Για τη Φιλαρέτη Κομνηνού η συμμετοχή της στον «Αρίστο» του Γιώργου Παπαγεωργίου είναι κάτι παραπάνω από έναν ρόλο και μια παράσταση. Συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον σκηνοθέτη γιο της, ερμηνεύοντας (και) μια λαϊκή τραγουδίστρια. Και έχει πολλά να πει τόσο για αυτή τη μεγάλη πρόκληση και εμπειρία όσο και για όλα εκείνα που συνέβησαν πρόσφατα στο θέατρο.

Η «χειροποίητη» παράσταση, παραγωγής του Θεάτρου Νέου Κόσμου το 2018, είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου», που αναφέρεται στον «Δράκο του Σέιχ Σου» Αριστείδη Παγκρατίδη. Και έχει ήδη κερδίσει το κοινό με την αμεσότητα και την αλήθεια της.

Τι σας οδήγησε στον «Αρίστο»;

«Οταν έρχεσαι για πρώτη φορά σε επαφή με μια παράσταση και καταλαβαίνεις τη δυναμική και την καλλιτεχνική της αξία, πιάνεις τον εαυτό σου να… ζηλεύει. Και λόγω θέματος και γιατί ήταν όνειρο ζωής για τον Γιώργο, τον γιο μου. Οταν το είδα να ολοκληρώνεται με τους καλύτερους όρους, το χάρηκα σαν μάνα και το ζήλεψα σαν επαγγελματίας ηθοποιός. Οταν ήρθαν έτσι τα πράγματα (σ.σ. αποχώρησε η Ελένη Ουζουνίδου), αποφασίσαμε από κοινού με τον Γιώργο να τη συνεχίσω εγώ. Δεν με έχει κουράσει, δεν έχει εξαντληθεί το ενδιαφέρον μου».

Είχατε αγωνία καθώς η παράσταση είχε ήδη κάνει επιτυχία;

«Ναι, ένιωθα μια ευθύνη. Και ύστερα είναι σαν να γίνεται μια μετάγγιση με το καινούργιο πρόσωπο που έρχεται. Αλλωστε η παράσταση άλλαξε συνολικά διανομή και κάθε φορά, με κάθε νέο ηθοποιό, ανανεώνεται το ενδιαφέρον και στην πρόβα και στον σκηνοθέτη. Αισθάνομαι όμως ότι έχει ένα στίγμα αυτή η δουλειά, μια θερμοκρασία, ένα συναίσθημα που μεταφέρεται στο κοινό».

Πώς προσεγγίσατε την παράσταση;

«Αυτό που είχα να κάνω εγώ ήταν να ενταχθώ στο ύφος και στην αισθητική της, στην τρέλα, στο χιούμορ της. Παράλληλα είναι μια νεανική παράσταση με μια καταγγελτική διάσταση. Συνήθως μια δουλειά κάνει τον κύκλο της και την αποχαιρετάς, κάτι που δεν έχει συμβεί ως τώρα. Αυτό που όφειλα να κάνω ήταν να συναντηθώ και να συντονιστώ με το ύφος της. Δεν είναι μια κλασική ορθόδοξη παράσταση, σαν αυτές που έχω κάνει».

Και τον ρόλο;

«Στους μονολόγους της μάνας κινούμαι σε γνώριμο έδαφος. Αλλά έκπληξη και για εμένα, υπέρβαση θα έλεγα, ήταν η Σύλβα, μια τραγουδίστρια β’ διαλογής, όπου παίρνω ένα ντέφι και χορεύω. Ανησυχούσα λίγο πώς θα κάνω κάτι τόσο ξένο προς εμένα. Οταν παίξαμε, στις αρχές, στην Κοζάνη, πήγαμε το βράδυ με τα παιδιά σε ένα επαρχιακό κέντρο. Τραγουδούσε η «Καίτη Μαζό(χα)». Και την ακούω να λέει «γεια σου, Φιλαρέτη, πώς από δω;». Καταλαβαίνω ότι δεν αναγνώρισε την ηθοποιό αλλά ότι είναι κάτι προσωπικό. Οταν ήρθε στο τραπέζι μας, μου θύμισε πως παίζαμε όταν ήμασταν παιδιά, γιατί το σπίτι της ήταν δίπλα στου παππού μου…. Ηταν το Κατινάκι, έτσι την ήξερα τότε. Την επομένη ήρθε στην παράσταση. Είχα το τρακ της ζωής μου – γιατί πώς να ξεγελάσεις μια γυναίκα σαν την Καίτη Μαζό σε έναν τέτοιο ρόλο; «Βρε Φιλαρέτη, εσύ με τα πανεπιστήμια πώς μπόρεσες να κάνεις έτσι μια δικιά μας;» μου είπε. Και ένιωσα ότι η Σύλβα θα έχει καλό δρόμο».

