Κατά τη διάρκεια των 16 ετών της παραμονής της στην καγκελαρία, η Ανγκελα Μέρκελ στήριξε την επιτυχία της σε μία λέξη: στη σταθερότητα. Αυτό ήθελαν οι Γερμανοί στην καθημερινότητά τους. Σήμερα όμως, με τους πολίτες της μεγαλύτερης και ισχυρότερης χώρας της Ευρώπης να πορεύονται στις κάλπες για τις ομοσπονδιακές εκλογές, η λέξη-κλειδί που περιγράφει την πολιτική κατάσταση είναι η αστάθεια. Αποτελεί ειρωνεία αυτή η αντίθεση, αλλά το γερμανικό πολιτικό σύστημα μοιάζει να διέρχεται κρίση ταυτότητας, ερχόμενο αντιμέτωπο με μια σειρά από αυταπάτες που επί πολλά χρόνια έχουν κρυφτεί κάτω από το χαλί.

Η αποχώρηση της «μητερούλας Ανγκελα» και η κρίση της πανδημίας θέτουν «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων», ενώ οι πρόσφατες πολύνεκρες πλημμύρες ταρακούνησαν τόσο τα πολιτικά κόμματα όσο και την κοινωνία. Σε περίπτωση δε που οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης καθυστερήσουν, το αίσθημα της αστάθειας ενδέχεται να ενισχυθεί. Είναι πάντως τέτοιος ο κατακερματισμός που δεν αποκλείεται, λόγω του εκλογικού συστήματος που συνδυάζει την ψήφο προς βουλευτή και την αναλογική ψήφο προς τα κόμματα, η επόμενη Μπούντεσταγκ να είναι η πολυπληθέστερη όλων των εποχών και να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα 800 μέλη κατά ορισμένες προβλέψεις.

Αντιγράφοντας τη Μέρκελ

Ο διάδοχος της Μέρκελ θα έχει πολύ δύσκολο έργο. Η απερχόμενη καγκελάριος παραμένει με διαφορά η δημοφιλέστερη πολιτικός στη χώρα. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο μεγάλο θέμα που να κυριαρχεί στην προεκλογική εκστρατεία – αλλά ούτε ο εν ενεργεία καγκελάριος (εν προκειμένω η Μέρκελ) διεκδικεί την επανεκλογή του – αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Σε αυτό το περιβάλλον, το κυβερνών Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) και οι συνεργαζόμενοι με αυτό Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας (CSU) βρίσκονται ενώπιον της απώλειας της εξουσίας από τους αναγεννημένους Σοσιαλδημοκράτες (SPD). Ετσι όπως έχουν τα πράγματα, το SPD διατηρούσε μέχρι και λίγο πριν κλείσει η προεκλογική εκστρατεία ένα προβάδισμα περί το 3%-4% από το CDU. Εφόσον έλθει πρώτο κόμμα, έχει δύο επιλογές: είτε έναν συνασπισμό «σηματοδότη» με τους Πρασίνους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) του Κρίστιαν Λίντνερ (που θα ήθελε πολύ το υπουργείο Οικονομικών) είτε μια συμμαχία με τους Πρασίνους και το Die Linke (R2G). Αν όμως το CDU/CSU ανακάμψει, τότε ο συνασπισμός «Τζαμάικα» με Πρασίνους και FDP μοιάζει ο επικρατέστερος.

Οπως παρατηρούν πάντως υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη της κεντροδεξιάς παράταξης με τα οποία συνομίλησε «Το Βήμα» στο πλαίσιο επίσκεψης στο Μόναχο τις προηγούμενες ημέρες, κατόπιν πρόσκλησης του Ινστιτούτου Hanns Seidel, και οι δύο υποψήφιοι των μεγάλων κομμάτων, οι Αρμιν Λάσετ και Ολαφ Σολτς αντιστοίχως, προσπάθησαν να προβάλουν την εικόνα του συνεχιστή του «μερκελισμού». Ο κ. Λάσετ δεν φάνηκε να έπεισε στον ρόλο αυτόν. Ο κ. Σολτς, ο οποίος ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών το 2018, έπειτα από μια θητεία επτά ετών ως δήμαρχος Αμβούργου, τα πήγε καλύτερα. Το μυστικό του; «Δεν έκανε λάθη» σημειώνει υψηλόβαθμο στέλεχος του CSU με ελαφρά δόση ειρωνείας, ενθυμούμενος το γέλιο του υποψηφίου του CDU μετά τις πρόσφατες πλημμύρες στη Ρηνανία που άφησαν πίσω τους 191 νεκρούς. Και προσθέτει: «Δεν είναι τυχαίο ότι η προσωνυμία του Σολτς είναι «Scholzomat». Η κατάληξη υποδηλώνει ότι κινείται σαν ρομπότ. Και μπορεί σε κάποιες χώρες αυτή η συμπεριφορά να μην είναι αρετή, αλλά εδώ στη Γερμανία ο κόσμος την εκτιμά».

