Τέλος εποχής για τη Γερμανία. Από νωρίς το πρωί οι ψηφοφόροι πηγαίνουν στις κάλπες για την ανάδειξη της νέας κυβέρνησής τους, έπειτα από την εξαιρετικά μακρά για τα ευρωπαϊκά – και όχι μόνο – δεδομένα θητεία της Ανγκελα Μέρκελ.

Δεκαέξι χρόνια δεν είναι και λίγα. Η Μέρκελ εδραίωσε την περίφημη «Stabilität», τη σταθερότητα δηλαδή που παρήγαγε ασφάλεια και ευημερία στους Γερμανούς. Σε βαθμό που η χώρα την αγάπησε τόσο που… ξέχασε τι σημαίνει πολιτική αλλαγή.

Υπό αυτό το πρίσμα, η σημερινή εκλογική βραδιά φέρει ιδιαίτερο συναισθηματικό φορτίο για τους Γερμανούς, καθώς κουβαλά αυτή την πίκρα του αποχωρισμού. Αφορά όμως όλους τους Ευρωπαίους, με δεδομένο ότι η χώρα εξακολουθεί να είναι η ισχυρότερη οικονομία στο μπλοκ και άρα ηγέτιδα στη χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής για τα μεγάλα θέματα στην Ευρώπη.

Εκλογικό θρίλερ δείχνουν τα γκάλοπ

Σύμφωνα με το Πολιτικό Βαρόμετρο του δεύτερου καναλιού της γερμανικής τηλεόρασης ZDF, η διαφορά των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) με τα δυο κόμματα της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU/CSU) έχει περιοριστεί στις δύο μονάδες. Ετσι, το SPD διατηρεί μεν την πρωτιά με ποσοστό 25%, όμως το CDU/CSU ενισχύεται κατά δύο μονάδες φτάνοντας το 23%. Ακολουθούν οι Πράσινοι με 16,5%. Διατηρούν τη δύναμή τους στο 11% οι Φιλελεύθεροι (FDP), το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AFD) χάνει μια μονάδα και περιορίζεται στο 10% και αμετάβλητο στο 6% παραμένει το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke).

Αλλη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου YouGov φέρνει πρώτο το SPD με 25% και δεύτερο το CDU/CSU με 21%. Οι Πράσινοι καταλαμβάνουν το 14%, στο 12% βρίσκεται το AFD, στο 11% το FDP και στο 7% το Die Linke.

Σε αυτή του Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων Infratest Dimap, το SPD βρίσκεται στο 26%. Δεύτερο έρχεται το CDU/CSU με 22%. Τρίτοι έρχονται οι Πράσινοι με 15%. Από 11% FDP και AfD, ενώ το Die Linke βρίσκεται στο 6%.

Με δεδομένο ότι οι αναποφάσιστοι είναι πολλοί, κοντά στο 30%, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για ξεκάθαρο φαβορί. Τίποτα δεν έχει κριθεί – άλλωστε, όπως σχολιάζει ο Κριστιάν Φελντ της γερμανικής εφημερίδας «Tagesschau», «οι δημοσκοπήσεις είναι στιγμιότυπα και όχι προβλέψεις».

Πάντως, σύμφωνα με τη σφυγμομέτρηση του Ινστιτούτου Forsa για τα τηλεοπτικά δίκτυα RTL/ntv, το 66% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι το SPD θα λάβει τις περισσότερες ψήφους και μόνο το 18% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι θα κερδίσει το CDU/CSU.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ανησυχία στο συντηρητικό στρατόπεδο είναι μεγάλη. Η ξαφνική αλλαγή εικόνας με την άνοδο που σημείωσε ο Ολαφ Σολτς προ μηνός έναντι του Αρμιν Λάσετ ισοδυναμεί με «τίποτα λιγότερο από πολιτικό σεισμό», σύμφωνα με τον αρχισυντάκτη του «Guardian» στο Βερολίνο Φίλιπ Ολτερμαν.