Την περασμένη χρονιά επανήλθατε στην τηλεόραση. Τι έπεται;

«Πέρυσι φαινόταν δυσοίωνη η χρονιά για το θέατρο. Οταν ήρθε η πρόταση για την «Αγγελική», το είδα και σαν μια ευκαιρία να γυρίσω στην τηλεόραση δέκα χρόνια μετά. Ξαναθυμήθηκα γυρίσματα, συνεργασίες – το χάρηκα, γιατί έχω περάσει καλά τηλεοπτικά, έχω ωραίες αναμνήσεις. Επιπλέον με ιντριγκάρουν πια οι ρόλοι που δεν είναι μονοδιάστατοι, όπως η Αθηνά Αργυρού. Εφέτος ήταν να κάνω στην ΕΡΤ το «Μιούζικ Χολ» με τον Γιώργο Κορδέλλα. Με ενδιέφερε πολύ και η εποχή, 1920-30. Είχαμε ξεκινήσει συζητήσεις, είχαμε συμφωνήσει στα οικονομικά. Αιφνίδια μας ανακοινώθηκε ότι η σειρά ακυρώνεται. Σχέδια και πλάνα ανατράπηκαν. Αλλά ζούμε μια εποχή που ανατρέπει τα πάντα. Τι έπεται; Το δεύτερο εξάμηνο της σεζόν θα κάνουμε, Δευτερότριτα, τον «Αρίστο» στο Πορεία – φυσικά έχω και τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο».

Ποιες είναι οι σκέψεις σας για όλα όσα αποκαλύφθηκαν στο θέατρο;

«Η μέθη της εξουσίας και η αλαζονεία του ταλέντου έδωσαν άλλοθι σε κάποιους να πιστεύουν ότι είναι αλώβητοι, ότι δεν τους αγγίζει κανείς. Το ξαναλέω και το υπογραμμίζω ότι αυτό είναι ένα σύμπτωμα-παθογένεια όλης της κοινωνίας. Αρχισε από τον αθλητισμό αλλά είναι περίεργα ύποπτο ότι όλοι οι υπόλοιποι χώροι σιώπησαν. Το ΜeΤoo ξεκίνησε ορμητικά, αλλά σαν να έμεινε μετέωρο, δεν ολοκληρώθηκε».

Κέρδισε τελικά ο συντηρητισμός;

«Οχι, δεν θέλω να το πιστέψω αυτό. Θα ήταν ηττοπαθές να το πούμε. Απλώς αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι η αναμέτρηση με το κατεστημένο είναι τόσο δύσκολη και τόσο σκληρή που πρέπει να είσαι πολύ ρομαντικός για να πιστέψεις ότι θα καταλήξεις εύκολα νικητής. Και ενώ θα μπορούσαν να συμβούν μεγάλες «εκκαθαρίσεις», σταμάτησαν και περιορίστηκαν στους καλλιτέχνες. Οι καλλιτέχνες όμως απέδειξαν ότι τολμούν και σπάνε το απόστημα. Οχι, δεν κέρδισε ο συντηρητισμός. Αντίθετα αφυπνίστηκαν, φοβήθηκαν κάποιοι και σίγουρα θα διαφοροποιηθούν συμπεριφορές. Είχε εγκατασταθεί χρόνια τώρα η θεωρία-νοοτροπία ότι επιτρέπονται οι βίαιες ή προσβλητικές συμπεριφορές γιατί έτσι παράγεται το καλλιτεχνικό έργο. Καιρός ήταν στον δικό μας τον χώρο να βάλουμε μια τελεία. Το θέατρο είναι ιερό για κάτι ανίερο. Και δεν μπορεί να γίνει πεδίο εκτόνωσης για την ψυχοθεραπεία κάποιων».

Είστε αισιόδοξη γι’ αυτό που θα το διαδεχθεί;

«Πιστεύω ότι κάτι καλύτερο έρχεται. Δεν είναι πυροτέχνημα ό,τι έγινε. Δεν θα ξαναγυρίσουμε στα ίδια. Θα ξανασυστηθούμε με άλλους όρους. Από την άλλη δεν μπορώ να είμαι και τόσο ρομαντική. Γιατί μια δουλειά όπως το θέατρο, η τέχνη γενικά, είναι ταυτόσημη με το πάθος, οπότε κάποιες φορές θα γίνουν πάλι παρεκκλίσεις. Αλλά στη βάση του μπήκαν άλλοι όροι».

Το περασμένο καλοκαίρι παντρεύτηκε ο γιος σας. Πώς αισθάνεστε ως πεθερά;

«Πώς να αισθάνομαι όταν βλέπω τον γιο μου τόσο χαρούμενο και ευτυχισμένο, να λάμπει; Και δίπλα του μια κοπέλα τόσο όμορφη και αγαπησιάρα; Οταν βλέπεις ένα ερωτευμένο ζευγάρι, είναι φως. Και τώρα περιμένω το άλλο… Ολες οι φίλες μου έχουν εγγόνια, οπότε και εγώ αυτό περιμένω».