Σε τρία χρόνια θα συμπληρωθούν εκατό χρόνια από τον θάνατο του Φραντς Κάφκα και ο κορυφαίος συγγραφέας, ο μεγαλύτερος στον γερμανόφωνο κόσμο, κατά τον Ναμπόκοφ, θα εξακολουθήσει να διαβάζεται με πάθος από τα εκατομμύρια των αναγνωστών του, ενώ δεν θα πάψουν να δημοσιεύονται άπειρες αναλύσεις για το έργο και τη ζωή του. Ηταν μεγάλη τύχη για την παγκόσμια λογοτεχνία που ο επιστήθιος φίλος του, Μαξ Μπροντ, παράκουσε την επιθυμία του να καταστρέψει όποια χειρόγραφα κρατούσε. Αν το είχε κάνει, δεν θα είχαμε τα μείζονα μυθιστορήματά του, τη Δίκη και τον Πύργο και πλήθος διηγημάτων του. Δεν θα είχαμε τα γράμματα και τα ημερολόγιά του, που είναι ανάλογης λογοτεχνικής αξίας με τα πεζογραφήματά του. Μολονότι πολλοί επικεντρώνονται στα τρία «ημιτελή» μυθιστορήματά του, ο Κάφκα είναι μεγάλος συγγραφέας σε όλα όσα έγραψε. Και σε όλα τα μικρά πεζογραφήματά του αυτό είναι ολοφάνερο. Οι νεότεροι αναγνώστες που θα διαβάσουν τα διηγήματά του τα οποία περιλαμβάνονται στον κομψό τόμο Γιοζεφίνε η αοιδός, μεταφρασμένα θαυμάσια από τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, θα το διαπιστώσουν από τις πρώτες ακόμη σελίδες.

Φράντς Κάφκα

Γιοζεφίνε η αοιδός και άλλα διηγήματα

Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου.

Εκδόσεις Κίχλη, 2021, σελ. 184,

τιμή 13,50 ευρώ

Σε ένα από τα θαυμάσια μαθήματά του για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, που αναφέρεται στη νουβέλα του Κάφκα Η μεταμόρφωση, ο Ναμπόκοφ διαφωνεί με τις δύο επικρατούσες για χρόνια απόψεις περί Κάφκα: τη μία, προερχόμενη από τον Μαξ Μπροντ, ότι ο Κάφκα ήταν ένα είδος «αγίου» που μέσω του έργου αναζητούσε την ιερότητα, και την άλλη, των φροϋδιστών, ότι εξαιτίας του αυταρχικού του πατέρα ο συγγραφέας έγραφε προκειμένου να απαλλαγεί από την παραλυτική επίδραση του αισθήματος ενοχής. Ομως ο Κάφκα δεν είχε καλή ιδέα για την ψυχανάλυση.

Μπόρχες, Μπέκετ, Καμί

Καμιά από τις δύο αυτές εκδοχές δεν απασχολεί τον αναγνώστη, ιδίως όταν διαβάζει τα σύντομα πεζογραφήματα του Κάφκα, τα μικρά διαμάντια, όπως αυτά που περιέχει ο εν λόγω τόμος. Μπορεί, λόγου χάρη, αν είναι κάπως εξοικειωμένος, να «ανακαλύψει» ότι η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ του Μπόρχες είναι ένα καφκικό διήγημα, ότι ο Ακατονόμαστος, το σημαντικότερο μυθιστόρημα του Μπέκετ, έχει καφκικές ρίζες, όπως και τα δύο μείζονα θεατρικά του έργα: το Περιμένοντας τον Γκοντό και το Τέλος του παιχνιδιού, ή ακόμη πως η ανάδειξη της σιωπής ως άλλης πλευράς του λόγου στα μικρά πεζά του Μπέκετ παραπέμπει ευθέως στον Κάφκα, η επίδραση του οποίου και στους άλλους συγγραφείς του παραλόγου, στον Καμί ιδίως, είναι εμφανέστατη.

Αν όμως για τους συγγραφείς του παραλόγου προέχει η αναζήτηση νοήματος σε έναν κόσμο χωρίς νόημα, στον Κάφκα τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, γι’ αυτό και το δράμα περιέχει και τον σαρκασμό, λες και ο Θεός όταν δημιούργησε τον άνθρωπο είχε πολύ κακή διάθεση. Γι’ αυτό ενδεχομένως ένας τόσο σύγχρονος συγγραφέας είναι «άχρονος». Σε κανένα κείμενό του δεν θα ανακαλύψει κανείς την «εποχή». Κι ενώ το γράψιμό του είναι ρεαλιστικό, κατά κανέναν τρόπο δεν θα έλεγες ρεαλιστικά τα κείμενά του. Παράδοξα, δηλαδή παρά τη δόξα (γνώμη ή άποψη), ναι. Επί του προκειμένου, αξίζει να θυμηθούμε ξανά τον Ναμπόκοφ που έλεγε πως τη λέξη ρεαλισμός θα πρέπει να τη βάζουμε πάντοτε εντός εισαγωγικών.