Το εγκώμιο Μέρκελ στον Λάσετ

Υπό το βάρος αυτής της ανατροπής, οι συντηρητικοί επιστράτευσαν το «βαρύ πυροβολικό» τους, την Ανγκελα Μέρκελ – αν και ο αρχικός σχεδιασμός ήταν να συμμετέχει ελάχιστα στην εκστρατεία του Λάσετ – σε μια ύστατη προσπάθεια να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους και να αντιστρέψει την αρνητική τάση.

Στη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής ομιλίας του Λάσετ στο Στράλσουντ, μια παραθαλάσσια πόλη στη Βόρεια Γερμανία, στο ομόσπονδο κρατίδιο του Μεκλεμβούργου – Δυτικής Πομερανίας όπου εκλέγεται η Μέρκελ, η γερμανίδα καγκελάριος έσπευσε για μια «επικίνδυνη αποστολή», όπως έγραψε η ιταλική «Corriere della Sera»:

Οχι απλά για να στηρίξει τον επίδοξο διάδοχό της, αλλά για να πλέξει με πάθος το εγκώμιό του, μήπως και γίνει κάποιο θαύμα της τελευταίας στιγμής. Παίρνοντας τον λόγο, προέτρεψε το πλήθος «να συμβάλει στην ευημερία της χώρας και να διαφυλάξει την ασφάλειά της ψηφίζοντας CDU/CSU».

Είπε ότι ο Λάσετ αγωνίστηκε σκληρά για τις θέσεις εργασίας στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, το κρατίδιο που κυβερνά, και πως είναι «βέβαιη ότι θα το κάνει και σε εθνικό επίπεδο, ως καγκελάριος». Προειδοποίησε δε ότι μια γερμανική κυβέρνηση που γέρνει προς τα αριστερά θα δημιουργήσει κοινά χρέη με την υπόλοιπη Ευρώπη, όχι μόνο προσωρινά, μέσω του πακέτου ανάκαμψης για την πανδημία, αλλά σε μόνιμη βάση.

Τοπίο στην ομίχλη και μετά το ντιμπέιτ

Πρόκειται για τις πιο απρόβλεπτες εκλογές, αναφέρουν αναλυτές, που επισημαίνουν ότι ακόμη και μετά το τελευταίο ντιμπέιτ που διοργάνωσαν τα δύο κανάλια της δημόσιας τηλεόρασης ARD και ZDF, την Πέμπτη το βράδυ, δεν ξεκαθάρισε το τοπίο.

Σε αυτή τη διαφορετική τηλεμαχία, από την άποψη ότι έγινε με τη συμμετοχή όλων των επικεφαλής των κομμάτων και από την οποία «δεν έλειψαν οι τοξικοί πολιτικοί από την Ακροαριστερά και την Ακροδεξιά», όπως σχολίασε η «Deutsche Welle», δεν βγήκε κανένας ξεκάθαρος νικητής.

Προσώρας ο Ολαφ Σολτς παραμένει φαβορί αφού απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του 64% έναντι του Λάσετ με 26% και της Αναλένα Μπέρμποκ των Πρασίνων με 25%. Και μολονότι «ο κορυφαίος υποψήφιος είναι τόσο βαρετός», όπως τον χαρακτηρίζει η Κατρίν Μπένχολντ, ανταποκρίτρια του Βερολίνου για τους «New York Times», θεωρεί ότι ο Σολτς έχει τις περισσότερες πιθανότητες για τη θέση της καγκελαρίας: «Υπάρχουν λίγες χώρες όπου το βαρετό ανταμείβεται τόσο πολύ» λέει η δημοσιογράφος επικαλούμενη τον καθηγητή της Οξφόρδης Τίμοθι Γκάρτον Ας. Και η Γερμανία είναι σίγουρα μια από αυτές.