Ο «βαρετός τεχνοκράτης»

Ο κ. Σολτς, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι οι Πράσινοι και η υποψήφιά τους Αναλένα Μπέρμποκ «ξεφούσκωσαν» σχετικά γρήγορα στις δημοσκοπήσεις, αξιοποίησε μια πολύ καλά οργανωμένη προεκλογική εκστρατεία. Αυτή κτίστηκε πάνω στον ίδιο και εμπνευστής της θεωρείται ο Ράφαελ Μπρίνκερτ, που ειδικεύεται στο αθλητικό μάρκετινγκ! Η εικόνα του ικανού – πλην βαρετού – τεχνοκράτη φαίνεται ότι είναι ελκυστική και στους μετακινούμενους ψηφοφόρους, τους επονομαζόμενους «Wechselwaehler». Το σύνθημα που επελέγη είναι το «Ο Σολτς θα το λύσει» («Scholz packt das an»). Στην προσπάθειά του να κερδίσει από το κοινό της Μέρκελ, ο υπουργός Οικονομικών δεν δίστασε να αντιγράψει ακόμη και τη χειρονομία του «διαμαντιού» – σήμα κατατεθέν της απερχόμενης καγκελαρίου. Σύμφωνα με στέλεχος του CDU στο Βερολίνο, τα άτομα που ψήφισαν Μέρκελ όσο αυτή είχε την εξουσία, αλλά θα σκέφτονταν να ψηφίσουν SPD ή Πρασίνους (οι επονομαζόμενοι «Merkel Sozis»), αποτελούν κρίσιμη ομάδα ψηφοφόρων.

Οι συγκρούσεις στην Κεντροδεξιά

Στο εσωτερικό της Κεντροδεξιάς υπάρχουν πικρία και παρασκηνιακές συγκρούσεις. Η επιλογή Λάσετ κρίνεται αποτυχημένη από πολλούς και δεν λείπουν όσοι περιμένουν την επομένη των εκλογών ώστε σε περίπτωση κακού αποτελέσματος να πάρουν την εκδίκησή τους. Αν μάλιστα το CDU/CSU χάσει στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, το πολυπληθέστερο ομόσπονδο κρατίδιο και έδρα του κ. Λάσετ, τότε «θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου». Στο Μόναχο, οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις στις οποίες πρωταγωνίστησε η «γριά αλεπού» που ονομάζεται Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (μαζί με τον Φόλκερ Μπουφιέ, πρωθυπουργό της Εσσης) και απέτρεψαν να είναι υποψήφιος ο Βαυαρός Μάρκους Ζέντερ δεν έχουν ξεχαστεί και ίσως έχουν οδηγήσει σε μια παθητικότητα στήριξης του Λάσετ εκ μέρους του CSU, κάτι που έγραψε και η «Frankfurter Allgemeine Zeitung». Με το ποσοστό των αναποφάσιστων να κινείται σε επίπεδα άνω του 30%, ενημερωμένες πηγές ήλπιζαν ότι «το αποτέλεσμα μπορεί να γυρίσει μέχρι να κλείσουν οι κάλπες σήμερα το απόγευμα». Ωστόσο, στην τελευταία δημοσκόπηση του τηλεοπτικού σταθμού ARD μόνο το 65% των ψηφοφόρων του CDU/CSU δήλωνε ότι θα ψηφίσει Λάσετ.

Η «ευάλωτη» Γερμανία

Μια τέτοια εξέλιξη όπως και μια επικράτηση Σολτς δεν πρόκειται να λύσουν διά μαγείας τα προβλήματα. Και αυτά είναι πολλά. Τα δύο μεγάλα κόμματα βλέπουν συνεχώς τα ποσοστά τους να μειώνονται. Από τις συνομιλίες που είχε «Το Βήμα» τις τελευταίες ημέρες προκύπτει ότι ίσως να πρέπει αυτά να αποκτήσουν μια πιο κινηματική μορφή, κατά το πρότυπο που ακολούθησε ο Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία. Επιπλέον, τόσο το CDU όσο και το SPD επικεντρώνονται πολύ στους μεγαλύτερους σε ηλικία ψηφοφόρους που λόγω δημογραφίας είναι η πολυπληθέστερη ομάδα ψηφοφόρων. Αυτό προκαλεί γενεαλογικό χάσμα. Την ίδια στιγμή, ευτράπελα όπως η συγκέντρωση των στοιχείων για τον κορωνοϊό χειρογράφως και η αποστολή τους με… fax κατέδειξε την υστέρηση της Γερμανίας στον τομέα της ψηφιοποίησης. Η δε τραγική απουσία συστήματος έκτακτης προειδοποίησης στην περίπτωση των πρόσφατων πλημμυρών «ξεχείλισε το ποτήρι». Το σύστημα ήταν αρχικά να δοκιμαστεί τον Σεπτέμβριο του 2020 αλλά η διαδικασία εξελίχθηκε σε φιάσκο. Μια νέα δοκιμασία είχε οριστεί για τις 8 Σεπτεμβρίου 2021, αλλά αναβλήθηκε ξανά την 30ή Ιουνίου. Δύο εβδομάδες αργότερα ήρθαν οι πλημμύρες στη Ρηνανία, ενώ ήδη έχουν δοθεί από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση κοντά στα 90 εκατ. ευρώ για αυτό το σύστημα.

Είναι επίσης γενικότερα αποδεκτό ότι η εμμονή των τελευταίων ετών με το φρένο χρέους, που εισήχθη μάλιστα και στο Σύνταγμα το 2009 και προβλέπει ότι το διαρθρωτικό χρέος δεν πρέπει να ξεπερνά σε ομοσπονδιακό επίπεδο το 0,35% του ΑΕΠ, σε συνδυασμό με τη μυθοποίηση του «μαύρου μηδέν» – δηλαδή τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς -, έπληξε σοβαρά τις δημόσιες επενδύσεις και τις υποδομές σε τομείς όπως η υγεία και η εκπαίδευση. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ούτε ο Σοσιαλδημοκράτης Σολτς τολμά να ταχθεί υπέρ μιας αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ευρωζώνης, μια συζήτηση που διεξάγεται μάλλον παρασκηνιακά στις Βρυξέλλες.