Το ανθρωπομορφικό στοιχείο

Το ανθρωπομορφικό στοιχείο, που κυριαρχεί σε πολλά πεζογραφήματα του Κάφκα, υπάρχει και στα διηγήματα του τόμου. Η τραγουδίστρια Γιοζεφίνε υποθέτουμε ότι είναι μια ποντικίνα, αλλά αυτό το συμπεραίνουμε από τον τίτλο του διηγήματος: Γιοζεφίνε η αοιδός ή Ο λαός των ποντικών. Πουθενά ο Κάφκα δεν μας λέει ότι τόσο η ίδια όσο και οι ακροατές της είναι ποντίκια, ενώ δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι η Γιοζεφίνε όντως τραγουδάει ή το τραγούδι της είναι ένα είδος σιωπής.

Σε ένα άλλο διήγημα, το Τσακάλια και Αραβες, που έχει προκαλέσει πλήθος ερμηνείες, ένας Ευρωπαίος βρίσκεται σε μια όαση – δεν ξέρουμε πού. Εκεί τον πλησιάζουν κάτι τσακάλια που του μιλούν με ανθρώπινη φωνή. Του εξιστορούν τα όσα υφίστανται από τους Αραβες και του δίνουν ένα σκουριασμένο ψαλίδι για να κόψει τον λαιμό των Αράβων. Τότε εμφανίζεται ο οδηγός του καραβανιού με ένα μαστίγιο και ρίχνει μπροστά στα τσακάλια το πτώμα μιας νεκρής καμήλας που τα τσακάλια αρχίζουν να το ξεσκίζουν ενώ εκείνος ταυτόχρονα τα μαστιγώνει. Σε κάποια στιγμή ο Ευρωπαίος τού πιάνει το μπράτσο και τον σταματά. Το διήγημα κλείνει με τρεις τρομερές, μέσα στον σαρκασμό τους, φράσεις που απευθύνει ο Αραβας στον Ευρωπαίο: «Πάντως τα είδες. Υπέροχα ζώα, έτσι δεν είναι; Και πόσο, μα πόσο μας μισούν!». Κάποιοι έχουν ερμηνεύσει το διήγημα ως αλληγορία: ο Ευρωπαίος είναι ο Μεσσίας που θα ελευθερώσει τα τσακάλια (δηλαδή τους Εβραίους) από τους Αραβες. Ο Κάφκα όμως δεν χωράει σε εύκολες ερμηνείες.

Ο «Βουκεφάλας», η γέφυρα, η «αδυναμία»

Μπορεί κανείς να φανταστεί ότι ο Κάφκα θα έγραφε ένα διήγημα-αστραπή για κάποιον νέο δικηγόρο που όχι μόνον λεγόταν Βουκεφάλας, όχι μόνον υπήρξε σε μιαν άλλη ζωή το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου αλλά τώρα, ενώ διατηρεί κάποια «αλογίσια» γνωρίσματα, είναι βυθισμένος στην ανάγνωση παλιών βιβλίων; ‘Η πως υπάρχει μια γέφυρα πάνω από ένα βάραθρο που ένας διαβάτης την πιέζει σε τέτοιον βαθμό ώστε η γέφυρα, που γυρίζει ανάποδα να δει ποιος είναι, πέφτει και τσακίζεται στα βράχια που χάσκουν από κάτω; Το εκπληκτικό είναι πως την «ιστορία» αυτή την αφηγείται η ίδια η γέφυρα! Ή ακόμη να βάζει κάποιον να λέει «χθες ήρθε και με βρήκε μια αδυναμία». Η αδυναμία αυτή όμως έχει τη μορφή γυναίκας που του μιλάει, καταλήγοντας: «Κι αφού δεν έχω τίποτα εναντίον σου κι εσύ ακόμα δεν έχεις κερδίσει την καρδιά μου, τώρα είναι η ευκαιρία να την κατακτήσεις». Αυτό το είδος της συναισθησίας, την υποστασιοποίηση δηλαδή των αφηρημένων, το καλλιέργησε με εκπληκτικό τρόπο ο Κάφκα πριν από έναν και πλέον αιώνα.

Τα έργα του Κάφκα γνωρίζουν συνεχείς επανεκδόσεις στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Μια νέα γενιά αναγνωστών έρχεται να προστεθεί στους αμέτρητους θαυμαστές του, αποδεικνύοντας πως ο Κάφκα παραμένει σύγχρονός μας. Τα κείμενα της Κατερίνας Καρακάση και της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου στο επίμετρο είναι καλογραμμένα και πολύ διαφωτιστικά.

Φράντς Κάφκα

Γιοζεφίνε η αοιδός και άλλα διηγήματα

Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου.

Εκδόσεις Κίχλη, 2021, σελ. 184,

τιμή 13,50 ευρώ