τη σχεδίασε ο Γουλιέλμος της Ντιζόν, αλλιώς Αγιος Γουλιέλμος του Βολπιάνο, ο οποίος υπήρξε μοναχός και αρχιτέκτονας. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το αββαείο μετατράπηκε σε φυλακή. Ο οικισμός παρήκμασε. Ομως, αναγνωρίζοντας την ιστορική αξία του, ο Βίκτωρ Ουγκό και άλλες προσωπικότητες ξεκίνησαν το 1836 εκστρατεία για την αποκατάστασή του και την ανάδειξή του σε εθνικό μνημείο. Το 1863 το Mont-Saint-Michel σταμάτησε να λειτουργεί ως φυλακή. Το 1872 χαρακτηρίστηκε ιστορικό μνημείο, έπειτα και από τις επίμονες προσπάθειες του γάλλου αρχιτέκτονα Εντουάρ Κορογέ που ανέλαβε την αποκατάστασή του. Οι εργασίες διήρκεσαν πολλά χρόνια, με τη ρημαγμένη μονή να μετατρέπεται τελικά σε ένα από τα πιο εμβληματικά και πολυφωτογραφημένα αξιοθέατα της Γαλλίας.

Τουριστική υπερεκμετάλλευση

Σήμερα ο πληθυσμός του χωριού και του αββαείου δεν ξεπερνά τα 50 άτομα (μόνιμοι κάτοικοι και μοναχοί). Οι επισκέπτες, όμως, που φθάνουν εκεί καθημερινά είναι χιλιάδες. Το Mont-Saint-Michel έχει μετατραπεί σε έναν υπερ-τουριστικό προορισμό, γεγονός που επιβαρύνει τον οικισμό με την τόσο διακριτή πολεοδομική, αρχιτεκτονική και αισθητική ταυτότητα. Τις ημέρες που δεκάδες γκρουπ συγκεντρώνονται στους ανηφορικούς δρόμους του είναι σχεδόν αδύνατον να τον περπατήσεις και να τον απολαύσεις όπως θα ήθελες, μέρος κι εσύ ενός πλήθους που δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας στα στενοσόκακα και στα μικροσκοπικά μαγαζάκια με τα τουριστικά είδη. Αν όμως είσαι τυχερός και βρεθείς εκεί μια μέρα που ο κόσμος είναι λίγος, τότε θα νιώσεις και εσύ τη σπάνια αίσθηση του χρόνου που καταργείται, του μακρινού χθες που συνδιαλέγεται τρυφερά με το σήμερα, της αέναης συνέχειας. Και κοιτάζοντας από ψηλά, από τα τείχη και τους προμαχώνες, την υγρή άμμο που γίνεται καθρέφτης στο φως του ήλιου ή που μοιάζει με σκουρόχρωμο ασήμι τις ημέρες που ο ουρανός είναι βαρύς και μολυβένιος, θα γεμίσεις τα μάτια και την καρδιά σου με εικόνες που όποτε τις ανακαλείς θα σου προκαλούν κάτι σαν μικρή ευτυχία.